Αλήθεια ή Ψέματα (Κεφάλαιο 1)

Ένιωσα τον πόνο στο δεξί μου μάγουλο, πριν ακόμα η ανάστροφη της παλάμης του προλάβει να με ακουμπήσει. Άλλωστε δεν ήταν και η πρώτη φορά που γινόταν αυτό. Μερικές φορές το να με ταπεινώνει δεν ήταν αρκετό γι' αυτόν. Εξ' ου και η παρούσα ενέργεια. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα απ’ τον πόνο, αλλά προσπάθησα να συγκρατηθώ. Το να κλάψω μπροστά του δεν θα με ωφελούσε σε τίποτα, θα έκανε μάλιστα τα πράγματα πολύ χειρότερα. Γιατί παρ’ όλη τη σκοτεινή ατμόσφαιρα του υπογείου και το χαμηλό, απειλητικό φωτισμό, εκείνος μπορούσε να διακρίνει τα πάντα. Με ήξερε τόσο καλά… όλους μας ήξερε. Και γι’ αυτό όλοι τον φοβόντουσαν. Γι’ αυτό μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε, χωρίς κανείς να του σταθεί εμπόδιο. Γιατί όποιος είχε μπλεξίματα μαζί του ,δεν γλίτωνε εύκολα από τα βρώμικα χέρια του. 
«Δεν είναι η πρώτη φορά που με απογοητεύεις, το ξέρεις κι εσύ αυτό».
Η βαριά φωνή του έστειλε ρίγη στη ραχοκοκαλιά μου. Μιλούσε πάντα με τόσο μίσος και δηλητήριο στη χροιά του.
«Τελευταία ευκαιρία, Ζωή. Το καλό που σου θέλω...» με προειδοποίησε και απλώς έγνεψα ως απάντηση. Άλλωστε, τι άλλο θα μπορούσα να κάνω; Αφού ό,τι και να έκανα δεν ήταν ποτέ αρκετό.
Κάνοντας δύο βήματα πίσω, έφυγα απ’ το μουχλιασμένο δωμάτιο χωρίς να περιμένω να μου πει τίποτα άλλο. Έκλεισα την ετοιμόρροπη πόρτα πίσω μου και προχωρώντας στο σκοτεινό διάδρομο, προσπέρασα μερικά απ’ τα τσιράκια του χωρίς να τους κοιτάξω. Ήμουν σίγουρη ότι το χτύπημα του θα είχε αφήσει ένα άσχημο, κόκκινο σημάδι στο πρόσωπό μου, αλλά περνώντας μπροστά απ’ τον σκουριασμένο καθρέφτη, διέκρινα μόνο μια αμυδρή κοκκινίλα. Πάλι καλά. Θα μπορούσε να ήταν πολύ χειρότερα.
«Ζωή» άκουσα το όνομά μου και κοντοστάθηκα. Την ήξερα αυτή τη φωνή. Όταν ένιωσα κάποιον να με αγγίζει στον ώμο, γύρισα απότομα κάνοντας ένα βήμα πίσω «Τι έγινε εκεί μέσα;»
Κοίταξα τον άντρα που μου μιλούσε καλά-καλά. Ήταν ένα απ’ τα τσιράκια, του οποίου το όνομα μου διέφευγε συνεχώς. Όχι ότι είχε σημασία. Και μόνο ότι συσχετιζόταν μαζί του ήταν αρκετό για να με γεμίσει μίσος για το πρόσωπό του.
«Τι σε νοιάζει εσένα;» τον ρώτησα και είδα το σαρδόνιο χαμόγελό του στο αμυδρό φως.
«Ω, έλα τώρα, λες και δεν θα μάθω… Αλλά πεθαίνω από την αγωνία. Του έδωσες αυτό που ήθελε;»
«Δεν θα σου δώσω λογαριασμό. Να κοιτάς την δουλειά σου» του απάντησα και έκανα να φύγω, όταν ξανάκουσα την φωνή του.
«Υποθέτω θα σε δω πάλι τον επόμενο μήνα» ο περιπαικτικός του τόνος μ’ έκανε να σφίξω τις γροθιές μου και να επιταχύνω το βήμα μου. Έσπρωξα την πόρτα του υπογείου και επιτέλους βγήκα έξω στο φως και τον καθαρό αέρα. Ο πονοκέφαλος απ’ τη δυσοσμία του υπογείου είχε αρχίσει σιγά-σιγά να συρρικνώνεται, ωστόσο τα νεύρα μου ήταν ακόμα τσιτωμένα. Έλυσα την κοτσίδα μου απότομα και προσπαθώντας να φτιάξω τα μακριά, καστανά μαλλιά μου, άρχισα να περπατάω κατά μήκος του κεντρικού. Τσέκαρα τον εαυτό μου μια τελευταία φορά πριν μπω στο πανεπιστήμιό μου και με βαριά καρδιά έβαλα τη μάσκα της ανέμελης δευτεροετούς κοπέλας. Αυτό δηλαδή που θα έπρεπε να είμαι στην πραγματικότητα, όπως κάθε άλλη γυναίκα της ίδιας ηλικίας.
Και κάπως έτσι άρχισε μια ακόμα χρονιά με εμένα να περιμένω στην σειρά της γραμματείας για να ανανεώσω την φοιτητική μου ταυτότητα και το λεγόμενο "λαμπρό μέλλον μου" να με κοιτάει επικριτικά στα μάτια.
Για να ξεκαθαρίσω κάτι, αν κάποιος έπρεπε να με χαρακτηρίσει με βάση την εξωτερική μου εικόνα και δραστηριότητα θα ισχυριζόταν πως ήμουν μια απλή, βαρετή κοπέλα, χωρίς ιδιαίτερα ενδιαφέροντα. Μάλιστα, αν ήμουν χαρακτήρας βιβλίου, θα ήμουν πολύ απλά κομπάρσος, που έτυχε να περνάει δίπλα απ’ τους κεντρικούς χαρακτήρες. Από αυτούς που μοιάζουν απλώς να συνεχίζουν τη μίζερη ζωή τους, ενώ οι πρωταγωνιστές περνούν τα χίλια μύρια και πάντοτε βρίσκονται σε ένα δίλημμα. Έτσι, αλλά δεν συνέβαινε αυτό ακριβώς.
Μπορεί η ζωή μου να μην εμπεριείχε τον ανεκπλήρωτο έρωτα, που περιέγραφαν όλα τα εν' λόγω βιβλία, αλλά το θέμα ήταν ότι αυτό που έδειχνα σε σχέση με αυτό που ήμουν ήταν μια οικτρή πλάνη. Και φυσικά όχι δική μου επιλογή. Κανένας, εκτός από εκείνον και τα τσιράκια του δεν ήξερε τι ήμουν… Ή μάλλον σχεδόν κανένας.
Το δυνατό χτύπημα του κινητού μου με έκανε να πεταχτώ απ’ τον τρόμο. Κι αν ήταν αυτός πάλι; Δεν θα ξαναγύριζα στο υπόγειο. Όχι ξανά. Αρκετά είχαν γελάσει μαζί μου και αυτή τη φορά. Γιατί παρόλο που για εκείνους ήταν διασκέδαση, για εμένα ήταν, στην ουσία, κίνδυνος. Μα γιατί να τους ενδιαφέρει η δική μου ζωή, αφού γι' αυτούς ήμουν ένα ακόμα απλό σκουπίδι;
«Παρακαλώ;» απάντησα τρομοκρατημένη και μια γυναικεία φωνή έφτασε στο αυτί μου.
«Ζωίτσα;» 
Έλεος. Η κολλητή μου είχε πάντα το κακό συνήθειο να με φωνάζει έτσι παρά τα παράπονα, που της έκανα.
«Αμάν βρε Λυδία, σου έχω πει εκατό φορές να μην με λες έτσι» παραπονέθηκα για μία ακόμα φορά και ήταν σαν να μπορούσα να την δω να στριφογυρίζει τα μάτια της.
«Ζωή Χατζηαντωνίου, το ξέρεις ότι δεν θα σταματήσω ποτέ να σε φωνάζω έτσι» απάντησε, όπως πάντα και κούνησα το κεφάλι μου.
«Καλά. Λοιπόν πότε θα σε δω;»
«Βασικά είμαι ήδη σπίτι σου».
«Τέλεια, έρχομαι».
Ναι, εντάξει, το ότι με κυνηγούσε ένας μανιακός, δεν σημαίνει ότι δεν προσπαθούσα να έχω μία, έως ένα βαθμό, φυσιολογική ζωή… όσο φυσιολογική μπορούσα τέλος πάντων. Όταν έφτασα σπίτι άνοιξα την πόρτα και βρήκα την Λυδία να μιλάει με τον αδερφό μου, τον Κίμωνα.
«Αν είναι, να μου πεις που θα πάτε μπας και περάσω καμιά βόλτα από εκεί» τον άκουσα και έκανα έναν μορφασμό. Τόσο ανέμελος… Άμα ήταν όμως κι αυτός στο τρυπάκι… Καλύτερα λοιπόν που δεν ήταν κι έτσι δεν θα είχα ακόμα ένα λόγο να φοβάμαι γι’ αυτόν.
«Εντάξει, ελπίζω να μπορέσεις» απάντησε η Λυδία παιχνιδιάρικα.
Αίσχος. Ξερόβηξα προειδοποιητικά και προχώρησα στο σαλόνι, όπου και κάθονταν.
«Επ, μικρό, ήρθες;» με ρώτησε ο Κίμωνας και τον αγριοκοίταξα. Ε όχι και μικρό. Εντάξει, μπορεί να ήμουν η μικρότερη της οικογένειας, αλλά αυτό δεν σήμαινε κάτι.
«Όχι, είμαι ακόμα στο δρόμο» του απάντησα προσθέτοντας ένα ψεύτικο χαμόγελο, το οποίο εκείνος ανταπέδωσε «Για πάμε πάνω» έριξα ένα βλέμμα όλο νόημα την Λυδία και εκείνη με ακολούθησε χαιρετώντας τον Κίμωνα.
«Και να πεις ότι είσαστε μαζί, να πω εντάξει, ερωτευμένο ζευγαράκι, γλύκες, μέλια και λοιπά. Αλλά τώρα; Σκέτη αηδία» έκλεισα την πόρτα του δωματίου μου και εκείνη κάθισε στο κρεβάτι μου.
«Τι είδους φιλοσοφία είναι αυτή τώρα;»
«Φιλοσοφία Ζωής» της απάντησα και εκείνη γύρισε τα μάτια της ειρωνικά.
«Οι φιλοσοφίες σου μου τη δίνουν στα νεύρα» ξεφύσησε, αλλά το κατάπιε κι αυτό. Γενικά είχα μία θεωρία. Με απλά λόγια δεν αισθανόμουν άνετα να βλέπω την κολλητή μου να σαχλαμαρίζει με τον αδελφό μου. Με κανέναν από τους αδελφούς μου στην ουσία. Ναι, δύο ήταν. Ο μεγαλύτερος, ο Μάρκος, αμέσως μετά ο Κίμωνας, μετά η Ελευθερία και τελευταία και καταϊδρωμένη εγώ.
«Μου ακούστηκες κάπως στο τηλέφωνο» παρατήρησε η Λυδία και τσιτώθηκα περιμένοντας το χειρότερο. Το ξυπνοπούλι Λυδία είχε ξαναγυρίσει.
«Κάπως; Πώς δηλαδή;» έκανα την ανήξερη. Φυσικά η Λυδία δεν γνώριζε… Πως θα μπορούσα άλλωστε να της πω το οτιδήποτε για αυτήν την υπόθεση; Αν γνώριζε τώρα θα βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο. Στην ίδια θέση με εμένα δηλαδή.
«Αγχωμένη… Τρομαγμένη. Κάπως τέλος πάντων».
«Ιδέα σου ήταν».
Δεν μπορούσε να ξέρει. Δεν έπρεπε να ξέρει. Γιατί έτσι και έπεφτε στην αντίληψή της το τι γινόταν, θα ήθελε να μπλεχτεί κι εκείνη και εκεί θα είχα ακόμα περισσότερα προβλήματα. Καλά καλά δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι δεν είχε καταφέρει να το ανακαλύψει ακόμη. Γιατί πέντε χρόνια δεν ήταν και λίγα. Που σημαίνει ότι ή εγώ έπαιζα καλά το ρόλο μου ή η Λυδία είχε χάσει τη μαγική της ικανότητα να καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά. Ήλπιζα να ισχύει το πρώτο. Και φυσικά η σύντομη ηρεμία και γαλήνη του σπιτιού αντικαταστάθηκε από φωνές.
«Ζωή» άκουσα τον πατέρα μου να φωνάζει το όνομά μου. Ακουγόταν… ανήσυχος. Κατάκοπος.
«Έγινε κάτι;» ξεπρόβαλα το κεφάλι μου απ’ την πόρτα, αλλά δεν τον βρήκα απ’ έξω. Η φωνή του ακουγόταν από πιο μακριά.
«Έρχεσαι να με βοηθήσεις λίγο σε παρακαλώ;»
Απ’ το μπάνιο. Από εκεί ακουγόταν η φωνή του.
«Λυδιάκι, δώσε μου μισό λεπτό» είπα στην κολλητή μου, κλείνοντας την πόρτα πίσω μου. Χτύπησα την πόρτα του μπάνιου ελαφρά και άνοιξε αμέσως. Και τότε αντίκρισα έναν κατακόκκινο Φώτη. Και το κόκκινο δεν έφευγε εύκολα. Γιατί ήταν αίμα.