Αλήθεια ή Ψέματα (Κεφάλαιο 9)

«Δεν θα πονέσει πολύ. Το ορκίζομαι» είπε χαμογελώντας και του έριξα ένα άγριο βλέμμα.
«Το ήξερα πως δεν έπρεπε να σε εμπιστευτώ» του είπα και με πλησίασε νωχελικά.
«Πολύ αργά» απάντησε και φώναξε έναν από τους παρευρισκόμενους «Στο λαιμό» του έδωσε το μαχαίρι και πήρε θέση πάλι πίσω στην κάμερα.
«Έλα κουκλίτσα ώρα να σε σημαδέψουμε» είπε ο μαυροντυμένος φίλος του Ερμή και με έσπρωξε πιο μπροστά στην κάμερα.
«Πάμε» φώναξε ο Ερμής και ξαφνικά μπροστά μου εμφανίστηκε ο άντρας που με είχε κυνηγήσει το προηγούμενο βράδυ.
«Δεν με ακούς. Και ξέρεις ότι όταν κάνεις λάθος κινήσεις και με αμφισβητείς εσύ είσαι ο χαμένος στην υπόθεση» είπε προς την κάμερα και μετά με κοίταξε πονηρά «Βλέπεις τι έκανες; Τώρα εξαιτίας σου το όμορφό της πρόσωπο θα χαλάσει. Τι κρίμα» είπε ειρωνικά και παίρνοντας το μαχαίρι από το χέρι του άντρα που με κρατούσε, το μετακίνησε από το λαιμό μου στο μάγουλό μου «Βλέπεις δεν είχα λόγο να το κάνω αυτό αλλά μπορώ να πω ότι… πρέπει ίσως να σε ευχαριστήσω. Μου έδωσες έναν ωραίο τρόπο διασκέδασης» πίεσε το μαχαίρι στο μάγουλό μου κόβοντάς με. Δάγκωσα τα χείλη μου χωρίς να κοιτάω την κάμερα. Ένιωσα τα δάκρυα να συσσωρεύονται στα μάτια μου γι’ αυτό και τα έκλεισα δυνατά. Δεν θα του έδινα την ευχαρίστηση να με δει να κλαίω. Το αίμα άρχισε να ρέει από το μάγουλό μου και κύλισε μέχρι κάτω στο λαιμό μου, δημιουργώντας μια κόκκινη, γυαλιστερή γραμμή πάνω στο δέρμα μου.
«Δεν θα πετύχεις τίποτα με αυτό» είπα κοιτώντας τον άγρια. Χωρίς καμιά προειδοποίηση το μαχαίρι βρέθηκε ακριβώς πάνω στον λαιμό μου, πιέζοντάς τον σε σημείο απίστευτου πόνου.
«Έτσι νομίζεις;?» είπε και κοίταξε πάλι την κάμερα άγρια.
«Την θες πίσω; Θα πρέπει να πληρώσεις. Κανείς δεν με απειλεί χωρίς να υποστεί τις συνέπειες» έτεινε το ματωμένο μαχαίρι προς την κάμερα και το μόνο που πρόλαβα να δω πριν πέσω στο έδαφος ήταν το χέρι του να με σπρώχνει κάτω. Μαύρα… Τα έβλεπα όλα μαύρα. Είχα χτυπήσει κάπου το κεφάλι μου, και όλα ήταν…
«Έι ξύπνα» ένιωσα κάποιον να με σκουντάει και άνοιξα με δυσκολία τα μάτια μου. Ο Ερμής. Ή Αντρέας. Τέλος πάντων αυτός.
«Που είμαι; Τι κάνεις εσύ εδώ;»
«Που περίμενες να είσαι; Φαίνεται όταν χτύπησες το κεφάλι σου είχες κι άλλες απώλειες εκτός του να χάσεις τις αισθήσεις σου» είπε και τον κοίταξα βλοσυρά «Τέλος πάντων. Άκουσε με προσεχτικά. Να είσαι φρόνιμη. Να μην αντιμιλάς γιατί δεν το ‘χουν σε πολύ να σε σκοτώσουν»
«Κι εσένα τι σε νοιάζει;» του είπα εκνευρισμένη, με το κεφάλι μου να γυρίζει. Δεν μου απάντησε αλλά καθώς άνοιξε την πόρτα για να βγει έξω, γύρισε και με κοίταξε μια τελευταία φορά πριν το σκότος περικλύσει και πάλι το δωμάτιο.
«Ηλίθιε» μουρμούρισα ακουμπώντας στον κρύο τοίχο. Το μάγουλό μου έτσουζε και όταν το ακούμπησα ένιωσα κάτι τραχύ. Ξεραμένο αίμα. Καταπληκτικά. Σκέφτηκα τις εναλλακτικές μου προσεχτικά. Μία λύση ήταν να περιμένω πίσω απ’ την πόρτα και μόλις άνοιγε να έβγαινα έξω τρέχοντας αλλά σωστά… Είχα ξεχάσει ότι δεν ήμουν σε χολιγουντιανή ταινία όπου ο καλός της υπόθεσης μπορούσε να ξεγελάσει τους κακούς τόσο εύκολα. Η άλλη λύση ήταν να περιμένω μέχρι την επόμενη φορά που θα με έβγαζαν έξω και με κάποιο τρόπο να τους ξέφευγα. Μάτριξ ένα πράγμα. Καμία ελπίδα. Πάντως το να καθόμουν εκεί άπραγη το απέκλεια κατηγορηματικά και χωρίς δεύτερη σκέψη.
Αναρωτήθηκα τι θα έκαναν οι γονείς μου και τα αδέρφια μου τη δεδομένη χρονική στιγμή που εγώ έλειπα. Θα είχαν φρικάρει τελείως. Μπορεί και να είχαν πιαστεί στα χέρια με το μαφιόζο γιατί δεν είχε υπολογίσει τα πράγματα σωστά. Ίσως να είχαν κάνει συμμαχία για να με σώσουν. Ή μπορεί και να μην έκαναν τίποτα και να το είχαν αφήσει το όλο θέμα στα χέρια του μαφιόζου και μόνο. Την είχα βάψει άγρια. Άμα το μόνο μέσο που είχα να ξεφύγω από το μαρτύριο που περνούσα ήταν ο μαφιόζος μπορεί και να μην έφευγα ποτέ από εδώ. Στο κάτω-κάτω μπορεί να είχε βλέψεις για εμένα αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι θα δεχόταν να πληρώσει για την πάρτη μου όταν το μόνο που τον ένοιαζε ήταν πως θα κέρδιζε και όχι πως θα έχανε λεφτά. Μου έλειπαν. Μου έλειπαν οι γκρίνιες και οι τσακωμοί, οι παρεξηγήσεις και τα παράπονα, ακόμα και τα ψέματα. Ακόμα κι αυτά μου έλειπαν. Μου έλειπε η οικογένειά μου, η Λυδία. Και ο Μάξιμος. Μου έλειπε πολύ. Ευχόμουν να ήταν δίπλα μου να με κρατούσε στην αγκαλιά του έτσι όπως ακριβώς είχε κάνει πολλές φορές τον τελευταίο μήνα. Άραγε να είχε μπλεξίματα κι εκείνος; Ανησυχούσε καθόλου για μένα;
Η επόμενη φορά που βγήκα έξω ήταν μετά από τρεις μέρες. Ή έτσι τουλάχιστον μου φάνηκε εμένα με βάση το πόση φασαρία έκαναν απ’ έξω οι μαυροντυμένοι. Συνήθως το μεσημέρι και βράδυ γινόταν ο πανικός με ενδιάμεσες παύσεις ηρεμίας νωρίς το πρωί που τελείωνε η βραδινή τρέλα και το μεσημεράκι. Όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε φως ήξερα ότι ήταν νωρίς το απόγευμα. Ο Ερμής ήρθε προς το μέρος μου με ένα πιάτο στο χέρι του και το άφησε μπροστά μου.
«Κανονικά δεν επιτρέπεται να σε ταΐζουμε αλλά σκέφτηκα ότι δεν θα το μάθει κανείς αφού έχουν πέσει για ύπνο» είπε και κάθισε δίπλα μου. Τον κοίταξα καλά-καλά. Τι ακριβώς έκανε; «Αν έχεις σκοπό να το φας κάν’ το γρήγορα γιατί πρέπει να κρύψω τα αποδεικτικά στοιχεία» χαμογέλασε και σήκωσα το δεξί μου φρύδι. Παρ’ όλα αυτά πήρα το σάντουιτς στα χέρια μου και έφαγα μια μπουκιά. Πριν καταπιώ σούφρωσα τα φρύδια μου.
«Δεν έχεις βάλει κάποιο είδος αναισθητικού ή δηλητηρίου εδώ μέσα ε;» ρώτησα και μισογέλασε.
«Όχι» απάντησε και κατάπια «Δηλαδή και να έβαζα πιστεύεις πραγματικά ότι θα στο έλεγα;» είπε και τον κοίταξα γουρλώνοντας τα μάτια «Ω έλα τώρα πλάκα κάνω» είπε προσπαθώντας να συγκρατήσει τα γέλια του και δάγκωσα τα χείλη μου «Τρώγε τελειώνει ο χρόνος» με επέπληξε και υπάκουσα κάπως διστακτικά. Η ησυχία ήταν χαλαρωτική αν παίρναμε υπόψη πόσο αηδιαστικά φασαριόζοι ήταν οι απαγωγείς μου. Η πόρτα παρέμεινε ανοιχτή καθ’ όλη τη διάρκεια της επίσκεψης του Ερμή αλλά φυσικά δεν είχα καμιά ευκαιρία να ξεφύγω. Άλλη μια χαμένη ευκαιρία. Την ώρα που ήμουν έτοιμη να φάω την τελευταία μου μπουκιά άκουσα μια φωνή και βήματα να κατευθύνονται προς το μέρος μας.
«Αντρέα; Που είσαι;»
Με μιας ο Ερμής/Αντρέας μου πήρε την μπουκιά κυριολεκτικά από το στόμα και έκανε πιο πέρα. Όταν ο φίλος του έφτασε στην ανοιχτή πόρτα έβαλε την μπουκιά μου στο στόμα του και με κοίταξε ειρωνικά ενώ του έριξα μια άγρια ματιά. Ει! Αυτή ήταν η τελευταία μου δύναμη!
«Τι κάνεις εδώ;» τον ρώτησε σαστισμένος ο φίλος του και χαμογέλασε.
«Παίζω. Ήθελα να σπάσω λίγο τα νεύρα της φιλοξενούμενης μας»
«Δεν πιστεύω να της έδωσες να φάει» τον κοίταξε καλά-καλά και ο Ερμής γύρισε τα μάτια του προς τα επάνω.
«Για τρελό με περνάς; Σιγά μην μοιραστώ το φαγητό μου μαζί της» σηκώθηκε αφήνοντας το πιάτο και με ένα περιπαιχτικό τόνο γύρισε προς εμένα «Μπορείς να φας τα ψίχουλα αν θες» είπε και γελώντας και οι δύο βγήκαν από το δωμάτιο, αφήνοντάς με μόνη μου. Πραγματικά αυτός ο άνθρωπος είχε βάλει σκοπό να με τρελάνει. Από τη μία μου έπαιζε τον φίλο ενώ από την άλλη τον εχθρό μου. Λίγες ώρες μόνο αργότερα ακολούθησε η έξοδός μου από το δωμάτιο κράτησής μου αυτή τη φορά όμως ήρθε να με πάρει ένας εντελώς άγνωστός μου.
«Έλα καιρός για καθαρό αέρα» είπε αν και βασικά ο καθαρός αέρας που εννοούσε εκείνος ήταν διαφορετικός από αυτό που εννοούσα εγώ. Γιατί σίγουρα καθαρός αέρας δεν σήμαινε για εμένα παγετός και βροχή.
«Καλώς την» με υποδέχτηκε ο κυνηγός μου και κατσούφιασα.
«Κι άλλο βίντεο;» ρώτησα βαριεστημένα και με κοίταξε περιπαιχτικά.
«Κουράστηκες γλυκιά μου;» είπε και αναστέναξα.
«Τι έγινε; Ακόμα να καταλάβεις ότι όσο λεφτά και να του ζητήσεις δεν πρόκειται να ενδιαφερθεί για μένα;»
«Μα κάνεις λάθος. Τα λεφτά μου είναι ήδη στο δρόμο τους»
«Τι έκανε λέει;» ρώτησα και κούνησε το κεφάλι του.
«Πίστευες ότι δεν θα τα έδινε; Μα γλυκιά μου, η ψύχωσή του μαζί σου είναι τόσο δυνατή που θα έκανε τα πάντα για να σε πάρει πίσω»
«Αλήθεια; Και πως είσαι σίγουρος ότι δεν μπλοφάρει;»
«Δεν τον συμφέρει»
“Και τώρα τι;» ρώτησα σταυρώνοντας τα χέρια μου μπροστά από το στήθος μου.
«Τώρα… όταν έρθουν τα λεφτά στα χέρια μου, είσαι ελεύθερη να φύγεις»
«Τόσο εύκολα» σήκωσα το δεξί μου φρύδι και τον είδα να χαμογελάει πονηρά. Μα φυσικά και δεν θα έφευγα τόσο εύκολα αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να μου αποκαλύψει τι ακριβώς θα συνέβαινε.
«Μην φοβάσαι δεν θα αργήσει η ώρα της απελευθέρωσής σου» είπε γυρίζοντάς μου την πλάτη και φαντάστηκα το σαρκαστικό χαμόγελο στα χείλη του. Και μετά παραπονιόμουν ότι μόνο ο Μάξιμος είχα σαρκαστικό χαμόγελο. Το δικό του μπροστά σε αυτό του διώκτη μου ήταν παραδείσιο. Μην ξέροντας τι να κάνω κάθισα στο έδαφος μακριά από τους διώκτες μου. Ο Ερμής δεν φαινόταν πουθενά και το ένιωθα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Πολλή ησυχία και κακό είχε πέσει. Κανείς δεν με ενοχλούσε αλλά με είχαν αφήσει έξω από την φυλακή μου παρόλο που θα μπορούσαν να περιμένουν μέχρι να πάρουν τα λεφτά τους. Ξαφνικά ένας από τους φύλακες της εκδήλωσης ήρθε και έκατσε δίπλα μου. Τον κοίταξα απορημένη αλλά δεν εξήγησε το λόγο της άφιξής του.
«Αν μπορούσες αυτήν εδώ τη στιγμή να φύγεις πως θα γύριζες πίσω;» ρώτησε και τον κοίταξα έκπληκτη.
«Τι εννοείς;»
«Δεν θα φοβόσουν μην χαθείς στο δρόμο; Το βουνό είναι τεράστιο και μπορείς πολύ εύκολα να χαθείς»
«Όχι άμα πάρω τον κεντρικό δρόμο που περνάνε αυτοκίνητα» απάντησα με έμφαση για να του δείξω ότι η δήλωσή του ήταν χαζή. Έκανε μια γκριμάτσα κουνώντας το κεφάλι του και έφυγε μουρμουρίζοντας.
«Μπορεί, μπορεί και όχι»
«Ότι πεις» είπα γυρνώντας τα μάτια μου ειρωνικά προς τα πάνω και είδα ένα αυτοκίνητο να ανεβαίνει την ανηφόρα του δρόμου. Γούρλωσα τα μάτια μου όταν πάρκαρε και από το αυτοκίνητο βγήκε ένας άντρας με μια τεράστια μαύρη βαλίτσα στα χέρια του. Τα λεφτά είχαν έρθει. Αυτό σήμαινε ότι ήμουν ελεύθερη να φύγω;
«Πολύ καλά. Είναι όλα εδώ. Λοιπόν κουκλίτσα» είπε ο κυνηγός μου με γυρισμένη την πλάτη «έχεις τρία δευτερόλεπτα να αρχίσεις να τρέχεις όσο πιο γρήγορα μπορείς γιατί άσχετα απ’ το γεγονός ότι μου έδωσε τα χρήματα αυτό δεν σημαίνει ότι θα σε αφήσω τόσο εύκολα να φύγεις. Έτοιμη;» παρατήρησα και τους άλλους μαυροφορεμένους να μου έχουν γυρισμένη την πλάτη και πανικοβλήθηκα. Ουσιαστικά μου είχαν αποκλείσει την διέξοδο από τον κεντρικό δρόμο. Έπρεπε να πάω μέσα από το δάσος. Άρχισα να τρέχω πριν ακόμα ακούσω τον διώκτη μου να μετράει αντίστροφα. Πήγα από την πίσω μεριά του σπιτιού κι ας ήξερα ότι θα μου κόστιζε σε χρόνο. Έπρεπε να κάνω έναν μικρό κύκλο για να σιγουρευτώ ότι δεν θα έβρισκαν αμέσως τα ίχνη μου.
«Είσαι τρελή; Θα σε πιάσουν» άκουσα από δίπλα μου και ο Ερμής βάλθηκε να τρέχει δίπλα μου. Προσπάθησα να τρέξω πιο γρήγορα για να τον αποφύγω αλλά με έφτασε με ευκολία «Δεν έπρεπε να έρθεις από εδώ»
«Τι ακριβώς κάνεις μου λες;» ρώτησα λαχανιασμένη καθώς έτρεχα με όλες μου τις δυνάμεις. Φτάσαμε σε μια μεγάλη κατηφόρα και μείωσα το ρυθμό μου για να μην αρχίσω να κατρακυλάω.
«Σε βοηθάω;» απάντησε και τον κοίταξα μπερδεμένη.
«Όχι αυτή τη φορά δεν θα μου τη φέρεις να πάρει η ευχή δεν σε ξαναεμπιστεύομαι» τον έσπρωξα και παραλίγο να πέσει αλλά ξαναβρήκε την ισορροπία του.
«Ζωή τι λες; Τόσο καιρό σε βοηθάω είσαι σοβαρή;» μου έπιασε το μπράτσο καθώς τρέχαμε και προσπάθησα να τον απομακρύνω.
«Με δουλεύεις; Ήσουν με τους εχθρούς και μου ζητάς και τα ρέστα;» φώναξα και μου έκανε σήμα να σταματήσω να φωνάζω. Μάλλον οι διώκτες μου είχαν φτάσει αρκετά κοντά. Ο εγκέφαλός μου τσίριζε καθώς ο πόνος στα πόδια μου συνεχιζόταν ακατάπαυστα κάνοντας με να σκοντάψω. Ευτυχώς με έπιασε ο Ερμής.
«Δεν ξέρεις τίποτα έτσι; Δεν σου είπε τίποτα;» είπε όσο πιο σιγά γινόταν και συνέχισα να τρέχω χωρίς να του απαντήσω «Δεν σου είπε τίποτα ο πατέρας σου;»
«Σαν τι να μου πει δηλαδή;» τον ρώτησα κουρασμένη και καταϊδρωμένη.
«Με προσέλαβε να σε προσέχω. Εδώ και μήνες»
Σταμάτησα να τρέχω απότομα. Τον είδα να σταματάει μπερδεμένος και τον κοίταξα έκπληκτη «Εσύ είσαι ο εμπιστευτικός του;» όχι ο Μάξιμος. Δεν ήταν ο Μάξιμος ο εμπιστευτικός του. Είχα κάνει λάθος;
«Μην σταματάς να τρέχεις» με πήρε από το χέρι και αρχίσαμε να τρέχουμε πάλι «Ναι εγώ είμαι. Γι αυτό και με είδες και στη δεξίωση» να τα μας! Το μυστήριο λύθηκε.
«Και τότε γιατί μας πρόδωσες;» τον ρώτησα λαχανιασμένη και με κοίταξε έντονα.
«Βλέπεις να σε έχω προδώσει; Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε και οι δύο στον ίδιο κίνδυνο. Έγινα μέλος της ομάδας με ψεύτικο όνομα για να ξέρω ότι είσαι καλά και τώρα σε βοηθάω να ξεφύγεις. Αυτό το θεωρείς προδοσία; Γιατί εγώ το θεωρώ αυτοκτονία. Έχε χάρη που χρωστάω στον πατέρα σου» είπε σχεδόν εκνευρισμένος και δάγκωσα τα χείλη μου.
«Δηλαδή σε λένε όντως Ερμή;»
«Πραγματικά αυτό είναι το μόνο που έχεις να πεις για όλα αυτά που σου είπα;» ρώτησε και τον κοίταξα με νόημα «Ναι αν σε παρηγορεί αυτό είναι το όνομά μου, το Αντρέας ήταν ψεύτικο»
«Ο Μάξιμος ήξερε για εσένα;» τον ρώτησα ξανά και με τράβηξε για να τρέξω πιο γρήγορα.
«Το αγόρι σου; Όχι δεν νομίζω»
«Δεν είναι το αγόρι μου» ψιθύρισα αλλά φυσικά δεν ακούστηκε καν μέσα στην φασαρία του ανέμου που είχε αρχίσει να γίνεται όλο πιο κρύος και δυνατός.
«Πως θα ξεφύγουμε από εδώ;» φώναξα και για πρώτη φορά κοίταξα πίσω μου. Μια αίσθηση ντεζαβού με διαπέρασε καθώς είδα δύο μαυροντυμένους σε μακρινή απόσταση πίσω μας και καμιά δεκαριά από πίσω. Μόνο που τώρα δεν είχα όπλο για να τους σταματήσω και ήμουν απίστευτα κουρασμένη «Ερμή» είπα κοιτάζοντας πίσω και όταν έκανε κι εκείνος το ίδιο τον άκουσα να βρίζει. Ξαναγύρισα να κοιτάξω πίσω και ένιωσα τον Ερμή να μου σφίγγει το χέρι.
«Μην σταματάς. Προχώρα» φώναξε και κοίταξα πάλι μπροστά μου προλαβαίνοντας να αποφύγω ένα δέντρο. Ο παγωμένος αέρας χτύπησε το πρόσωπό μου κάνοντάς με να κατσουφιάσω γιατί γέμισε τα μάτια μου δάκρυα. Να πάρει δεν υπήρχε περίπτωση να ξεφύγουμε. Στο δευτερόλεπτο βρέθηκα να ουρλιάζω γιατί είχαμε αρχίσει να κατρακυλάμε από μια απότομη πλευρά του βουνού. Πιάστηκα όσο πιο δυνατά μπορούσα από τον Ερμή αλλά δεν καταφέραμε να μείνουμε πιασμένοι. Όταν χτύπησα στο έδαφος βρέθηκα δύο μέτρα μακριά του. Είδα τους διώκτες μας να κατρακυλούν κι εκείνοι αλλά με μεγαλύτερη ευκολία και ευκινησία απ’ ότι εμείς. Ο Ερμής βρέθηκε στο δευτερόλεπτο δίπλα μου και με σήκωσε για να αρχίσουμε να τρέχουμε και πάλι.
«Δεν μπορώ άλλο» είπα λαχανιασμένη προσπαθώντας να πάρω ανάσα.
«Λίγο ακόμα» είπε ο Ερμής καθώς με τράβαγε. Έσυρα τα πόδια μου όσο μπορούσα και δεν χρειάστηκα καμιά ώθηση στο να σταματήσω όταν άκουσα τον πυροβολισμό από πίσω μας. Δεν ήμουν η μόνη που είχε σταματήσει. Μου πήρε ένα λεπτό να συνειδητοποιήσω τι συνέβαινε.
«Προχώρα» είπε ψιθυριστά ο Ερμής και πρόσεξα την ματωμένη κίτρινη μπλούζα του. Το ουρλιαχτό που ακολούθησε ήταν παράξενο σαν να μην προερχόταν από το στόμα μου «Τρέχα σε παρακαλώ» είπε πέφτοντας στο έδαφος και πήγα να τον ακολουθήσω αλλά ένα χέρι με εμπόδισε.
«Να πάρει Ζωή τρέχα τι κάθεσαι;» άκουσα μια φωνή από πίσω μου αλλά την αγνόησα και προσπάθησα να πιάσω τον Ερμή. Μπορεί να έφταιγε η θολούρα από τα δάκρυα στα μάτια μου ή και το γεγονός ότι τα πόδια μου είχαν παραλύσει αλλά ξαφνικά βρέθηκα μακριά από τον Ερμή. Κάποιος με κουβαλούσε. Προσπάθησα να ελευθερωθώ με λυγμούς αλλά το μόνο που απέσπασα από τον άντρα που με κρατούσε ήταν ένα πιο σφιχτό κράτημα «Σταμάτα. Θα μας πιάσουν» είπε και ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μου για να καθαρίσω τη θολούρα είδα δύο σκούρα μάτια να με κοιτάνε. Φτάσαμε σε ένα αυτοκίνητο και όταν με έβαλε στη θέση του συνοδηγού μπήκε αμέσως στη δικιά του και άρχισε να οδηγάει με μανία. Προσπάθησα να βάλω τη ζώνη μου αλλά τα χέρια μου έτρεμαν κι έτσι τα παράτησα. Τον κοίταξα λες και τον έβλεπα για πρώτη φορά. Κοίταζε συνεχόμενα τον καθρέφτη για να δει αν μας ακολουθούσαν αλλά εγώ δεν έβλεπα κανέναν από πίσω.
«Πέθανε;» ρώτησα σιγά και με κοίταξε γλυκά.
«Δεν ξέρω» ήταν το μόνο που απάντησε και τότε ξέσπασα σε λυγμούς. Σταμάτησε το αυτοκίνητο στον κεντρικό και αμέσως με πήρε στην αγκαλιά του. Όπως όλες τις άλλες φορές «Ηρέμησε καρδιά μου, πάει πέρασε» μου χάιδεψε τα μαλλιά και προσπάθησα να ηρεμήσω.
«Φοβήθηκα τόσο πολύ» του είπα περνώντας τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του φέρνοντάς τον κοντά μου.
«Το ξέρω ζωή μου. Ηρέμησε. Τώρα είσαι ασφαλής» μου είπε και ακούμπησε τα χέρια του στις δύο μεριές του προσώπου μου. Δεν δίστασα και έφερα τα χείλη μου πάνω στα δικά του αναζητώντας παρηγοριά. Συνέχισε το φιλί μεταφέροντας τα χέρια του στη μέση μου και όταν πια είχα ξεμείνει από οξυγόνο με άφησε και ακούμπησε τα χείλη του στο μέτωπό μου «Πάμε σπίτι» μου είπε χαϊδεύοντας το μάγουλο και ξαναέπιασε το τιμόνι στα χέρια του. Δεν αργήσαμε να φτάσουμε σπίτι. Με το που βγήκα από το αυτοκίνητο είδα τον πατέρα μου να με περιμένει στην πόρτα και έτρεξα στην αγκαλιά του.
«Μπαμπά» ψιθύρισα καθώς με πήρε στην αγκαλιά του και με έβαλε μέσα στο σπίτι.
«Ζωή» άκουσα τη ραγισμένη φωνή της μητέρας μου και έτρεξε κι αυτή προς το μέρος μου. Στο δευτερόλεπτο είχαν έρθει κοντά και τα αδέρφια μου και γύρισα να τους κοιτάξω. Η Ελευθερία έκλαιγε το ίδιο κι ο Κίμωνας αλλά ο Μάρκος ήταν πιο ήρεμος. Ανακουφισμένος.
«Έλα εδώ μικρή» με πήρε στην αγκαλιά του και με έπιασαν τα κλάματα.
«Τι έγινε;» άκουσα τον πατέρα μου και άκουσα τη φωνή του Μάξιμου να εξηγεί πως με βρήκε.
«Πέθανε;» ρώτησε για τον Ερμή αλλά ο Μάξιμος κούνησε το κεφάλι του δείχνοντάς του ότι δεν ήξερε.
«Που τον πυροβόλησαν;» απεύθυνε την ερώτηση σε εμένα αλλά όσο κι αν προσπαθούσα να θυμηθώ δεν μπορούσα.
«Όπως και να χει και να μην πέθανε τότε σίγουρα θα τον βρήκαν τα τσιράκια και θα τον αποτελείωσαν» είπε ο πατέρας μου ψυχρά προκαλώντας μου ακόμα ένα κύμα δακρύων και αναφιλητών. Με έβαλαν να κάτσω στον καναπέ και η μητέρα μου, μου έφερε ένα ποτήρι νερό. Χάιδεψε τα μαλλιά μου και με κοίταξε ανήσυχη. Ξανασηκώθηκε για να χαθεί στην κουζίνα αλλά εμφανίστηκε ξανά έχοντας στα χέρια της βαμβάκι και κάτι άλλα πράγματα για να μου περιποιηθεί την πληγή στο μάγουλο. Όταν τελείωσε πήρε το χέρι μου στα δικά της και μου χαμογέλασε.
«Να σου φτιάξω κάτι να φας, πρέπει να πεινάς» είπε αλλά απλώς κούνησα το κεφάλι. Δεν είχα όρεξη για τίποτα απολύτως. Κατέληξα ξαπλωμένη στον καναπέ με μια κουβέρτα με τον Μάξιμο να με κρατάει στην αγκαλιά του και τον πατέρα μου να πηγαινοέρχεται πάνω κάτω στο καθιστικό κάνοντας τηλέφωνα για να ενημερωθεί για τον Ερμή αλλά και τα άλλα τσιράκια.
«Τα λεφτά παραδόθηκαν άρα δεν έχουν άλλο λόγο να σε κυνηγήσουν. Και το προηγούμενο κυνήγι ήταν καθαρά για εκφοβισμό. Τον Ερμή τον πυροβόλησαν απλώς επειδή τους είχε προδώσει» μου είπε ο Μάξιμος και ακούμπησα το κεφάλι του στον ώμο μου. Έφερε την κουβέρτα πιο πάνω μέχρι το πιγούνι μου και βολεύτηκα καλύτερα στην αγκαλιά του.
«Σε ευχαριστώ» του ψιθύρισα και μου χαμογέλασε.
«Για πιο πράγμα;»
«Γιατί με έσωσες» γύρισα να τον κοιτάξω αλλά κούνησε το κεφάλι του.
«Ο Ερμής σε έσωσε όχι εγώ, όσο κι αν θα το ήθελα»
«Άμα δεν με έπαιρνες σηκωτή από εκεί πέρα θα με είχαν σκοτώσει»
«Δεν θα σε χτύπαγαν. Τους είδα, πρόλαβα και τους είδα. Άμα ήθελαν να σε σκοτώσουν θα το είχαν ήδη κάνει. Βάζω το χέρι μου στη φωτιά» είπε και από αντίδραση και μόνο πήρα το χέρι του μέσα στα δικά μου κάνοντάς τον να γελάσει «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μου έλειψες» είπε ακουμπώντας το μέτωπό του στο δικό μου.
«Ήρεμα εσείς οι δύο εκεί» άκουσα τον πατέρα μου από πίσω μας και μισοχαμογέλασα.
«FBI εν δράση» μουρμούρισα και γελάσαμε «Κι εμένα μου έλειψες» του χαμογέλασα. Πήγε να πει κάτι αλλά εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι. Αμέσως πετάχτηκα και ένιωσα το χέρι του Μάξιμου πάνω στο δικό μου. Κοιταχτήκαμε και είδα τον πατέρα μου να πλησιάζει την πόρτα. Ακολούθησε η μητέρα μου και σηκώθηκα κι εγώ τρομαγμένη. Ωστόσο η κραυγή που άφησε η μητέρα μου όταν άνοιξαν την πόρτα με τρόμαξε πιο πολύ από το θέαμα που είχα μπροστά μου.
Ήταν ο μαφιόζος και παρόλο που γενικά η παρουσία του δεν μου φαινόταν πλέον τόσο τρομακτική και φοβερή όσο ήταν λίγο καιρό πριν, εκείνη την στιγμή με έκανε κι εμένα να θέλω να ουρλιάξω. Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα και απλανή αλλά ταυτόχρονα και άγρια. Δεν ήταν αυτό που με τρόμαξε τόσο πολύ. Αυτό που με τάραξε και έκανε την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά ήταν πως βρισκόταν στο έδαφος ακουμπισμένος στο κατώφλι μας. Με μια σφαίρα στην καρδιά.
«Μου κάνεις πλάκα» ψιθύρισα και ήταν το μόνο που πρόλαβα να κάνω πριν έρθει το μεγάλο ξέσπασμα.

Θεοδώρα Σέρβου

Περιεχόμενα: