Αλήθεια ή Ψέματα (Κεφάλαιο 8)

Αυτό ένιωσα εκείνη τη στιγμή. Απόλυτο σοκ.
«Τι;» ψιθύρισα και τον είδα να γελάει.
«Ε ναι. Τέτοιο ταλέντο σαν το δικό σου δεν εξηγείται αλλιώς. Πρέπει να είσαι αίμα μου για να είσαι τόσο καλή στις δουλειές του κυκλώματος» εξήγησε και τον κοίταξα σαν χάνος. Όταν γύρισα να κοιτάξω τον Μάξιμο φαινόταν κι αυτός έκπληκτος.
«Δεν…» πήγα να πω αλλά έκλεισα το στόμα μου απότομα. Τι εννοούσε;
«Γιατί εκπλήσσεσαι; Ξέρω πόσο πρακτικό μυαλό έχεις. Θα μπορούσα κάλλιστα να ήμουν πατέρας σου» συμπλήρωσε ο μαφιόζος και κούνησα μια φορά το κεφάλι μου για να διώξω το σοκ. 
«Ναι οκ γυρνάμε πάλι στο θέμα μας;» ρώτησα σμίγοντας τα φρύδια μου και είδα και τους δύο να νεύουν. Ο Μάξιμος ακόμα είχε μια περίεργη έκφραση στο πρόσωπό του αλλά δεν είπε τίποτα παραπάνω. Είχε κλονιστεί από αυτό που είχε ξεστομίσει ο μαφιόζος όσο κι εγώ.
«Τέλος πάντων, το θέμα είναι ότι πρέπει να προσέχεις όπως και να ‘χει. Δεν ξέρουμε τι μπορούν να κάνουν, ή μάλλον ξέρουμε. Έχουμε ήδη μια απώλεια από αυτούς και με εξαίρεση τον ξυλοδαρμό του Μάξιμου ξέρουμε ότι δεν διστάζουν σε τίποτα» είπε ο μαφιόζος ενώ καθόταν στην καρέκλα του.
«Απώλεια;» ρώτησα περίεργη και με κοίταξε λες και ήμουν καθυστερημένη.
«Για τον Νίκο μιλάω»
«Νόμιζα ότι αυτόν τον καθάρισες εσύ» του είπα σηκώνοντας τα φρύδια αλλά εκείνος κούνησε το κεφάλι του.
«Δεν είναι ότι δεν το σκέφτηκα, αλλά με πρόλαβαν εκείνοι» Τι γλυκό.
«Κρίμα σου χάλασαν τα σχέδια» τον ειρωνεύτηκα και είδα το τσιράκι να με κοιτάει επικριτικά σαν να μου έλεγε: Σου το είπα ότι τον κάνεις ότι θες. Ναι καλά.
«Είπα ότι το σκέφτηκα, όχι ότι θα το έκανα πραγματικά» απάντησε ο μαφιόζος και συνέχισε το μονόλογο του περί προστασίας μου.
«Ναι οκ βάζω το χέρι στο ευαγγέλιο και ορκίζομαι ότι θα προσέχω. Μπορώ να φύγω τώρα;» είπα μετά από μία ώρα ονειροπόλησης, βαρεμάρας και κατσαδιάσματος που δεν είχα ακούσει ούτε λέξη απ’ όσα έλεγαν.
«Μαμά γύρισα» είπα μπαίνοντας στο σπίτι. Με είχε φέρει ο Μάξιμος με το αμάξι του για να σιγουρευτεί ότι θα έφτανα σώα κι ασφαλής και μάλιστα περίμενε απ’ έξω μέχρι να δει ότι είχα μπει μέσα στο σπίτι. Υπερπροστατευτικός. Εννοώ… Τι θα μπορούσε να συμβεί σε μια απόσταση δύο μέτρων, από το αυτοκίνητό του μέχρι την πόρτα του σπιτιού μου;
«Πως πήγε;» άκουσα την φωνή της από την κουζίνα και την πλησίασα.
«Καλά υποθέτω. Ο μαφιόζος κατέστρωσε σχέδιο προστασίας μου»
«Ο Λευτέρης πάντα καταστρώνει γρήγορα τα σχέδιά του»
«Συνεχίζεις να τον αποκαλείς με το όνομά του» της είπα αλλά δεν μου απάντησε. Άρχισε να φτιάχνει το τραπέζι για το μεσημεριανό. Αναρωτήθηκα πως θα ήταν το κλίμα σήμερα στο τραπέζι. Τα αδέλφια μου μόλις μισή μέρα πριν είχαν μάθει ότι ήμασταν μπλεγμένοι με τη μαφία, ότι χρωστούσαμε, ότι ο πατέρας μας από τύχη και μόνο σώθηκε, ότι η μητέρα μας ήταν που δημιούργησε την όλη υπόθεση αφού ο μαφιόζος ήταν φίλος της, ότι εγώ και ο Μάρκος ήμασταν απίστευτα μπλεγμένοι. Παράλληλα, δεν έπρεπε να αποκαλύψουν τίποτα και σε κανέναν, μεγάλο πρόβλημα για τον Κίμωνα αφού δεν ήθελε να κρατάει μυστικά από τη Λυδία. Αλλά τον είχαμε πείσει πως αν της αποκάλυπτε το οτιδήποτε θα βρισκόταν κι εκείνη σε κίνδυνο. Αυτό και μόνο τον σταμάτησε.
«Είναι ακόμα λίγο θυμωμένοι αλλά θέλω να πιστεύω ότι καταλαβαίνουν» είπε η μητέρα μου μαντεύοντας τις σκέψεις μου.
«Λογικό δεν σου φαίνεται; Άμα κι εσύ μάθαινες κάτι τέτοιο μετά από τόσα χρόνια υποτιθέμενης χαλαρής ζωής δεν θα ήσουν θυμωμένη;»
«Ναι. Θα ήμουν» είπε απλά και κατσούφιασα.
«Ο μαφιόζος έχει ψύχωση μαζί μου»
«Τι έκανε;»
«Πρώτον, και αυτό δεν το λέω εγώ αλλά ο Μάξιμος, δεν μου συμπεριφέρεται όπως στους άλλους. Επίσης έχει καταστρώσει ένα ολόκληρο σχέδιο διάσωσής μου ενώ στην ουσία δεν θα έπρεπε να του καίγεται καρφί για πάρτη μου. Άσε που με αποκάλεσε και κόρη του»
«Τι έκανε λέει;» γύρισε να με κοιτάξει έκπληκτη και σήκωσα τους ώμους μου.
«Ναι και καλά είπε ότι θα μπορούσα κάλλιστα να ήμουν κόρη του και ότι είμαι σαν κόρη του κάτι τέτοιο» είπα και την είδα να αναστενάζει. Έχε χάρη… «Μαμά;» τη ρώτησα κοιτάζοντάς την επικριτικά αλλά εκείνη κούνησε το κεφάλι της.
«Όχι. Ο πατέρας σου είπε την αλήθεια. Έχω να τον δω όντως αρκετά χρόνια και παρότι τον έβλεπα όταν έμεινα έγκυος σε εσένα ήμουν πιστή στον πατέρα σου άρα βγάλε αυτό που έχεις στο μυαλό σου» μου είπε και πήρα βαθιά ανάσα ανακούφισης.
«Τότε μπορείς σε παρακαλώ να μου εξηγήσει γιατί είναι τόσο ψυχωμένος μαζί μου;» τη ρώτησα και γύρισε να με κοιτάξει.
«Αλήθεια τώρα μου κάνεις αυτή την ερώτηση;»
«Έτσι λέω»
«Ζωή… Είσαι ίδια εγώ. Αυτό σου απαντάει την ερώτηση;»
«Στο περίπου» απάντησα και με έβαλε να καθίσω στην καρέκλα κι εκείνη κάθισε απέναντί μου.
«Είσαι σαν εμένα. Τσαούσα και ξεροκέφαλη και διπλωματική όταν χρειάζεται, αδιάφορη όταν δεν πρέπει ή γενναία όταν το απαιτούν οι περιστάσεις. Πιστεύει ότι σε εσένα έχει βρει ξανά εμένα. Πιστεύει ότι θα μπορέσει να κάνει με εσένα όλα αυτά που δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει με εμένα»
«Θες να πεις ότι με βλέπει ερωτικά;» τη ρώτησα αηδιασμένη αλλά εκείνη διαφώνησε.
«Όχι. Θέλω να πω ότι παρά τα συναισθήματά του, είχε βλέψεις για εμένα. Τις ίδιες έχει και για εσένα. Και ελπίζει ότι αυτή τη φορά θα πετύχει αυτό που έχει στο μυαλό του. Επίσης το γεγονός ότι σε είπε κόρη του είναι επειδή στ’ αλήθεια μοιάζουμε λιγάκι μεταξύ μας. Εγώ κι εκείνος εννοώ»
«Δηλαδή;»
«Κι εκείνος είναι αρκετά επινοητικός όταν το θέλει και ξεροκέφαλος ταυτόχρονα. Όταν… όταν ήμασταν μαζί μου είχε πει ότι ήθελε να κάνουμε μια κόρη τόσο ίδια με εμάς που όλοι θα καταλάβαιναν με την πρώτη ματιά ότι ήταν δικό μας παιδί»
«Φρικιαστικό μου ακούγεται»
«Δεν είναι τόσο κακός. Τουλάχιστον δεν ήταν όταν τον γνώρισα» είπε και την κοίταξα λες και ήταν τρελή.
«Σοβαρολογείς τώρα;»
«Έτσι έχω επιλέξει να τον θυμάμαι. Τον καλό Λευτέρη. Και παρότι έχω ζήσει και με τις δύο πλευρές του εαυτού του, περισσότερο μην πω με την κακή του πλευρά, εγώ θέλω να έχω καλές αναμνήσεις από εκείνον. Δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους μου ότι κατάντησε έτσι»
«Ο τύπος είναι ψυχάκιας» της απάντησα και είδα ότι ήθελε να φέρει αντίρρηση αλλά τελικά επέλεξε να σιωπήσει. Προτίμησε να σηκωθεί για να σερβίρει το φαγητό στα πιάτα. Σκέφτηκα κάνα δίλεπτο να κάνω την επόμενη ερώτηση αλλά δεν μπόρεσα να κρατηθώ παραπάνω. Είχε πει ότι μου συμπεριφερόταν όπως κι εκείνης «Σε είχε χτυπήσει κι εσένα;» ρώτησα και είδα τα χέρια της να σταματούν απότομα. Ωστόσο, δεν είπε και πάλι τίποτα. Συνέχισε να βάζει το φαγητό στα πιάτα, όχι πλέον όμως ατάραχη όπως πριν. Ναι λοιπόν. Την είχε χτυπήσει. Και εκείνη εξακολουθούσε να βλέπει την καλή του πλευρά «Πάω να φωνάξω τα παιδιά για φαγητό» της ανακοίνωσα και βγήκα από την κουζίνα.
Δεν ήξερα πώς να τους αντιμετωπίσω. Η χθεσινή κουβέντα είχε λήξει κάπως απότομα και άγαρμπα. Δεν ήξερα αν ήταν θυμωμένοι μαζί μου αλλά δεν μου φαινόταν καθόλου παράλογο. Μετά την αποκάλυψη είχα γυρίσει στο δωμάτιό μου αφήνοντάς τους πίσω αλλά απ’ όσο άκουσα δεν είχαν αργήσει και εκείνοι να επιστρέψουν στα δωμάτιά τους. Χωρίς κουβέντα, ούτε έναν ψίθυρο, είχαν κλείσει τις πόρτες τους και δεν είχαν βγει έξω από τότε. Όταν είχα ξυπνήσει το πρωί, δεν είχαν κατέβει για πρωινό ούτε έκαναν κάποια εμφάνιση μέχρι πριν φύγω από το σπίτι για να πάω να δώσω το απειλητικό μήνυμα στο μαφιόζο. Χτύπησα την πόρτα της Ελευθερίας αλλά δεν μου απάντησε. Αποφάσισα να μπω μέσα. Την είδα ξαπλωμένη στο κρεβάτι της να κοιτάει το ταβάνι. Δημιουργική αξιοποίηση του χρόνου.
«Ελευθερία» είπα αλλά δεν άλλαξε το βλέμμα της «Το τραπέζι είναι έτοιμο» της είπα και για πρώτη φορά έστρεψε το βλέμμα της σε εμένα.
«Δεν πεινάω» είπε και αναστέναξα.
«Δεν πειράζει, κατέβα όπως και να έχει και κάτι θα τσιμπήσεις» έκανα να φύγω αλλά η σιγανή φωνή της με σταμάτησε.
«Ζωή» είπε και γύρισα για να την κοιτάξω «Είσαι καλά;» ρώτησε και πήγα να καθίσω δίπλα της. Την πήρα στην αγκαλιά μου και εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω μου.
«Εγώ καλά είμαι. Εσύ;» την κοίταξα και αναστέναξε.
«Δεν μπορώ να το πιστέψω ακόμα» παραδέχτηκε και ένεψα.
«Λογικό μου φαίνεται. Θα πάρει λίγο καιρό μέχρι να το συνειδητοποιήσεις»
«Φοβάμαι» είπε αλλά δεν μπόρεσα να της απαντήσω αμέσως. Φοβόταν. Είχε μπλεχτεί κι εκείνη στο δίχτυ του κυκλώματος. Ναι το λεγόμενο κύκλωμα των μπελάδων.
«Μερικές φορές κι εγώ φοβάμαι. Αλλά φροντίζω να το ξεπεράσω σύντομα γιατί ο φόβος δεν θα με βγάλει πουθενά» της είπα και δάγκωσε τα χείλια της «Έτοιμη;» είπα καθώς σηκώθηκα και της έδωσα το χέρι μου. Το πήρε απρόθυμα και κατεβήκαμε στην κουζίνα. Ο Κίμωνας και ο Μάρκος ήταν ήδη εκεί με τον πρώτο να αποφεύγει να κοιτάξει… όλους. Δεν κοιτούσε κανέναν. Όταν ήρθε και ο πατέρας μου καθίσαμε να φάμε σε απόλυτη σιγή. Ήταν τόσο αποπνικτική που μου κόπηκε η όρεξη και ίσα-ίσα άγγιξα το φαγητό μου. Όχι ότι και οι υπόλοιποι έκαναν κάποια φιλότιμη προσπάθεια να αδειάσουν το πιάτο τους.
«Λοιπόν Ζωή τι έγινε σήμερα;» ρώτησε ξαφνικά ο πατέρας μου διακόπτοντας την μουγκαμάρα που μας είχε περιβάλλει. Μάλλον είχε βάλει σκοπό να λέει όλα τα καθέκαστα της ημέρας σε ένα είδος οικογενειακού συμβουλίου που αποτελούσε το μεσημεριανό.
«Τίποτα. Πήγα το μήνυμα στο μαφιόζο και έκανε κάτι τηλέφωνα, κατέστρωσε ένα είδος σχεδίου στο οποίο δεν έδωσα σημασία και μου είπε να προσέχω στο εξής όπου κι αν πηγαίνω» του απάντησα αδιάφορα. Λες και δεν ήξερε από τον εμπιστευτικό του το τσιράκι τι είχε γίνει.
«Ενδιαφέρουσα περιγραφή αν και διαφωνώ ως προς την αδιαφορία σου για το θέμα. Είναι πολύ σοβαρό τώρα που μάθαμε ότι πρόκειται εκατό τοις εκατό για σένα»
«Ναι αλλά δεν θα κάτσω να ασχολούμαι με τα μανιώδη σχέδια ενός ψυχοπαθή. Α και δεν ξέρω αν το έμαθες αλλά δεν σκότωσε αυτός τον Νίκο»
«Ναι το έμαθα πριν λίγο»
«Εμπιστευτικός σου λέει μετά. Έπρεπε να στο είχε πει νωρίτερα» του απάντησα και έσμιξε τα φρύδια.
«Που να το ξέρει ο εμπιστευτικός μου;»
«Τι εννοείς που να το ξέρει; Μέσα στο κύκλωμα δεν είναι;»
«Θα σταματήσετε με αυτά επιτέλους; Δεν θέλω να ακούσω άλλα. Άμα θέλετε να συζητήσετε για τους μπελάδες που έχετε μπλέξει να το κάνετε ιδιαιτέρως» ξέσπασε ο Κίμωνας και γυρίσαμε όλοι να τον κοιτάξουμε.
«Έμμεσα είναι και δικά σου τα μπλεξίματα»  του θύμισε η μητέρα μου με έντονο ύφος.
«Ναι αλλά δεν το ζήτησα εγώ αυτό»
«Ούτε εμείς» απάντησε ο Μάρκος εκνευρισμένος.
«Μην μαλώνετε» παρενέβη η Ελευθερία αλλά η φωνή της ήταν τόσο χαμηλή που σχεδόν δεν ακούστηκε καν.
«Όπως και να έχει δεν θέλω να ακούσω τίποτα» είπε ο Κίμωνας και σηκώθηκε από τη θέση του. Άρχισε να πηγαίνει με μεγάλα βήματα στη σκάλα και η φωνή του πατέρα μου υψώθηκε.
«Κίμωνα, γύρνα αμέσως πίσω»
Δεν γύρισε. Έκλεισε την πόρτα του δωματίου του με δύναμη κάνοντας την μητέρα μου να αναστενάξει. Ο Μάρκος με σκούντηξε με τον αγκώνα του κάνοντάς με να τρομάξω.
«Τι;» ψιθύρισα και σήκωσε τα φρύδια του «Γιατί πρέπει να του μιλήσω εγώ;» σταύρωσα τα χέρια μου μπροστά από το στήθος μου πεισμωμένη. Τα βλέμματα όλων έπεσαν πάνω μου επικριτικά. Κοίταξα ένα-ένα τα εναπομείναντα μέλη της οικογένειάς μου σε προσπάθεια μου να βρω κάποιον που να με υποστηρίζει αλλά ακόμα και ο πατέρας μου ήταν εναντίον μου αυτή τη φορά «Ω καλά» παρέδωσα τα όπλα και σηκώθηκα ηττημένη για να πάω να μιλήσω στον αδερφό μου. Χτύπησα δύο φορές την πόρτα αλλά φυσικά δεν πήρα απάντηση.
«Ω έλα τώρα, άνοιξέ μου λίγο να μιλήσουμε» μισοφώναξα στην πόρτα αλλά πάλι δεν πήρα απάντηση «Γαϊδουρινό πείσμα» ψιθύρισα και άρχισα να βαράω την πόρτα δυνατά «Δεν θα φύγω από εδώ αν δεν ανοίξεις» φώναξα νευριασμένη. Έδωσα μια κλωτσιά στην πόρτα και άκουσα την κλειδαριά να ξεκλειδώνει.
«Προσπαθείς να σπάσεις την πόρτα γιατί σχεδόν το κατάφερες» μου είπε και του χαμογέλασα ειρωνικά.
«Προσπαθείς να μου σπάσεις τα νεύρα γιατί σχεδόν το κατάφερες» του αντιμίλησα και μπήκα μέσα στο δωμάτιο.
«Δεν σου είπα να περάσεις»
«Ούτε εγώ σου είπα να συμπεριφέρεσαι σαν πεντάχρονο αλλά το κάνεις έτσι κι αλλιώς»
«Τι θες πια; Δεν θέλω να μιλήσουμε. Θέλω απλώς να με αφήσετε ήσυχο»
«Τι γλυκό από μέρους σου. Με χαροποιεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι νοιάζεσαι τόσο πολύ για εμάς»
«Μόνοι σας μπλέξατε»
«Αν σου συνέβαινε το ίδιο με εμένα, αν κατά λάθος έπιανες τον πατέρα σου να μιλάει στην εξώπορτα με δύο μαυροφορεμένους με πιστόλια και σε έπιαναν να κρυφακούς και για να μην σε σκοτώσουν αναγκαστικά έπρεπε να εμπλακείς στο κύκλωμα, αναρωτιέμαι αν θα σου άρεσε να σου έλεγα τα πράγματα που ξεστομίζεις εσύ αυτή τη στιγμή»
«Ζωή…»
«Όχι θα με ακούσεις πρώτα. Το ξέρω ότι σου είναι δύσκολο και ότι θα προτιμούσες να μην ήξερες τίποτα από αυτά. Το καταλαβαίνω. Αλλά δεν γίνεται να αδιαφορείς έτσι για την ίδια σου την οικογένεια» τον κοίταξα επικριτικά κι εκείνος κάθισε στο κρεβάτι του αντικρίζοντάς με.
«Είναι δύσκολο να το πιστέψω. Ακόμα αισθάνομαι σαν να μου κάνετε μια άσχημη πλάκα»
«Μακάρι να ήταν έτσι» κάθισα δίπλα του κι εκείνος έβαλε το κεφάλι του στα χέρια του.
«Και η Λυδία… Τι θα της πω; Έχει ήδη καταλάβει ότι κάτι γίνεται. Με ρωτάει συνέχεια από χθες. Με έχει ταράξει στα τηλέφωνα»
«Το ξέρω. Αλλά πρέπει να αντέξεις και να μην της πεις τίποτα. Και ξέρω ότι αισθάνεσαι άσχημα με το να της κρύβεις πράγματα, αλλά εδώ μιλάμε για την ασφάλειά της»
«Το ξέρω» ψιθύρισε και με κοίταξε.
«Τι;» ρώτησα και αναστέναξε.
«Πρέπει να της μιλήσεις κάποια στιγμή. Όχι γι’ αυτό αλλά γενικά. Την έχεις παραμελήσει κάπως»
«Το ξέρω. Αλλά δεν είναι και η καλύτερή μου περίοδος. Παλιά τα κατάφερνα πολύ καλύτερα. Τώρα έχω ψιλοχάσει τον έλεγχο με όλα αυτά που έχουν γίνει» απάντησα κατσουφιάζοντας και με την άκρη του ματιού μου τον είδα να νεύει.
«Μου υπόσχεσαι τουλάχιστον ότι θα προσπαθήσεις;» ρώτησε και έβγαλα το κινητό απ’ την τσέπη μου. Έγραψα ένα σύντομο μήνυμα στη Λυδία ζητώντας της να βρεθούμε κι όταν το έστειλα το έδειξα στον Κίμωνα.
«Εντάξει;» του είπα και ένευσε χαμογελώντας.
Μίλησα στο τηλέφωνο με τη Λυδία εκείνο το απόγευμα και κανονίσαμε να βρεθούμε το βράδυ. Ακουγόταν πολύ εκνευρισμένη και με το δίκιο της βέβαια. Δεν είχε ακούσει νέα μου εδώ και πολύ καιρό και κάθε φορά που με πλησίαζε εγώ την απέφευγα. Δεν ήξερα τι θα της έλεγα. Γεια σου, απλώς τον τελευταίο καιρό έχω πνιγεί με τη σχολή και δεν προλαβαίνω; Ούτε κατά διάνοια δεν θα το πίστευε. Έπρεπε να βρω κάτι πιο πιστευτό. Μιλούσαμε για τη Λυδία Φωκά, δεν θα ήταν καθόλου εύκολο να την ξεγελάσω.
«Δηλαδή θες να μου πεις ότι τόσο καιρό με αποφεύγεις επειδή αισθάνεσαι άβολα που είμαι με τον Κίμωνα; Νόμιζα ότι το είχαμε ξεπεράσει αυτό» είπε η Λυδία έξω φρενών και δάγκωσα το κάτω χείλος μου. Εντάξει δεν ήταν και η καλύτερη δικαιολογία αλλά δεν είχα κάτι άλλο να της πω.
«Ναι κι εγώ έτσι νόμιζα στην αρχή. Αλλά μετά δεν ξέρω. Μου φάνηκε περίεργο. Και μέχρι να συνέλθω αποφάσισα να απομακρυνθώ λίγο. Πίστευα ότι θα ήταν καλύτερο από το να ήμουν σκεπτική ή κατσούφα όλη την ώρα κάνοντάς σε να με ρωτάς συνέχεια τι έχω και η μόνη απάντησή μου να ήταν τίποτα» σήκωσα τους ώμους μου και την είδα να με κοιτάει σκεπτική.
«Μάλιστα. Και τώρα δηλαδή το αποδέχτηκες; Είσαι σύμφωνη με το όλο θέμα;»
«Ναι. Την ξεπέρασα την κρίση το υπόσχομαι» της χαμογέλασα και χαλάρωσε κάπως «Με συγχωρείς;» τη ρώτησα και σούφρωσε τα χείλη. Έπειτα χαμογέλασε και με αγκάλιασε σφιχτά.
«Φυσικά και σε συγχωρώ, απλώς αν ξανατύχει κάτι τέτοιο, θα προτιμούσα να μου μιλούσες αντί να με αποφεύγεις»
«Έγινε» υποσχέθηκα και έλαβα μία ακόμα αγκαλιά από μέρους της. Η αλήθεια ήταν πως μου είχε λείψει τρελά. Τις τελευταίες μέρες δεν είχα καταφέρει να βρω λίγη ηρεμία αλλά η παρέα της μου έκανε καλό και για λίγες ώρες σταμάτησα να σκέφτομαι τα προβλήματά της οικογένειάς μου. Ο μαφιόζος, οι διώκτες μου, τα δανεικά και τα προβλήματα μπήκαν σε δεύτερη μοίρα. Εκείνη την ώρα ήμασταν μόνο εγώ και εκείνη, οι δύο φίλες που γνωρίζονταν μια ολόκληρη ζωή, που δεν μπορούσαν η μία χωρίς την άλλη. Μερικές φορές οι τύψεις που ένιωθα όταν της έλεγα ψέματα με έπνιγαν, μου δημιουργούσαν έναν κόμπο στο λαιμό και δεν με άφηναν να ανασάνω. Γιατί όπως δεν μου άρεσε να μου λέει εκείνη ψέματα, δεν μου άρεσε να της λέω ούτε εγώ. Όλα για το τίμημα της ασφάλειας όμως. Αλλιώς θα της είχα πει τα πάντα χαρτί και καλαμάρι.
«Στείλε μου μήνυμα όταν φτάσεις εντάξει;» μου είπε δύο ώρες αργότερα καθώς αποχωριζόμασταν.
«Εντάξει, το ίδιο κι εσύ» της είπα και βάλθηκα να γυρίσω σπίτι. Είχα σκεφτεί να τηλεφωνήσω στον πατέρα μου να έρθει να με πάρει αλλά τελευταία στιγμή το ξανασκέφτηκα και δεν το έκανα. Άρχισα να περπατάω με το κρύο αεράκι να χτυπάει το πρόσωπό μου. Ήταν φθινόπωρο και οι αέρηδες είχαν αυξηθεί. Τύλιξα την πλεχτή μου ζακέτα γερά γύρω από το σώμα μου και επιτάχυνα το βήμα μου. Μύρισα την βροχή στον κρύο αέρα και κατσούφιασα. Έτσι όπως πήγαινε ο καιρός θα γινόμουν παπί στα επόμενα λεπτά.
Άκουσα βαριά βήματα πίσω μου και γύρισα αφηρημένη να κοιτάξω. Ο άντρας με κοίταξε με τα άγριά του μάτια και επιτάχυνε το βήμα του. Ενστικτωδώς έκανα το ίδιο σε σημείο που άρχισα να τρέχω. Έχε χάρη… Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει γρήγορα και εκείνη τη στιγμή άκουσα την τραχιά φωνή του.
«Ακίνητη» φώναξε από πίσω μου αλλά δεν υπάκουσα. Άρχισα να τρέχω ακόμα πιο γρήγορα.
Ο πυροβολισμός μου έκοψε την ανάσα. Τα πόδια μου πονούσαν από το τρέξιμο αλλά πίεσα τον εαυτό μου να συνεχίσει ενώ παράλληλα ναρωτήθηκα γιατί δεν πονούσα από τον πυροβολισμό. Τόλμησα να κοιτάξω πίσω και είδα τον άντρα λίγα μέτρα πίσω μου να με σημαδεύει. Αυτή τη φορά ούρλιαξα στον πυροβολισμό. Παρά τρίχα δεν με πέτυχε σοβαρά αλλά είχε καταφέρει να σκίσει το δέρμα του δεξιού μου μπράτσου. Ένιωσα τα δάκρυα να ξεχειλίζουν στα μάτια μου και με το αριστερό μου χέρι έπιασα το δεξί. Ο κεραυνός που άστραψε έστειλε ένα ρίγος στα σωθικά μου.
«Να πάρει» ψιθύρισα αλλά βγήκε πιο πολύ σαν λυγμός παρά σαν πρόταση. Άρχισα να μειώνω ταχύτητα με αποτέλεσμα ο άντρας να βρίσκεται όλο και πιο κοντά μου. Έστριψα στην πρώτη γωνία που βρήκα και χώθηκα στα στενάκια για να του ξεφύγω. Με ακολούθησε χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα. Μία ακόμα σφαίρα πέρασε ξυστά από δίπλα μου κάνοντάς με να πέσω στο έδαφος. Σηκώθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα αλλά βρήκα τον άντρα ακριβώς μπροστά μου. Μετά την μπουνιά που έστειλε στο πρόσωπό μου δεν θυμόμουν τίποτα.
Μόνο ότι ξύπνησα σε ένα σκοτεινό, κρύο δωμάτιο. Το κεφάλι μου πονούσε φρικτά, το ίδιο και το χέρι μου και όλο μου το σώμα. Προσπάθησα να σηκωθώ αλλά δεν κατάφερα πολλά πράγματα. Πονούσα αφόρητα και το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν πως την είχα βάψει άσχημα. Έψαξα για το κινητό στην τσέπη μου αλλά φυσικά μου το είχαν πάρει. Σύρθηκα μέχρι την πόρτα που ήταν κλειδωμένη και παρατήρησα πως η μόνη πηγή φωτός ήταν μια μικρή λάμπα καθώς το δωμάτιο δεν είχε ούτε παράθυρα. Δεν ήξερα καν αν ήταν μέρα ή νύχτα.
«Τώρα πάω. Έρχομαι σε λίγο» άκουσα την τραχιά φωνή απ’ έξω από την πόρτα και έκανα ένα βήμα πίσω. Όταν άνοιξε είδα τον ίδιο άντρα που με κυνηγούσε χθες.
«Βρε, βρε καλά ξυπνητούρια. Ελπίζω να είσαστε ευχαριστημένη από το δωμάτιο πέντε αστέρων που διαλέξαμε για εσάς» με ειρωνεύτηκε και τον κοίταξα άγρια «Τι δεν ήταν βολικό το κρεβάτι σας;» γέλασε αλλά δεν του απάντησα. Έσφιξα τα δόντια και περίμενα μέχρι που πέταξε κάτι προς το μέρος μου.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησα και παίρνοντάς το στα χέρια μου είδα ότι ήταν ένα ματωμένο μπουφάν.
«Φόρα το» μου είπε και τον αγριοκοίταξα.
«Ούτε κατά διάνοια» του αντιμίλησα και ήρθε προς το μέρος μου.
«Θα το φορέσεις θες δεν θες» είπε πιάνοντας με άγρια από τα χέρια και μου το φόρεσε με μεγαλύτερη ευκολία απ’ ότι μου άρεσε. Το αίμα φαινόταν φρέσκο και έντονο πάνω στο άσπρο μπουφάν.
«Άφησέ με» φώναξα αλλά με αγνόησε και με γύρισε για να μπορέσει να με κοιτάξει.
«Θα κάνεις ότι σου λέω. Τώρα κάτσε φρόνιμα γιατί έχουμε δουλειά να κάνουμε μαζί σου»
«Τι δουλειά;» ρώτησα καθώς με έσπρωχνε έξω από το δωμάτιο.
«Σε θέλω για να στείλω ένα όμορφο μηνυματάκι στο αφεντικό σου. Ελπίζω να έχεις διάθεση για ένα μικρό βιντεάκι» γέλασε. Εγώ προσπαθούσα να ξεφύγω από το κράτημά του αλλά ήταν άδικος κόπος. Ήταν απίστευτα δυνατός. Ή απλώς εγώ ήμουν απίστευτα αδύναμη.
«Που με πας;» τον ρώτησα μέσα από τα δόντια μου καθώς έβλεπα ότι κατευθυνόμασταν προς μια άλλη πόρτα.
«Δεν θα ήταν ωραίο αν προσθέταμε μερικά εφέ στο κινηματογραφικό σου ντεμπούτο;» είπε και ανοίγοντας την πόρτα με έβγαλε έξω από το σπίτι. Ο ουρανός ήταν σκοτεινός και ο αέρας φυσούσε τρελά. Σταγόνες νερού έπεφταν στο πρόσωπό μου παγώνοντάς με. Αποκλείεται να ήμουν κάπου κοντά στην πόλη. Κάτι που επιβεβαίωσα μόλις κοίταξα γύρω μου. Ήμασταν σε βουνό.
«Που είμαστε;» ψιθύρισα αλλά με αγνόησε.
«Λοιπόν γλυκιά μου. Ήρθε η ώρα να γνωρίσεις τον καμεραμάν» είπε αφήνοντάς με. Δεν είχε φόβο μήπως φύγω. Ήταν αρκετοί γύρω μου για να σταματήσουν το οποιοδήποτε βήμα μου. Ήταν μαυροντυμένοι, με μαύρα μάτια ή ουλές στα πρόσωπά τους. Τους κοίταξα όλους βλοσυρά. Στα αριστερά αναγνώρισα έναν από τους φύλακες της δεξίωσης. Τελικά είχα δίκιο. Το περίμεναν ότι ο μαφιόζος θα έκανε επίθεση. Αυτό που με προβλημάτιζε ήταν πως ο μαφιόζος δεν είχε προβλέψει πως κι εκείνοι ήταν τόσο οργανωμένοι όσο κι αυτός. Ίσως και περισσότερο. Στα δεξιά ήταν ο εκφωνητής της δεξίωσης. Αλίμονο αν δεν τον αναγνώριζα. Είχα μιλήσει μαζί του, είχα απομνημονεύσει το πρόσωπό του. Με έπιασε να τον κοιτάω και μου χαμογέλασε κοροϊδευτικά. Καθόταν στο έδαφος με τους υπόλοιπους και γελάγανε εις βάρος μου.
«Ναταλία… Ή μάλλον πρέπει να πω Ζωή. Ποιο προτιμάς καλύτερα;» φώναξε προς το μέρος μου και αναστέναξα.
 Όλοι αυτοί ήθελαν το κακό μου. Εκείνη τη στιγμή πραγματικά ευχόμουν να είχα κάποιον γνωστό δίπλα μου. Ήθελα κάποιον που νοιαζόταν για μένα.
«Γεια σου Ζωή. Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω»
Ή μάλλον τον είχα. Αλλά όχι με τον τρόπο που εγώ ήθελα.
«Ερμή» είπα μέσα από τα δόντια μου και μου χάρισε ένα τεράστιο χαμόγελο.
«Όχι ακριβώς. Θα προτιμούσα να με αποκαλούσες Αντρέα αν δεν σε πειράζει»
«Τι;» τον κοίταξα μπερδεμένη και χασκογέλασε ξανά.
«Δεν πιστεύω να νόμιζες ότι θα σου έλεγα το πραγματικό μου όνομα» σχολίασε και ένιωσα την ανάγκη να ουρλιάξω. Το ήξερα πως δεν έπρεπε να τον εμπιστευτώ. Να πάρει «Λοιπόν ώρα για δουλειά. Μου επιτρέπεις;» ρώτησε πλησιάζοντάς με και τον κοίταξα μπερδεμένη. Για ποιο πράγμα μου ζητούσε άδεια;
Μόνο τότε είδα το μαχαίρι στο χέρι του.

Θεοδώρα Σέρβου


Περιεχόμενα: