Αλήθεια ή Ψέματα (Κεφάλαιο 7)

«Έχω την εντύπωση ότι δεν προορίζεται για εμένα. Εντάξει μπορεί να με έδειραν για παραδειγματισμό αλλά το γράμμα πάει σίγουρα για το μαφιόζο»
«Λες και ο μαφιόζος θα ενδιαφερθεί ποτέ για κανένα από εμάς» αντιγύρισα ψιθυριστά.
«Για εμένα σίγουρα όχι. Για να σε αναφέρουν όμως μάλλον ο μαφιόζος έχει κάποιο λόγο να ενδιαφέρεται για εσένα. Δεν βγάζω νόημα»
«Αδυνατώ να το πιστέψω. Πως είμαστε σίγουροι όμως ότι αναφέρονται σε εμένα; Μπορεί να μιλάνε για οποιαδήποτε κοπέλα» κάθισα στα σκαλιά για να ηρεμήσω τα τρεμάμενα πόδια μου.
«Μπορεί. Πάντως εμένα εσύ μου ήρθες πρώτη στο μυαλό. Για παν ενδεχόμενο πρέπει να το δώσω στο μαφιόζο για να σιγουρευτούμε. Αλλά αν όντως πρόκειται για σένα πρέπει να δράσουμε άμεσα».

«Μπορεί όντως τελικά ο μαφιόζος να θέλει να με χώσει στα ενδότερα»
«Μάλλον. Δεν ξέρω» κάθισε δίπλα μου βάζοντας το κεφάλι του στα χέρια του.
«Γι’ αυτό μου είπες να έρθω σπίτι;» τον ρώτησα και γύρισε να με κοιτάξει.
«Φοβήθηκα ότι σου είχαν κάνει ήδη κακό» απάντησε ψιθυριστά κοιτώντας με στα μάτια. Ακούμπησα το χέρι μου στο μάγουλό του και έκλεισε τα μάτια του στο άγγιγμά μου.
«Ευχαριστώ για την προειδοποίηση» του χαμογέλασα κι εκείνος σήκωσε τους ώμους του. Ανατρίχιασα στο κρύο αεράκι που επιτέθηκε στο εκτεθειμένο δέρμα μου και σηκώθηκα όρθια. Τα επόμενά μου λόγια δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα τα έλεγα στο τσιράκι. «Θες να έρθεις μέσα;» Εν μέρει επειδή ποτέ δεν πίστευα ότι θα γινόμουν φίλη μαζί του αλλά κι επειδή στο πίσω μέρος του μυαλού μου σκεφτόμουν πως αν τον άφηνα μόνο του θα του ξαναέκαναν κακό. Άργησε λίγο να απαντήσει, ωστόσο σηκώθηκε όρθιος και μου έκανε νόημα με το χέρι του να ξεκλειδώσω την πόρτα. Έτσι κι έκανα.
Αν δεν είχαν μόλις απειλήσει έστω και έμμεσα τη ζωή μου μπορεί και να γέλαγα με το θέαμα που βρήκα μπροστά μου με το που άνοιξα την πόρτα. Ο Κίμωνας είχε πάρει την πρωτοβουλία απ’ ότι φαινόταν να κατεβάσει τον Μάρκο από το δωμάτιό του όμως τα ‘χε βρει σκούρα. Είχε στηρίξει τον Μάρκο πάνω του όμως ο Μάρκος είχε ρίξει όλο το βάρος του στον Κίμωνα με αποτέλεσμα ο δεύτερος να προσπαθεί να τον σηκώσει μάταια. Και μέσα σε όλα αυτά η Ελευθερία τραβούσε βίντεο.
«Τα παιδία παίζει» σχολίασα και γύρισαν όλοι να με κοιτάξουν.
«Επ μικρή το ξέρουν οι δικοί μας ότι έφερες το αμόρε σου εδώ;» είπε ο Κίμωνας και γύρισα τα μάτια μου περιπαιχτικά.
«Δεν είναι το αμόρε μου» τους έριξα μια έντονη ματιά αλλά πριν προλάβω να ρωτήσω που ήταν οι γονείς μας το έκανε το τσιράκι.
«Είναι εδώ οι γονείς σου;» απεύθυνε σε εμένα αλλά την απάντηση έδωσε η Ελευθερία.
«Είναι μέσα. Είσαι καλά; Γιατί είναι μαύρο το μάτι σου;»
«Ελευθερία!» αμάν πια αυτή η περιέργειά της.
«Καλά είμαι ευχαριστώ» απάντησε το τσιράκι και τότε μπήκαν οι γονείς μου στο σαλόνι.
«Μάξιμε;» είπε ο πατέρας μου κοιτώντας μια εμένα, μια το τσιράκι.
«Τον ξέρεις;» ρώτησε ο Κίμωνας μπερδεμένος ενώ ο Μάρκος με κοίταξε επίμονα. Είχε αναγνωρίσει το όνομα απ’ όταν του το είχα αναφέρει. Το τσιράκι προχώρησε μπροστά αφήνοντάς με πίσω.
«Γεια σας» χαιρέτησε τη μητέρα μου με χειραψία «Μάξιμος Ράλλης. Μπορώ να μιλήσω σε εσάς και το σύζυγό σας ιδιαιτέρως;» Τυπικούρες. Χάθηκαν από τα μάτια μας σε δευτερόλεπτα.
«Πες μου ότι θα σε ζητήσει σε γάμο να τρελαθώ» ναι η Ελευθερία το είπε ποιος άλλος; Την αγριοκοίταξα για να το βουλώσει.
«Όρεξη που την έχεις»
«Όλα καλά;» ρώτησε ο Μάρκος συνωμοτικά και σήκωσα τους ώμους.
«Έχω χάσει κάτι ή μου φαίνεται;» είπε ο Κίμωνας και χωρίς να του απαντήσω τον βοήθησα να κατεβάσουμε μαζί τον Μάρκο. Καθίσαμε όλοι στον καναπέ περιμένοντας να τελειώσουν το τσιράκι και οι γονείς μας. Είχε ήδη περάσει ένα τέταρτο όταν άκουσα τελικά βήματα να έρχονται από πίσω μου.
«Φεύγω» ψιθύρισε ο Μάξιμος στο αυτί μου και σηκώθηκα αμέσως για να τον συνοδέψω.
«Που θα πας τώρα; Κι άμα σε ξαναβρούν;» είπα όταν φτάσαμε στην πόρτα και γύρισε να με αντικρίσει.
«Θα προσέχω. Μην ανησυχείς»
«Κι αν σε χτυπήσουν πισώπλατα; Δεν σε αφήνω να φύγεις»
«Και τι θα κάνεις; Θα με τυλίξεις με μια κουβερτούλα και θα με κρύψεις στο υπόγειο του σπιτιού σου;» ρώτησε ειρωνικά και γύρισα τα μάτια μου προς τα πάνω αλλά δεν πτοήθηκε καθόλου « Μήπως θα μου φέρνεις και ζεστό φαγάκι και θα κρατάς τσίλιες μπας και πυροβολήσεις τους διώκτες μου;» γέλασε και τον κοίταξα άγρια.
«Εντάξει πήγαινε στο στόμα του λύκου, ποσώς με ενδιαφέρει» τον έπιασα από το μανίκι και τον έσπρωξα έξω από το σπίτι κλείνοντάς του την πόρτα στα μούτρα. Άκουγα ακόμα το γέλιο του και έσφιξα τα χείλη μου μεταξύ τους. Εγώ έφταιγα που είχα ενδιαφερθεί.
«Μην φέρεσαι έτσι στους φίλους σου» άκουσα την φωνή της μητέρας μου καθώς γύριζα πάλι στο καθιστικό.
«Και τι φίλους…» σχολίασε ο Κίμωνας κλείνοντάς μου το μάτι. Σοβαρά τώρα, τι τον έκανε να πιστεύει ότι το τσιράκι ήταν κάτι παραπάνω από φίλος μου… Ναι αν εξαιρούσαμε βέβαια ότι με φίλησε. Αυτό δεν μετρούσε. Και επίσης αυτό δεν το ήξερε ο αδερφός μου.
«Ζωή έλα εδώ» μου είπε ο πατέρας μου και τον πλησίασα «Μου δίνεις το χαρτί;» ρώτησε παρ’ όλο που ήμουν σίγουρη ότι το τσιράκι του είχε ήδη πει χαρτί και καλαμάρι το περιεχόμενο του γράμματος.. Παρ’ όλα αυτά έβγαλα το τσαλακωμένο χαρτί από την τσέπη μου και του το έδωσα. Αφού διάβασε προσεχτικά το μήνυμα με κοίταξε εξεταστικά.
«Πως είμαστε σίγουροι ότι εννοεί εμένα;» ρώτησα ψιθυριστά για να μην ακούσουν οι άλλοι.
«Τι ψιθυρίζετε εσείς εκεί;» ρώτησε η Ελευθερία αλλά την αγνόησα.
«Δεν είμαστε σίγουροι, αν και δεν υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες να εννοεί άλλη»
«Μπαμπά, υπάρχουν εκατομμύρια κοπέλες με καστανά μαλλιά στον κόσμο» αντιγύρισα και τον είδα να κουνάει το κεφάλι του.
«Στην δεξίωση πόσες καστανομάλλες υπήρχαν;»
Πόσες υπήρχαν; Εκτός των πραγματικών νεόπλουτων… Η Έλενα ήταν ξανθιά, το ίδιο και οι περισσότερες από τις κοπέλες. Υπήρχε και μια κοκκινομάλλα.
«Ήταν άλλες δύο κοπέλες εκτός από εμένα»
«Ποιες είναι αυτές;»
«Δεν θυμάμαι τα ονόματά τους»
«Άμα δεις τα πρόσωπά τους θα τις θυμηθείς;» ρώτησε η μητέρα μου και ένεψα.
«Κάθισε, νομίζω ότι ήρθε η ώρα για μια οικογενειακή συγκέντρωση» κοίταξα τον πατέρα μου έντονα. Ώστε είχε έρθει η ώρα. Κάθισα δίπλα στο Μάρκο για συμπαράσταση και προετοιμάστηκα για το χειρότερο.
«Μιας και μαζευτήκαμε όλοι σήμερα, έχουμε να συζητήσουμε κάποια πραγματάκια» άρχισε ο πατέρας μου και ο Μάρκος με κοίταξε με νόημα.
«Αρχικά… τα τελευταία χρόνια τα οποία ξεπερνάνε τα εικοσιπέντε έχουμε συναναστροφές με… άτομα που δεν θα έπρεπε» Έτσι το λέγαμε τώρα. Συναναστροφές με άτομα που δεν θα έπρεπε. Μισό λεπτό. Είχε μόλις πει… εικοσιπέντε;
«Τι είδους συναναστροφές;»
«Τι είδους άτομα;» ρώτησαν την ίδια στιγμή η Ελευθερία με τον Κίμωνα.
«Δεν θες να ξέρεις» ψιθύρισα χωρίς να με ακούσει κανείς ευτυχώς.
«Είναι άτομα σχετικά επικίνδυνα»
«Σχετικά;» πετάχτηκα στην παρατήρηση της μητέρας μου και έλαβα ένα καθησυχαστικό βλέμμα από τον πατέρα μου.
«Ξέρεις για τι μιλάνε;» η ερώτηση του Κίμωνα απευθύνθηκε προς εμένα και ένευσα.
«Φυσικά και ξέρω. Δεν παρέλειψαν να με μπλέξουν και εμένα με αυτά τα ‘άτομα που δεν έπρεπε να συναναστρεφόμαστε’ κι όχι μόνο»
«Ζωή» μου είπε η μητέρα μου αλλά την αγνόησα.
«Έχουν μπλέξει και το Μάρκο σε όλο αυτό χωρίς να έχουν εξηγήσει σε κανέναν από τους δύο μας τι στο καλό γίνεται κι ας έχουν περάσει χρόνια από τότε που πρωτομπλεχτήκαμε»
«Τι είναι αυτά τα άτομα τέλος πάντων;» πετάχτηκε η Ελευθερία και ήμουν έτοιμη να της απαντήσω αλλά με πρόλαβε ο Μάρκος.
«Μαφία»
Δεν ήξερα τι θα έκανα εγώ στην θέση τους αν ξαφνικά βρισκόμουν σε μια οικογενειακή συγκέντρωση και μου ανακοίνωναν ότι η οικογένειά μου ήταν μπλεγμένη. Ο Κίμωνας και η Ελευθερία ξέσπασαν σε γέλια. Όχι ότι δεν ήμουν σίγουρη ότι δεν θα πίστευαν αυτά που θα τους λέγαμε αλλά περίμενα τουλάχιστον ένα βλέμμα γεμάτο περιέργεια και σοκ ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Όχι απλά άρχισαν να γελάνε.
«Αμάν πια με τα αστεία σας ε; Για μια στιγμή κόντεψα να σας πιστέψω» είπε ο Κίμωνας και έκανε να σηκωθεί αλλά η σταθερή φωνή του πατέρα μου τον σταμάτησε στη μέση της διαδρομής.
«Κίμωνα γύρνα πίσω»
«Έλα τώρα. Καλά διασκεδάσαμε άσε με να πάω στην κοπέλα μου»
«Η Λυδία μπορεί να περιμένει. Αυτό είναι πιο σημαντικό» του αντιγύρισα και με κοίταξε καλά-καλά.
«Τι καλή φίλη που είσαι όμως. Μέρες έχεις να μιλήσεις στην υποτίθεται καλύτερή σου φίλη και όχι μόνο αρνείσαι να την δεις αλλά δεν αναρωτιέσαι καν αν ζει ή αν πεθαίνει. Φίλη να σου πετύχει. Πραγματικά αν έχεις τέτοιους φίλους τι να τους κάνεις τους εχθρούς;»
«Το τι κάνω εγώ με την Λυδία είναι καθαρά δική μας υπόθεση και κανενός άλλου. Άμα ήξερες τι έχω περάσει όλα αυτά τα χρόνια και ειδικά τις τελευταίες μέρες για να μας κρατήσω όλους ζωντανούς δεν θα μιλούσες τώρα»
«Κάτσε κάτω» διέταξε ο πατέρας μου και ο Κίμωνας κάθισε με έναν αναστεναγμό.
«Η Ζωή και ο Μάρκος είπαν την αλήθεια. Στην ουσία το κύριο άτομο είναι ένας παλιός φίλος ο οποίος πήρε τον λάθος δρόμο» είπε η μητέρα μου και δεν μπόρεσα να κρατηθώ.
«Και κάποιος βιάστηκε να τον ακολουθήσει» είπα χαμηλόφωνα αλλά δεν μου έδωσε σημασία.
«Αυτό που συνέβη ήταν κάπως αναπάντεχο. Ο Λευτέρης ήταν καλός κάποτε»
«Ποιος είναι ο Λευτέρης;» ρωτήσαμε ταυτόχρονα με τον Μάρκο κοιτώντας την αλλά μας απάντησε ο πατέρα μου.
«Ο μαφιόζος»
«Μπα τώρα έχει και όνομα; Είμαστε σίγουροι ότι είναι αυτό το πραγματικό του; Μπορεί να το αλλάζει κάθε πεντάμηνο λόγω συνδρόμου ψυχοσωματικής ανασφάλειας» σήκωσα τα μάτια μου ψηλά κι ο πατέρας μου χαμογέλασε.
«Αυτό δεν μπορώ να το πω σίγουρα. Γιατί δεν ρωτάς τη μητέρα σου που τον ξέρει πριν από εμένα;» είπε και έλαβε μια άγρια ματιά από την μητέρα μου. Χα, φαγωθείτε μεταξύ σας αλλά εξηγήστε μου τι συμβαίνει πρώτα.
«Δεν καταλαβαίνω. Πως μπλεχτήκαμε σε αυτό;» ρώτησε η Ελευθερία που πλέον είχε αρχίσει να φοβάται. Δεν την αδικούσα. Κι εγώ άμα μάθαινα στα καλά καθούμενα κάτι τέτοιο θα τρελαινόμουν.
«Γνώρισα τον Λευτέρη στο τελευταίο έτος της σχολής μου» ανακοίνωσε η μητέρα μου και την κοίταξα με νόημα «Όχι δεν ήταν συμφοιτητής μου ακριβώς. Ήταν… φίλος, φίλου»
«Ω φίλε» σχολίασα κάνοντας τον πατέρα μου να γελάσει.
«Μπορείς να σταματήσεις να με διακόπτεις συνέχεια;» μου είπε η μητέρα μου και έκανα σήμα ότι ράβω το στόμα μου «Τέλος πάντων γνωριστήκαμε και προσπάθησε να με μπλέξει στο κύκλωμα» είπε αναστενάζοντας «Τα κατάφερε. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τον βοηθούσα στις ‘δουλειές’ του και με πλήρωνε αρκετά καλά. Άρχισε να θέλει όμως κι άλλα. Είχε ήδη καταφέρει να είναι από τους πρώτους στις ληστείες και τις απατεωνιές όμως ήθελε κι άλλα. Ένα χρόνο μετά από την εμπλοκή μου, γνώρισα τον πατέρα σας»
«Ήταν κι αυτός στο κύκλωμα τότε;» ρώτησε η Ελευθερία με γουρλωμένα μάτια και πραγματικά την λυπήθηκα.
«Όχι. Τον γνώρισα σε ένα πάρτι μιας παλιάς μου φίλης. Γνωριστήκαμε και ξέρετε… Ερωτευτήκαμε. Ο Λευτέρης το έμαθε»
«Ζήλεψε. Την ήθελε δικιά του. Όχι μόνο επειδή ήταν καταπληκτική στην δουλειά της αλλά και επειδή αν και δεν το παραδεχόταν τότε, είχε αναπτύξει αισθήματα για εκείνη» διέκοψε ο πατέρας μου.
«Όταν μάλιστα έμαθε ότι θα έφευγα από την σπείρα του για να πάω να ζήσω μια ευτυχισμένη ζωή με τον πατέρα σας τρελάθηκε» πρόσθεσε η μητέρα μου κοιτάζοντάς μας όλους.
«Τι έκανες; Εννοώ… Τι υπηρεσίες του πρόσφερες όταν ήσουν στο κύκλωμα;» ρώτησα και με κοίταξε μελαγχολικά.
«Άρχισα με αυτό που έκανες εσύ πριν λίγες μέρες. Και ύστερα μπήκα στα ενδότερα όπως ακριβώς προορίζει κι εκείνος για εσένα τώρα» μου απάντησε κάνοντάς με να ανατριχιάσω.
«Τι έκανε η Ζωή;» ρώτησε ο Κίμωνας για πρώτη φορά μετά το ξέσπασμά του αλλά δεν δόθηκε η απάντηση.
«Μετά από λίγο καιρό ησυχίας, τον οποίο δεν πίστευα στα μάτια μου, με πήρε τηλέφωνο ζητώντας μου βοήθεια. Τότε είχα ήδη παντρευτεί με τον πατέρα σας αλλά ο Λευτέρης … Είπε πως ήθελε να αλλάξει, πως είχε ήδη αλλάξει. Φυσικά όταν τον συνάντησα ήταν χειρότερος. Με ανάγκασε να τον βοηθήσω στις βρομοδουλειές του εκβιάζοντάς με. Δεν είχα άλλη επιλογή. Τον βοήθησα αλλά μετά αναγκάστηκα να πω τα πάντα στον πατέρα σας»
«Τρελάθηκα. Σκέφτηκα να μην ξαναμιλήσω στη μητέρα σας, να φύγω, να την αφήσω αλλά δεν γινόταν. Φυσικά και δεν γινόταν. Ήμουν ερωτευμένος μαζί της και δεν μπορούσα να την αφήσω στα χέρια του λύκου. Φυσικά τότε μάθαμε ότι ήταν και έγκυος σε εσένα Μάρκο κι έτσι ανάλαβα εγώ την όλη υπόθεση» είπε ο πατέρας μου και κοίταξα το Μάρκο που είχε πάρει ένα ανέκφραστο ύφος.
«Η νέα του δουλειά ήταν να κλέβει τα ψευδόγλυπτα πριν προλάβουν να το κάνουν οι άλλοι» είπε η μητέρα μου εξηγώντας τι ήταν τα ψευδόγλυπτα και πως ο μαφιόζος κατάφερε να στήσει μια αυτοκρατορία κλεμμένου χρήματος και εκμετάλλευσης «Με το πέρασμα των χρόνων άρχισε να τρελαίνεται. Να ζητάει πιο πολλά, να απειλεί. Ακόμα και ανώτερούς του. Και με κάποιο τρόπο μπόρεσε να τους ξεπεράσει και να τους ποδοπατήσει σαν στάχτη στο έδαφος»
«Δεν μας είπες ακόμα πως μπλέξαμε εμείς με τα ψευδόγλυπτα» την διέκοψε ο Μάρκος.
«Αυτό είναι δική μου υπόθεση. Όταν ο μαφιόζος έμαθε για την εγκυμοσύνη της μητέρας σας θέλησε να την τιμωρήσει. Που δεν έμεινε μαζί του, που δεν έζησε μαζί του, που αποφάσισε να συνεχίσει χωρίς αυτόν κάτι από αυτά τέλος πάντων. Είχε ακόμα την πεποίθηση ότι ακόμα και παντρεμένη θα γυρνούσε κάποια στιγμή πίσω σε αυτόν. Μπήκα στη μέση. Ήθελε να της κάνει κακό έτσι κι εγώ αποφάσισα να τον σταματήσω πόσο μάλλον να του κάνω μεγαλύτερο κακό. Η μητέρα σας είχε φτάσει ήδη στα τέλη του έκτου μήνα της εγκυμοσύνης της. Δεν είχα πολύ χρόνο στη διάθεσή μου. Το έπαιξα ενδιαφερόμενος να μπω στο τρυπάκι του. Στην αρχή δεν με πίστεψε αλλά έπεσε στην παγίδα όταν του είπα και καλά ότι άμα με έβαζε στο κύκλωμα θα χώριζα την μητέρα σας και θα μπορούσε να γυρίσει πίσω σε αυτόν. Με πήρε μαζί του στην παραλαβή των ψευδόγλυπτων έτσι δεν είχα καμιά απαγόρευση ως προς την πρόσβαση στο χώρο» διηγήθηκε ο πατέρας μου κοιτώντας στο κενό. Δεν ήξερα τίποτα από αυτά αλλά ήταν σαν να τα έβλεπα μπροστά μου.
«Φυσικά τότε είχε αρχίσει να εξαπλώνεται και πέρα από εδώ και η τότε παραλαβή ήταν μέσω θαλάσσης» συμπλήρωσε η μητέρα μου κάνοντας τον πατέρα μου να νεύσει.
«Ναι βέβαια δεν λες τον Ατλαντικό Ωκεανό ακριβώς θάλασσα αλλά τέλος πάντων. Αυτό που έκανα ήταν άκρως ριψοκίνδυνο»
«Εγώ δεν είχα επικοινωνία μαζί του και απλώς καθόμουν σπίτι. Δεν μπορούσα να ξέρω τι θα γινόταν. Δεν ήξερα καν αν θα τα κατάφερνε. Ή αν θα τον ξαναέβλεπα» η μητέρα μου κοίταξε τον πατέρα μου και έκανε κι εκείνος το ίδιο.
«Με λίγα λόγια έριξα τα ψευδόγλυπτα στο βυθό. Ήθελα να του δώσω ένα μάθημα ότι δεν μπορείς να παίζεις έτσι με τα λεφτά του κόσμου. Συν του ότι ήθελα να πάρω εκδίκηση επειδή είχε ξαναμπλέξει την γυναίκα μου στο βρομοκύκλωμά του. Βλακεία μου το ξέρω. Δεν ήταν εύκολο καθώς ήταν κάμποσα από δαύτα ενωμένα μαζί και ήταν απίστευτα βαριά. Είχα και δύο βοηθούς. Δύο από τα άτομα που είχαν απηυδήσει με την απληστία του μαφιόζου. Μόλις μας εντόπισε βάλθηκε να αναμετρηθεί μαζί μας. Σκότωσε τους δύο βοηθούς μου στο δευτερόλεπτο και το ίδιο θα έκανε με εμένα. Είχε καταφέρει ήδη να με μαχαιρώσει μία φορά όταν έχασα την ισορροπία μου και έπεσα από το πλοίο»
«Δεν επιζείς άμα πέσεις μαχαιρωμένος από πλοίο» ψιθύρισα κοιτώντας τον με γουρλωμένα μάτια. Το ίδιο και τα υπόλοιπα αδέρφια μου.
«Έτσι λένε. Και μπορεί έτσι να γινόταν αν δεν με έβρισκε ένα άλλο καράβι που πέρασε μία ώρα αργότερα από το γεγονός ή τέλος πάντων τόσο μου είπαν δεν ξέρω αν ήταν περισσότερο ή λιγότερο. Είχαν διστάσει στο να με βοηθήσουν όμως ο καπετάνιος είχε δώσει τελικά διαταγή να με ανεβάσουν στο καράβι. Μου περιποιήθηκαν τις πληγές αλλά ήμουν σε άθλια κατάσταση. Πέρα από το ότι με είχαν μαχαιρώσει είχα πάθει και πνευμονία γιατί ήμουν αρκετή ώρα στα παγωμένα νερά του Ατλαντικού»
«Εν τω μεταξύ ο μαφιόζος ήρθε σπίτι και μου ανακοίνωσε πως σκότωσε τον πατέρα σας. Μετά από αυτό είχα επιπλοκή στην εγκυμοσύνη» συμπλήρωσε η μητέρα μου και κοίταξα ξανά τον Μάρκο «Και μπορεί αν μην το πιστέψετε αλλά τότε ο Λευτέρης με πήγε στο νοσοκομείο και έμεινε εκεί κάμποση ώρα. Η επιπλοκή μου ήταν σοβαρή όμως δεν έφυγε» Δεν μπορούσε να το χωρέσει το μυαλό μου. Μιλούσε για εκείνον λες και ήταν ακόμα ένας αγαπημένος της φίλος.
«Ξαφνικά βρέθηκα στην Ιταλία. Εκεί είχε κατεύθυνση το πλοίο. Με πήγαν στο νοσοκομείο και πέρασε καμιά βδομάδα μέχρι να αρχίσω να γίνομαι ελάχιστα καλά» ο πατέρας μου σηκώθηκε για να πάρει κάτι από το ντουλαπάκι του γραφείου του «Το εξιτήριο μου. Επέζησα. Απ’ ότι βλέπεται κι εσείς αλλιώς τρεις από εσάς δεν θα υπήρχαν τώρα»
«Παραλίγο να σε χάσω» είπε η μητέρα μου κοιτώντας τον Μάρκο «αλλά τελικά μετά από πολύ κόπο κατάφερα να σε κρατήσω. Αφού μου είχε πει ο Λευτέρης ότι είχε πεθάνει ο πατέρας σου δεν μπορούσα να χάσω κι εσένα»
«Όταν βγήκα από το νοσοκομείο ο καπετάνιος του καραβιού μου δάνεισε λεφτά για να αγοράσω ένα αεροπορικό εισιτήριο για να γυρίσω πίσω. Σαν να λέμε ήμουν απίστευτα τυχερός μέσα στην ατυχία μου. Όταν γύρισα σπίτι η μητέρα σας είχε μόλις γυρίσει από το νοσοκομείο»
«Νόμιζα πως έβλεπα φαντάσματα ή ότι απλώς έχανα τα λογικά μου. Παραλίγο να λιποθυμήσω έτσι όπως τον έβλεπα μπροστά μου σώο και αβλαβή»
«Ο μαφιόζος δεν άργησε να μάθει ότι ήμουν ζωντανός και πραγματικά δεν πίστευε στα μάτια του όταν με είδε και αυτοπροσώπως» μισογέλασε ο πατέρας μου και κούνησα το κεφάλι μου «Είμαι σίγουρος ότι ετοίμασε σχέδιο εξόντωσής μου την ίδια ακριβώς μέρα που με είδε ότι πραγματικά ήμουν ζωντανός»
«Τον πρόλαβα κλείνοντας συμφωνία μαζί του» πρόσθεσε η μητέρα μου.
«Τι είδους συμφωνία;» ψιθύρισε ο Κίμωνας και έπιασα τον εαυτό μου να νεύει.
«Να του χρωστάμε εφ όρου ζωής. Να αφήσει τον πατέρα σας ήσυχο με την προϋπόθεση ότι θα προσπαθούσαμε να του πληρώσουμε το χρέος λόγω των ψευδόγλυπτων που είχαν χαθεί στον ωκεανό. Ποσό που φυσικά δεν ξεχρεώνεται με τίποτα. Τα πρώτα χρόνια δώσαμε σχεδόν όλες τις οικονομίες μας αλλά φυσικά ήταν ψίχουλα. Οι απειλές έπαιρναν και έδιναν αλλά αναγκάστηκε να τις περιορίσει λίγο λόγω του ότι εγώ σχεδόν χρόνο άνα χρόνο έμενα έγκυος και με έβρισκε ευάλωτη και ευαίσθητη. Με τη θύμηση κιόλας της επιπλοκής που είχα με το Μάρκο φοβόταν ότι μπορεί να πάθω πάλι κάτι κακό»
«Τόση αγάπη πια» σχολίασε πικρόχολα ο Μάρκος.
«Μια μέρα τα τσιράκια του ήρθαν σπίτι και εκεί ήταν που έπιασαν η Ζωή να κρυφακούει πίσω από την πόρτα. Αναγκάστηκα να τους πω ότι με βοηθούσε για να μην την σκοτώσουν αφού θα ήταν μάρτυρας των λεγόμενων μεταξύ μας. Δεν με πίστεψαν στην αρχή και λογικό, ένα δεκατετράχρονο κορίτσι πως ήταν δυνατόν να με βοηθήσει, γι’ αυτό άρχισα να την στέλνω εκείνη στον μαφιόζο για να πειστεί. Πάντα με προσοχή, στο κάτω-κάτω έχω κι εγώ τους εμπιστευτικούς μου για να είμαι σίγουρος ότι είναι ασφαλής –όσο μπορεί τέλος πάντων- όταν είναι εκεί που είναι»
«Έχεις εμπιστευτικούς για μένα;» ρώτησα έκπληκτη. Μου είχε αναφέρει στο αυτοκίνητο ότι είχε άτομα μέσα στον κύκλο του μαφιόζου που τον ενημέρωναν αλλά όχι και εμπιστευτικούς.
«Φυσικά»
«Και πως τους πληρώνεις; Εδώ δεν έχουμε λεφτά να ξεπληρώσουμε το μαφιόζο και εσύ πας και τα ξοδεύεις στους εμπιστευτικούς;»
«Ένας είναι και δεν τον πληρώνω. Μου χρωστάει»
«Τον ξέρω;»
«Ναι. Τον ξέρεις. Και μάλιστα πολύ καλά» Το τσιράκι. Αλλά τι χρωστούσε στον πατέρα μου;
«Είναι…;» πήγα να ρωτήσω αλλά με διέκοψε η μητέρα μου.
«Τέλος πάντων μετά από λίγο καιρό άρχισε και ο Μάρκος να μπαίνει στο σύστημα. Τα θελήματα για το μαφιόζο έπαιρναν κι έδιναν, ένας ακόμα τρόπος για να του ξεπληρώσουμε το χρέος και να μην μας σκοτώσει επιτόπου. Εσάς τους δύο» είπε κοιτάζοντας την Ελευθερία και τον Κίμωνα «προσπαθήσαμε να σας κρατήσουμε με νύχια και με δόντια απ’ έξω από το κύκλωμα»
«Καλά τα καταφέρατε» την επαίνεσα και μου χαμογέλασε.
«Μην το παίρνετε προσωπικά. Κατά τύχη μπλέχτηκαν και τα αδέλφια σας. Αν ήταν στο χέρι μας θα ήμασταν μόνο εμείς οι δύο και κανένας άλλος»
«Όχι ότι δεν θα ζούσαμε και πάλι έμμεσα μέσα στον κίνδυνο» σχολίασε ο Μάρκος και χαμογέλασα πικραμένα.
«Τώρα τα πράγματα έχουν προχωρήσει λίγο, και όχι προς το καλύτερο. Μόλις λάβαμε ένα απειλητικό μήνυμα που αν σιγουρευτούμε απολύτως, αφορά τη Ζωή» είπε ο πατέρας μου στους άλλους και όλα τα βλέμματα στράφηκαν πάνω μου.
«Πρέπει οπωσδήποτε να πάμε το απειλητικό σημείωμα στο Λευτέρη για να δούμε τι θα κάνουμε» τον διέκοψε η μητέρα μου αλλά εκείνος την κοίταξε επίμονα.
«Δεν ξέρω αν θα ήταν καλή ιδέα να εμφανιστούμε κι εμείς εκεί»
«Γιατί όχι;» ρώτησα και γύρισαν να με κοιτάξουν και οι δύο.
«Εγώ δεν μπορώ σε καμιά περίπτωση να έρθω. Έτσι και τον δω…» είπε η μητέρα μου και ο πατέρας μου ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της.
«Όπως έχετε καταλάβει η μητέρα σας έχει μια μικρή… να το πω αδυναμία στον μαφιόζο. Έτσι και βρεθεί μπροστά του θα εμπλακεί και πάλι στο κύκλωμα σε χρόνο ντε-τε. Έχω καταφέρει να τον κρατήσω μακριά της τα τελευταία δέκα χρόνια, εκπληκτικό ρεκόρ για εμάς αν καλοσκεφτείτε ότι εγώ έρχομαι σε σχεδόν καθημερινή επαφή μαζί του. Γι αυτό Ζωή ή θα πας μόνη σου ή θα πάμε οι δύο μας»
«Μπορώ να πάω με τον εμπιστευτικό σου» του απάντησα και με κοίταξε εξεταστικά.
«Δεν μπορούμε να διακινδυνεύσουμε να σας δούνε μαζί» απάντησε αφήνοντάς με μπερδεμένη. Τι εννοούσε; Με το Μάξιμο μας έβλεπαν ούτως ή άλλως συνέχεια μαζί.
Κατέληξα να κατεβαίνω τα σκαλιά του υπογείου μου μόνη μου την επόμενη ημέρα με το απειλητικό σημείωμα στα χέρια. Πέρασα μπροστά από τον σκουριασμένο καθρέφτη και κοιτάχτηκα για μια στιγμή. Τα μάτια μου είχαν μαύρες σακούλες από κάτω και έμοιαζαν κόκκινα και πρησμένα από την κούραση. Φρίκη. Έπιασα τα μαλλιά μου σε μια χαλαρή κοτσίδα προσπαθώντας να τα τιθασεύσω μάταια.
«Έτοιμη;» με ρώτησε και γύρισα να τον κοιτάξω.
«Γρήγορα ήρθες. Πριν λίγο σου έστειλα μήνυμα»
«Ήμουν ήδη εδώ» απάντησε και πήγα πιο κοντά του.
«Σε ευχαριστώ που ήρθες. Δεν μπορούσα να το κάνω αυτό μόνη μου» σήκωσα τους ώμους μου και είδα τα σκούρα μάτια του να λιώνουν. Τον είχα καλέσει παρά την προειδοποίηση του πατέρα μου να μην μας δουν μαζί. Εγώ δεν έβρισκα λόγο ανησυχίας…
«Αφορά και εμένα αυτό Ζωή. Εμένα έδειραν»
«Δεν είχα σκοπό στην αρχή να σε καλέσω. Απλώς θα το ανέφερα στον μαφιόζο»
«Τότε χαίρομαι που ένιωσες έστω και λίγο φόβο έτσι ώστε να με καλέσεις και εμένα σε μια υπόθεση που είμαι άμεσα μπλεγμένος» μου απάντησε περιπαιχτικά το τσιράκι και δάγκωσα την γλώσσα μου για να μην του πω κάτι αγενές. Στο κάτω-κάτω, εκνευρισμένη ξε-εκνευρισμένη του χρωστούσα. Δεν μπορούσα με τίποτα την συγκεκριμένη στιγμή να αντιμετωπίσω τον μαφιόζο μόνη μου.
«Θα φροντίσω την επόμενη να σε αφήσω στην απέξω» του είπα χαμογελώντας. Εντάξει δεν μπορούσα να κρατηθώ να μην του πετάξω κακία όταν με κορόιδευε μέσα στα μούτρα μου σε μια τέτοια χρονική στιγμή. Προχώρησα εκνευρισμένη προς την πόρτα του μαφιόζου αλλά το τσιράκι μου έπιασε το μπράτσο, σταματώντας με.
«Περίμενε. Που πας έτσι φουριόζα;»
«Τι εννοείς;»
«Σαν πολύ αέρα δεν πήρες τις τελευταίες μέρες; Μπαίνεις βγαίνεις χωρίς άδεια, χωρίς να ρωτήσεις, δεν δίνεις σημασία σε κανέναν. Πόσα ακόμα πιστεύεις πως μπορεί να σου συγχωρέσει ο μαφιόζος;»
«Δεν κατάλαβα. Τι έκανα που απαιτεί συγχώρεση εκ μέρους του;» τον κοίταξα περίεργα και εκείνος κούνησε το κεφάλι του.
«Δεν έχεις ιδέα έτσι; Τον έχεις πάρει εκατομμύρια φορές τηλέφωνο για άσχετες υποθέσεις σαν να είναι φιλαράκι σου και ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί απαντάει. Την προηγούμενη φορά σηκώθηκες και έφυγες ενώ μας κατσάδιαζε στο γραφείο του και μάντεψε… Καμία επίπτωση για εσένα. Πόσες ακόμα φορές έχεις εισβάλει στο γραφείο του χωρίς προειδοποίηση και από Θεού έργο δεν σε έχουν σκοτώσει οι εμπιστευτικοί του; Όταν κάποιος θέλει να δει το μαφιόζο, χτυπάει πόρτα σαν καλό παιδί και μόλις περάσει από τον έλεγχο των εμπιστευτικών, μετά σαν βρεγμένη γάτα απευθύνεται στο μαφιόζο για να του πει ότι δεν βρήκε το απαιτούμενο ποσό. Δεν σε έχω δει ποτέ να το κάνεις αυτό. Συν ότι του μιλάς στον ενικό»
«Το έκανα πριν έρθεις. Αλλά δεν έχω κάτι να φοβηθώ πλέον. Έχει ήδη απειλήσει τόσες φορές την οικογένειά μου και εμένα. Θυμάσαι; Έγινες και εσύ μέρος αυτής της παρωδίας κάποτε. Το χειρότερο που μπορεί να κάνει είναι να με σκοτώσει. Όχι ότι αν δεν φερόμουν όπως συμπεριφέρομαι τώρα δεν θα διέτρεχα τον ίδιο ακριβώς κίνδυνο να με σκοτώσει σε οποιαδήποτε κακοτυχία του»
«Το να σε σκοτώσει σου φαίνεται λίγο;» ψιθύρισε κοιτώντας με, με γουρλωμένα μάτια και του χαμογέλασα πικρά.
«Σε σχέση με αυτά που έχω περάσει όλα αυτά τα χρόνια που είμαι μπλεγμένη μαζί του, αλλά και με αυτά που έχουν περάσει οι γονείς μου… Ναι. Είναι πολύ λίγο» του είπα και με μια γρήγορη κίνηση τον προσπέρασα. Χτύπησα την πόρτα δύο φορές και μου άνοιξαν οι εμπιστευτικοί του μαφιόζου. Δεν πέρασα από έλεγχο. Όπως πάντα. Θα έρθεις;» έκανα νόημα στο τσιράκι και τον είδα να προχωράει προς το μέρος μου. Μπήκα στο γραφείο του μαφιόζου και τον είδα να κάθεται στην καρέκλα του με γυρισμένη την πλάτη του προς τα εμένα. Ωστόσο δεν άργησε να γυρίσει να με κοιτάξει με ένα σαρδόνιο χαμόγελο.
«Ω η Ζωή. Ήρθες να πληρώσεις πιο πριν απ’ ότι συνήθως» είπε και κατσούφιασα. Είχα ακόμα κάτι μέρες για την μηνιαία κατάθεση χρημάτων.
«Δεν ήρθα για αυτό» απάντησα ξερά και πρώτα τον είδα να σηκώνει τα φρύδια του, ύστερα να ρίχνει μια φευγαλέα ματιά πίσω στον Μάξιμο.
«Ώστε δεν ήρθες γι’ αυτό. Και ποιος είναι ο λόγος που ήρθες από τα μέρη μας λοιπόν; Τόσο πολύ σου λείψαμε;» είπε περιπαιχτικά και απλώς αρκέστηκα στο να του αφήσω το χαρτί πάνω στο γραφείο του «Τι είναι αυτό;» ρώτησε αλλά δεν απάντησα και απλώς περίμενα για να το διαβάσει. Το πήρε στα χέρια του και το άνοιξε με περιέργεια.
Η περιέργεια μετατράπηκε σε σκότος. Το είδα στα μάτια του. Το ύφος του μανιακού πήρε τη θέση του χαλαρού σε γενικές γραμμές μαφιόζου που είχα πριν μερικά δευτερόλεπτα μπροστά μου.
«Σε χτύπησαν;» με ρώτησε και έσμιξα τα φρύδια μου.
«Τι; Όχι. Το Μάξιμο χτύπησαν. Το μάτι του δεν το βλέπεις;» ρώτησα και με την άκρη του ματιού μου έπιασα το τσιράκι να σηκώνει τα μάτια του περιπαιχτικά.
«Πολύ κολακευτικός τρόπος να το αναφέρεις» μουρμούρισε αλλά τον αγνόησα.
«Πότε έγινε αυτό;» ρώτησε ο μαφιόζος και απάντησα ταυτόχρονα με τον Μάξιμο.
«Χθες το βράδυ»
«Αλλά σοβαρά τώρα, δεν είναι σίγουρο ότι αναφέρονται σε εμένα. Υπάρχουν τόσες κοπέλες σαν εμένα»
«Αναφέρεται στην δεξίωση» μου είπε το τσιράκι και γύρισα τα μάτια μου.
«Ωραία αλλά και στην δεξίωση υπήρχαν κι άλλες δύο κοπέλες σαν εμένα» του θύμισα αλλά τον είδα να κουνάει το κεφάλι του.
«Αυτές δεν ανέβηκαν στη σκηνή. Δεν τις είδαν σχεδόν καθόλου. Νομίζω ότι είχες δίκιο την προηγούμενη φορά. Μάλλον όντως έχουμε κάποιον προδότη εδώ μέσα» απάντησε ο μαφιόζος και δάγκωσα το κάτω χείλος μου.
«Τι θα κάνουμε;» ρώτησε το τσιράκι αλλά ο μαφιόζος δεν τον κοίταξε καν. Κοίταζε μόνο εμένα.
«Πρέπει να κάνω μερικά τηλεφωνήματα. Περιμένετέ με απέξω» είπε ψυχρά και πριν ακόμα προλάβουμε να βγούμε έξω είχε το τηλέφωνο στα χέρια του.
«Φάνηκε αναστατωμένος. Και επιβεβαιώνει τις σκέψεις μου» είπε το τσιράκι καθώς περιμέναμε απ’ έξω από το γραφείο.
«Οι οποίες είναι;»
«Ότι για κάποιο λόγο ενδιαφέρεται για εσένα. Και μάλλον γι’ αυτό σου επιτρέπει και όλες αυτές τις ατασθαλίες»
«Νομίζω ότι απλώς έχει λερωμένη τη φωλιά του και προσπαθεί να βρει πώς να σώσει το τομάρι του» τον κοίταξα με νόημα και κούνησε το κεφάλι.
«Δεν καταλαβαίνεις. Έχει λόγο που σε κρατάει ακόμα ζωντανή. Αν δεν ενδιαφερόταν για εσένα, τώρα ούτε που θα υπήρχες»
«Ναι ωραία, πολύ ωραία, ενδιαφέρεται για μένα ωστόσο δεν παραλείπει να απειλεί εμένα και την οικογένειά μου ανελλιπώς, για να μην αναφέρω ότι κάθε τρεις και λίγο πέφτει και κανένα χαστούκι έτσι για να ανάψουν τα αίματα ρε παιδί μου» με έπιασε το παραλήρημά μου αλλά όταν συνειδητοποίησα τι είχα πει ήταν πλέον αργά. Υποτίθεται ότι δεν θα επέτρεπα σε κανέναν να μάθει ότι είχε απλώσει το βρώμικο χέρι του επάνω μου.
«Μα αυτό δεν έχει σημασία. Για εκείνον η δουλειά είναι δουλειά και μπορεί να κάνει τα πάντα για να βάλει ένα ακόμα ψωροευρώ στην τσέπη του. Εδώ έχουμε κάτι άλλο…» είπε προσπερνώντας τελείως την δήλωσή μου λες και είχα πει κάτι το απολύτως φυσιολογικό. Μάλλον είχε και ο ίδιος παρόμοιες εμπειρίες γι’ αυτό δεν του φαινόταν παράξενο.
Ο μαφιόζος δεν άργησε με το τηλεφώνημά του. Σύντομα βρεθήκαμε και πάλι μέσα στο γραφείο του υπεραναλύοντας τα πράγματα. Πιο πολύ μιλούσαν το τσιράκι κι εκείνος ενώ εγώ καθόμουν σε μια καρέκλα χαμένη στις σκέψεις. Σκεφτόμουν όλα αυτά που μας είχαν διηγηθεί την προηγούμενη μέρα οι γονείς μου. Ο Μάρκος είχε δίκιο. Παρόλο που όταν μου το είχε πει δεν τον είχα πιστέψει, οι γονείς μας όντως κάποτε ήταν τρελά αγαπημένοι. Η μόνη υπόθεση που μπορούσα να κάνω ήταν ότι με τα χρόνια η όλη κούραση αποφυγής του μαφιόζου και τα συνεχή μπλεξίματα μαζί του είχαν κάνει τη σχέση τους να φθαρεί ως ένα μεγάλο βαθμό. Ή μπορεί και να έφταιγε και η μεγάλη συμπάθια που φαινόταν να τρέφει η μητέρα μου για το μαφιόζο. Ναι παρόλα τα δεινά που είχαν περάσει είχε μιλήσει για αυτόν σαν να ήταν ένα άτομο για το οποίο νοιαζόταν πάρα πολύ. Ανησυχητικά πολύ.
«Ει Γη καλεί Ζωή» άκουσα τη φωνή του Μάξιμου και γύρισα να τον κοιτάξω βαριεστημένα.
«Τι;»
«Έχεις ακούσει τίποτα από αυτά που έχουμε πει;»
«Αυτό ακριβώς. Τίποτα. Πραγματικά δεν καταλαβαίνω γιατί τα αναλύουμε τόσο τα πράγματα. Εγώ ακόμα πιστεύω ότι μπορεί και να μην πρόκειται για εμένα»
«Για εσένα πρόκειται» είπε ο μαφιόζος και τον κοίταξα για πρώτη φορά μετά από πολλή ώρα «Εξακριβωμένο» επιβεβαίωσε και κοίταξα γύρω μου για να αποφύγω τη ματιά του.
«Νομίζω ότι πρέπει να κινηθούμε πιο προσεχτικά. Θα ήταν ευχής έργο να είχαμε κάποιον να την συνοδεύει παντού αλλά δεν γίνεται όπου πάει να ‘χει και κάποιον από πίσω της» είπε το τσιράκι και τον κοίταξα καλά-καλά.
«Πρέπει να την προστατέψουμε με κάθε τρόπο που μπορούμε» απάντησε ο μαφιόζος και γύρισα να τον κοιτάξω κι αυτόν.
«Μπορείς να μου πεις τι ψύχωση είναι αυτή μαζί μου; Δεν καταλαβαίνω γιατί νοιάζεσαι τόσο πολύ για την ασφάλειά μου. Τα χρήματα σου θα συνεχίσεις να τα παίρνεις ούτως ή άλλως»
«Πως γίνεται να μην ενδιαφερθώ; Είσαι σαν κόρη μου. Τι σαν δηλαδή…»
Σοκ.