Αλήθεια ή Ψέματα (Κεφάλαιο 12)

‘Ένιωσα το χέρι του Μάξιμου γύρω από το στόμα μου στην προσπάθειά του να με σταματήσει από το να ουρλιάζω και η δύναμή του ήταν τόση ώστε το μόνο που μου απόμεινε να κάνω, ήταν να κοιτάω το σώμα του πατέρα μου με ορθάνοιχτα μάτια που σιγά-σιγά γέμιζαν δάκρυα.
«Σςςς» μου είπε ο Μάξιμος όταν ένας λυγμός ανέβηκε στο λαιμό μου «Το ξέρω ότι ζητάω πολλά τη δεδομένη στιγμή αλλά σε παρακαλώ μείνε όσο πιο ψύχραιμη μπορείς και μην κάνεις φασαρία. Μπορεί αυτοί που το έκαναν να είναι εδώ κοντά» μου εξήγησε και απλώς ένεψα με το κεφάλι μου νιώθοντας παράλληλα τα δάκρυα να κυλούν ασταμάτητα στα μάγουλά μου. Βγήκαμε σχεδόν αθόρυβα από το αυτοκίνητο κι ο Μάξιμος έλεγξε προσεκτικά κάθε μεριά του κήπου. Όταν βεβαιώθηκε ότι δεν υπήρχε κάποιος κρυμμένος, τρέξαμε και οι δύο προς τη μεριά του πατέρα μου. Έπιασα το κρύο του χέρι κι ένας ακόμα λυγμός βγήκε από το λαιμό μου καθώς ο Μάξιμος τοποθέτησε τη σκάλα του κήπου κάτω από την λάμπα που συγκρατούσε το σώμα του πατέρα μου. Όταν λύθηκε το σκοινί, έπεσε κάτω με ένα γδούπο και αμέσως βρέθηκα από πάνω του με τα χέρια μου να κρατούν και τις δύο μεριές του χλομού προσώπου του.

«Μπαμπά μου» ψιθύρισα με τρεμάμενη φωνή και ο Μάξιμος βρέθηκε στη στιγμή δίπλα μου.
«Ας τον πάμε μέσα» πρότεινε παίρνοντάς τον στα χέρια του με ελαφριά δυσκολία. Κατά έναν περίεργο λόγο άνοιξα με ευκολία την πόρτα κι ας μην ένιωθα τα χέρια μου κι έκανα στην άκρη για να περάσει ο Μάξιμος. Αμέσως, πήγα και πάλι κοντά στον πατέρα μου κι ακούμπησα το πρόσωπό μου στο στήθος του. Δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ παραπάνω, αφέθηκα στη θλίψη μου και ξέσπασα σε κλάματα, αγκαλιάζοντάς τον σφιχτά.
Είχα φανταστεί εμένα νεκρή, άπειρες φορές. Με είχα δει σε πολλά όνειρα ηττημένη, χλομή και ακίνητη. Ποτέ όμως δεν φανταζόμουν ότι θα έβλεπα στην πραγματικότητα τον πατέρα μου στην ίδια θέση που φανταζόμουν τον εαυτό μου εδώ και τόσο καιρό.
«Ζωή» άκουσα την φωνή του Μάξιμου λίγο πιο πέρα να με καλεί αλλά δεν είχα τη δύναμη να σηκώσω το κεφάλι μου. Όχι ακόμα «Ζωή» ξανάκουσα και πάλι το όνομα μου απ’ τα χείλη του, αυτή όμως την φορά με προειδοποιητικό τόνο. Άνοιξα τα μάτια μου με δυσκολία και σήκωσα το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω. Αντί για αυτόν, βρήκα τα αδέλφια μου δεμένα στο πάτωμα με δάκρυα στα μάτια και τη μητέρα μου να κάθεται σε μια καρέκλα απέναντι μου με ένα απαθές βλέμμα στο πρόσωπό της.
«Τι γίνεται εδώ;» ρώτησα σαστισμένη ενώ πρόσεξα με την άκρη του ματιού μου το Μάξιμο να προχωράει αργά και επιφυλακτικά προς το μέρος μου.
«Καιρός ήταν να έρθεις» είπε η μητέρα μου σταυρώνοντας τα χέρια της μπροστά στο στήθος της κουρασμένη σχεδόν σαν να καθόταν σε αυτή την καρέκλα ώρες αμέτρητες «Έκανες αρκετή φιλανθρωπία;» ρώτησε κάπως ειρωνικά και κοίταξα τα αδέλφια μου μπερδεμένη από τον τόνο της.
«Γιατί είστε δεμένοι; Τι στο καλό συμβαίνει;» απαίτησα να μάθω χωρίς να είμαι σίγουρη ότι πραγματικά ήθελα να μάθω την αλήθεια.
«Συμβαίνει ότι η μητέρα μας τρελάθηκε» απάντησε ο Μάρκος με σκληρό τόνο κάνοντας την Ελευθερία να δαγκώσει τα χείλη της για να μην ακουστούν οι λυγμοί της.
«Σιωπή» ήταν το μόνο που είπε η μητέρα μου χωρίς να του ρίξει ούτε ένα βλέμμα και σηκώθηκε από την θέση της.
«Μαμά; Τι έκανες;» την ρώτησα φοβισμένη, παρακολουθώντας την να πηγαίνει μπρος πίσω στο χώρο με αγέρωχο βήμα.
«Μικρή μου Ζωή… Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να μιλήσουμε οι δυο μας. Σοβαρά αυτή τη φορά» μου είπε και έσμιξα τα φρύδια.
«Γιατί τους έδεσες; Είδες τον μπαμπά; Είναι… Είναι…»
«Νεκρός. Ναι το ξέρω. Τι να κάνουμε τώρα; Να τον φέρουμε πίσω δεν μπορούμε» σχολίασε και την κοίταξα με ορθάνοιχτα μάτια. Τι…
«Μην εκπλήσσεσαι Ζωή. Αυτή τον ανάγκασε να κρεμαστεί» μου είπε ο Κίμωνας κλαίγοντας.
«Το ήθελε εδώ και χρόνια» σήκωσε τους ώμους της η μητέρα μου χαρίζοντας παράλληλα στον Κίμωνα ένα σκοτεινό, απειλητικό βλέμμα.
«Μαμά… Τον σκότωσες;» ψιθύρισα κάνοντας ένα βήμα πίσω, όχι ότι θα με προστάτευε ιδιαίτερα από εκείνη τη δεδομένη στιγμή.
«Τέλος πάντων ας τα αφήσουμε αυτά. Για άλλο θέλω να μιλήσουμε» μου είπε και η Ελευθερία δεν έκλαιγε πλέον αθόρυβα όπως πριν.
«Πώς μπορείς να είσαι τόσο αναίσθητη; Ο άντρας σου πέθανε. Δεν σε νοιάζει καθόλου;» είπα με τρεμάμενη, βραχνή φωνή.
«Δεν είπα ότι πετάω και στα σύννεφα αλλά εκείνος το ήθελε περισσότερο από καθένα άλλο» εξήγησε και την κοίταξα καλά-καλά. Δεν την αναγνώριζα. Αυτή δεν ήταν η μητέρα μου σε καμιά περίπτωση. Τα μάτια της ήταν μαύρα, αποφασιστικά και διαπεραστικά.
«Τι σου συμβαίνει;» τη ρώτησα σμίγοντας τα φρύδια και χαμογέλασε.
«Κάτσε» μου είπε αλλά αρνήθηκα να υπακούσω «Κάτσε είπα» είπε επιτακτικά και ένιωσα τα χέρια του Μάξιμου στους ώμους μου. Κάθισα ενώ εκείνος παρέμεινε όρθιος κι επιφυλακτικός στο πλάι μου.
«Τι θες να συζητήσουμε;» τη ρώτησα χαμηλόφωνα και ένεψε.
«Από πότε αποφάσισες να το παίξεις καλή σαμαρείτιδα;» ρώτησε σηκώνοντας το δεξί της φρύδι και σήκωσα τους ώμους μου.
«Δεν νομίζεις ότι οι άνθρωποι αξίζουν να ξαναζήσουν όπως παλιά, πριν να μπλεχτούν με τον μαφιόζο;»
«Για να έχουν μπλεχτεί με το Λευτέρη τότε κάτι λάθος έχουν κάνει με τη ζωή τους»
«Τότε εσύ μάλλον έχεις κάνει το μεγαλύτερο» της αντιγύρισα και χαμογέλασε πικρά.
«Δεν έχεις άδικο σε αυτό. Παρ’ όλα αυτά, τα χρήματα που εσύ δωρίζεις από εδώ κι από κει ήταν του Λευτέρη. Σε εκείνον ανήκουν»
«Δεν ζει το θυμάσαι; Είναι νεκρός… Σαν τον άντρα σου» της υπενθύμισα και κούνησε το κεφάλι της.
«Το ότι είναι νεκρός δεν σημαίνει ότι πρέπει να μοιράζεις την περιουσία του»
«Ώστε περιμένεις να την αφήσω ανέπαφη ενώ ξέρω ότι άμα την διαχειριστώ σωστά μπορώ να σώσω πολύ κόσμο;»
«Υπερβολικά αλτρουίστρια. Ακόμα και σε αυτό έμοιασες στον πατέρα σου. Αν δεν προσέξεις, θα καταλήξεις κι εσύ όπως κι εκείνος» είπε και ένιωσα σαν να με χαστούκισε στο πρόσωπο. Ήταν η πρώτη φορά που το βλέμμα της  περιπλανήθηκε προς τη μεριά του πατέρα μου και μου φαινόταν απίστευτο το πόσο περιφρονητικό και απαθές ήταν. Το βλέμμα μου μεταφέρθηκε στα αδέλφια μου που κοιτούσαν την μητέρα μας με ορθάνοιχτα μάτια.
«Με απειλείς;» ψιθύρισα χωρίς να την κοιτάω.
«Όχι ακριβώς. Απλώς προβλέπω το μέλλον σου. Αν ακολουθούσες τα βήματα μου όμως, θα πετύχαινες τόσα πολλά»
«Όπως το να μπλεχτώ ως το κόκκαλο με τη μαφία, να γνωρίσω έναν μανιακό, να κάνω σχέση μαζί του και μετά να βάλω σε κίνδυνο όλη την οικογένειά μου;» της είπα κοιτώντας την στα μάτια και εκείνη γύρισε περιπαιχτικά τα μάτια της.
«Λίγο υπερβολική περιγραφή. Δεν βρεθήκατε δα και σε τόσο κίνδυνο»
«Με δουλεύεις; Με έχουν κυνηγήσει, απαγάγει και εκμεταλλευτεί. Καθ’ όλη τη διάρκεια παραμονής μου δίπλα στο μαφιόζο κινδύνευα καθημερινά»
«Δεν κινδύνευες. Δεν θα σου έκανε κακό γιατί ήσουν κόρη μου. Τους άλλους μπορεί να τους βασάνιζε αλλά εσένα δεν ήθελε να σε πειράξει. Η αυταρχικότητα του ήταν μόνο και μόνο για να κρατήσει τους τύπους» εξήγησε και κούνησα το κεφάλι μου.
«Δεν σε πιστεύω. Ακόμα τον υπερασπίζεσαι. Δεν σε αναγνωρίζω πια. Τι θέλεις; Πες μου τι θέλεις για να σταματήσουμε αυτή την παρωδία»
«Θέλω να κάνεις αυτό που δεν μπόρεσα να ολοκληρώσω εγώ. Σωστά όμως αυτή τη φορά. Τέρμα οι φιλανθρωπίες και οι βλακείες. Σε θέλω μέσα στο σύστημα σε πλήρη ετοιμότητα. Θέλω να καθαρίσεις το όνομά μου και να πετύχεις εκεί που εγώ δίστασα»
«Είσαι τρελή. Προτιμάς να βρεθώ σε κίνδυνο από το να είσαι γνωστή ως η γυναίκα που έκανε το σωστό και απομακρύνθηκε από την αυτοκαταστροφή της»
«Θες να πεις η γυναίκα που επέδειξε απίστευτη δειλία και έφυγε ενώ θα μπορούσε να έχει μια πολύ καλύτερη ζωή»
«Τόσο πολύ λοιπόν μισείς τη ζωή σου παρ’ όλο που είχες έναν άνδρα που σε προστάτεψε με κάθε κόστος και σε αγάπησε τόσο πολύ; Να πάρει η ευχή, έπεσε από πλοίο, κινδύνεψε η ζωή του, κινδύνεψες εσύ η ίδια και σε έβγαλε από το χώρο που σε είχε τόσο καταστρέψει. Κι αυτό είναι το ευχαριστώ;»
«Μπορεί να με προστάτεψε όπως λες αλλά μου στέρησε κάτι πολύ σημαντικό. Για εμένα ο Λευτέρης ήταν ο σωτήρας μου. Το ξέρω ότι δεν το καταλαβαίνεις αλλά μέσω του κυκλώματος ένιωθα ζωντανή. Δυνατή. Με το που αποσύρθηκα έχασα κάθε δύναμη. Γύρισα στον ευαίσθητο, ανίκανο εαυτό μου. Σε αυτό με καταδίκασε ο πατέρας σου»
«Είσαι άρρωστη» ψιθύρισα και χαμογέλασε.
«Όταν δεις πως έχουν τα πράγματα εκεί μέσα θα καταλάβεις για τι πράγμα μιλάω»
«Ο μόνος λόγος που συμφώνησα να πάω εκεί ήταν για να μας βοηθήσω να βρούμε τα λεφτά για να μην μας πάρουν το σπίτι. Το έκανα για τον μπαμπά. Μόνο για εκείνον. Και τα αδέλφια μου. Για να μην βρεθούμε στο δρόμο»
«Αν προσπαθείς να με πληγώσεις αφήνοντάς με έξω από τον σπαραξικάρδιο μονόλογό σου δεν καταφέρνεις και πολλά. Το ξέρω ότι πήγες εκεί για αυτό και μόνο το λόγο. Τώρα όμως θα πας επειδή το θέλω εγώ. Δεν έχεις άλλη επιλογή»
«Αλήθεια; Τι θα κάνεις αν αρνηθώ;» σηκώθηκα από τη θέση μου και με κοίταξε απειλητικά.
«Θα αναγκαστώ να επισπεύσω την πρόβλεψή μου για το μέλλον σου» είπε ψυχρά και άκουσα τον Μάρκο να παλεύει να απελευθερωθεί αλλά η μητέρα μου δεν του έδωσε σημασία και συνέχισε να με κοιτάει.
«Θα με σκοτώσεις; Έχεις τα κότσια για κάτι τέτοιο;» την ρώτησα και σήκωσε τους ώμους της.
«Σκότωσα ήδη τον πατέρα σου. Πόσο δύσκολο θα ήταν να κάνω το ίδιο και σε εσένα;» είπε και ένιωσα τον Μάξιμο να με τραβάει από πίσω του για να με καλύψει με το σώμα του.
«Πάνω απ’ το πτώμα μου» της είπε με αποφασιστικότητα.
 «Πολύ καλά. Αν αυτό επιθυμείς» είπε εκείνη άτονα και προσπάθησα να δω γύρω από το σώμα του Μάξιμου. Ο πυροβολισμός έκανε τον Μάξιμο να πέσει πάνω μου και άκουσα την Ελευθερία να ουρλιάζει. Κράτησα τον Μάξιμο όσο μπορούσα και όταν πέσαμε στο έδαφος τα μάτια μου έμειναν ορθάνοιχτα. Το ίδιο και το στόμα μου. Το αίμα του έβαψε τα χέρια μου κόκκινα και απέμεινα να τον κοιτάω τρομαγμένη. Το βλέμμα του παρέμεινε λίγο πάνω στο δικό μου και είδα τα χείλη του να σχηματίζουν ένα είδος παράξενου χαμόγελου.
«Σου το ‘πα ότι αυτή τη φορά ήταν η σειρά μου να σε σώσω» είπε βαριανασαίνοντας και τα μάτια μου θόλωσαν. Τα ανοιγόκλεισα γρήγορα και ένιωσα καυτά δάκρυα να τρέχουν στο πρόσωπό μου. Τα χέρια μου βρέθηκαν στο πρόσωπό του και τα χείλη μου άνοιξαν χωρίς να έχω όμως κάτι να πω. Το περίεργο χαμόγελό του εξαφανίστηκε, τα μάτια του έκλεισαν και το κεφάλι του έγειρε στο στήθος μου.
«Μ-Μάξιμε;» ψιθύρισα χωρίς να αναγνωρίζω τη φωνή μου. Ήταν ψιλή, σχεδόν υστερική αλλά παράλληλα βραχνή. Τον ταρακούνησα λίγο μέσα στην αγκαλιά μου και περισσότερα δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια μου κάνοντάς τα να κλείσουν δυνατά. Ένα λυγμός ξέφυγε από το λαιμό μου καθώς χάιδεψα το μάγουλό του και σε δευτερόλεπτα έκλαιγα κανονικά με λυγμούς. Γύρισα να κοιτάξω την μητέρα μου που καθόταν λίγα μέτρα μακριά μου με απαθές βλέμμα. Ξάπλωσα το σώμα του Μάξιμου σιγά στο πάτωμα και με ένα τελευταίο φιλί στο μέτωπό του σηκώθηκα με φόρα και έτρεξα προς τη μεριά της μητέρας μου.
«ΣΕ ΜΙΣΩ» ούρλιαξα πέφτοντας πάνω της και ρίχνοντάς μας και τις δύο στο πάτωμα. Την άρπαξα από το μαλλί με το ένα μου χέρι και με το άλλο έμπηξα τα νύχια μου στο δέρμα της «Θα μου τους πάρεις όλους; Όλους όσους αγαπώ; Μου πήρες ήδη δύο άτομα δεν θα σε αφήσω να μου πάρεις κι άλλα» άρχισα να χτυπιέμαι και εκείνη μου έριξε ένα δυνατό χαστούκι ρίχνοντας με ανάσκελα. Ήρθε από πάνω μου και το χέρι της βρέθηκε στο λαιμό μου.
«Αν κάνεις ότι σου λέω κανείς δεν θα πάθει κακό. Είναι απλά τα πράγματα»
«Δεν» προσπάθησα να πω αλλά το χέρι της ήταν υπερβολικά σφιχτό γύρω από το λαιμό μου «Δ-εν πρό-κειται» κατάφερα να πω σπαστά και το χέρι της μου έκοψε κυριολεκτικά τον αέρα. Άρχισα να χτυπιέμαι για να την βγάλω από πάνω αλλά μάτια προσπαθούσα.
«Ασ’ την ήσυχη!» άκουσα θολά από δίπλα μου και είδα τον Μάρκο να σηκώνεται όρθιος και να τρέχει προς το μέρος μας. Καθ’ όλη τη διάρκεια της πάλης μας είχε καταφέρει να λυθεί. Η μητέρα μου στόχευσε και πυροβόλησε προς το μέρος του. Πριν προλάβει κατάφερα να την κλοτσήσω στην κοιλιά κάνοντάς την να χάσει το στόχο της. Είδα τον Μάρκο να γυρίζει την πλάτη του φοβισμένος ότι χτυπήθηκε ενώ ο Κίμωνας είχε προσπαθήσει να προστατεύσει την Ελευθερία με το δεμένο σώμα του.
«Να πάρει δεν ήθελα να το κάνω αλλά με αναγκάσατε» άκουσα την φωνή της μητέρας μου και πριν προλάβω να πιάσω το χέρι του Μάρκου για να σηκωθώ με τράβηξε η μητέρα μου και με κόλλησε στον τοίχο τοποθετώντας το πιστόλι στον κρόταφό μου.
«Μην κουνηθείς» είπε κοιτώντας τον Μάρκο και με την άκρη του ματιού μου είδα τον Κίμωνα να προσπαθεί να ελευθερώσει την Ελευθερία από τα δεσμά της «Κανείς μην κουνηθεί» τους κοίταξε και πάγωσαν και οι δύο. Το βλέμμα της Ελευθερίας κατευθύνθηκε σε εμένα και είδα τα δάκρυά της να πέφτουν με αγωνία στο πρόσωπό της. Παρόλα αυτά μου χαμογέλασε γλυκά με εκείνον τον τρόπο που εκείνη ήξερε. Αυτός ήταν ο τρόπος της να λέει ‘Σ’αγαπώ’ χωρίς να το εκφράσει με λέξεις. Της χαμογέλασα κι εγώ νεύοντάς της και έκανα το ίδιο με τον Κίμωνα που με κοιτούσε με κόκκινα και τρομαγμένα μάτια. Η μητέρα μου πίεσε το πιστόλι πιο δυνατά στον κρόταφό μου και έκλεισα τα μάτια δυνατά.
«Γιατί το κάνεις αυτό; Μπορούμε να το συζητήσουμε χωρίς να προκαλέσει ο ένας κακό στον άλλο» προσπάθησε να την συνετίσει ο Μάρκος και του έριξα ένα λυπημένο βλέμμα. Η κουβέντα είχε πάει σύννεφο, αυτό το ξέραμε ήδη.
«Δεν καταλαβαίνετε εσείς από λόγια» είπε η μητέρα μου και αρνήθηκα να την κοιτάξω. Δεν ήθελα να πεθάνω έχοντας δει το τέρας που έκρυβε μέσα της «Μία τελευταία ευκαιρία λοιπόν» είπε αναστενάζοντας χωρίς όμως να πάρει το πιστόλι από το κεφάλι μου «Θα κάνεις αυτό που σου λέω χωρίς αντιρρήσεις;» μου απηύθυνε την ερώτηση και κοίταξα το Μάρκο. Όσο κι αν θέλαμε και οι δύο να τελειώσει όλη αυτή η περιπέτεια με καλό τέλος, ξέραμε ότι αν δεχόμουν την πρόταση της μητέρας μου δεν θα είχαμε καλή κατάληξη. Το ότι η μητέρα μου είχε τρελαθεί σήμαινε ότι όταν μπλεκόμουν στο εσωτερικό κύκλωμα θα έπρεπε κάθε φορά να κάνω κάτι όλο και πιο επικίνδυνο. Με αυτόν τον τρόπο θα γινόμουν πιο αξιόπιστη στους συναδέλφους μου και το όνομά μου θα γινόταν γνωστό με αποτέλεσμα να καθαριστεί και το δικό της. Φυσικά θα με έβαζε να πω ότι εκείνη με βοηθούσε και με συμβούλευε σε όλα αυτά. Θα με είχε ως μια μαριονέτα για τα παιχνίδια της. Θα μπορούσε κι εκείνη να γυρίσει δριμύτερη στο κύκλωμα και να συνεχίσει τη δουλειά του μαφιόζου.
Αυτό ήταν. Αυτός ήταν ο απώτερος σκοπός της. Πριν ακόμα πεθάνει ο μαφιόζος αυτό είχαν συμφωνήσει οι δυο τους. Γι’ αυτό και ήταν η μόνη που γνώριζε τον κωδικό του μαφιόζου. Γι αυτό ήξερε πως θα παίρναμε τα λεφτά και ίσως και γι αυτό δεν μας τον έδινε αλλά ήθελε κι εκείνη να έρθει μαζί μας. Για να υπολογίσει πόσα είχε συγκεντρώσει εκείνος ώστε να κανονίσει τις δικές της δουλειές. Για να συνεχίσει το έργο του. Και ήταν τόσο  ψυχωτική μαζί του που ίσως και γι αυτό τον έθαψε στον κήπο μας. Για να αντλεί δύναμη από εκείνον όταν θα είχε πια τα δικά του ανολοκλήρωτα έργα στα χέρια της. Για να γίνει τελικά μετά από τόσα χρόνια υπομονής και αναμονής σαν αυτόν.
«Δεν θα γίνω η μαριονέτα σου. Δεν θα γίνω σας εσάς. Το ότι συμφώνησα να πάω ήταν λόγω του πατέρα μου που τώρα είναι νεκρός εξ αιτίας σου. Τώρα λοιπόν δεν έχω κανένα λόγο να ακολουθήσω τα βήματά σου. Είσαι μόνη σου σε αυτό» της είπα αποφασιστικά και με κοίταξε ψυχρά.
«Ώστε θα πετάξεις έτσι ένα λαμπρό μέλλον»
«Άμα εσύ θεωρείς την εμπλοκή στον υπόκοσμο λαμπρό μέλλον χάρισμά σου. Εγώ δεν θα σου κάνω το χατίρι»
«Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα σου κοστίσει την ίδια σου τη ζωή;» ρώτησε μεταφέροντας το πιστόλι στο λαιμό μου και κατάπια με δυσκολία.
«Ναι. Ακόμα κι αν αυτό μου στοιχίσει τη ζωή μου»
«Είσαι τόσο αφελής και πεισματάρα» είπε μέσα από τα δόντια της και έριξα ένα τελευταίο βλέμμα στα αδέλφια μου. Ο Κίμωνας είχε καταφέρει να λύσει την Ελευθερία και τον εαυτό του και παρατήρησα ότι τα νύχια του ήταν γεμάτα αίμα. Μάλλον τα σκοινιά ήταν πολύ σφιχτά δεμένα.
«Μαμά σε παρακαλώ λογικέψου. Σε παρακαλώ» μίλησε η Ελευθερία για πρώτη φορά αλλά η μητέρα μου δεν γύρισε να την κοιτάξει.
«Μην με εκνευρίζετε. Αν δεν σταματήσετε να μιλάτε θα σας κάνω εγώ να σταματήσετε» απηύθυνε και στα τρία μου αδέλφια και έπιασα δυνατά το χέρι που κρατούσε το πιστόλι.
«Τελείωνε. Κάντο. Πυροβόλα που να πάρει, δεν θα κάνεις σε κανένα άλλο κακό παρά μόνο σε εμένα» της είπα και με κοίταξε σκληρά.
«Θα το κάνω όταν θελήσω εγώ» μου αντιγύρισε και πίεσα το πιστόλι πιο σκληρά πάνω μου.
«ΧΤΎΠΑ» ούρλιαξα και προσπάθησα να της ρίξω κλοτσιά.
«Μην μου φωνάζεις εμένα γιατί…» φώναξε δυνατά αλλά την διέκοψα στριγκλίζοντας.
«ΕΙΣΑΙ ΤΟΣΟ ΔΕΙΛΗ»
«ΣΚΑΣΜΟΣ»
Ο πυροβολισμός αντήχησε στα αυτιά μου σαν να εξαρράγη βόμβα κι όχι ένα απλό, μικρό όπλο.
Μου κόπηκε η αναπνοή ενώ τα μάτια μου παρέμειναν ορθάνοιχτα καθώς πέσαμε και οι δύο στο πάτωμα. Τα μουδιασμένα μου μέλη έμειναν ακίνητα καθώς έπεσα στο πάτωμα με έναν γδούπο και η πλάτη μου ακούμπησε στον τοίχο. Κοίταξα την μητέρα μου για τελευταία φορά καθώς το σώμα της είχε πέσει σχεδόν άψυχο στο πάτωμα δίπλα στο δικό μου. Ένιωθα τα μάτια μου να βαραίνουν καθώς μεταφέρονταν μακριά από το πρόσωπό της και εστίαζαν στο πλευρό της. Σε μια κίνηση απελπισίας σήκωσα το χέρι μου πήρα το πιστόλι από τα χέρια της πετώντας το μακριά της. Όχι ότι είχε και πολύ σημασία πια.
Άρχισα να συνειδητοποιώ τι είχε γίνει και γύρισα να κοιτάξω τα αδέλφια μου με τρεμάμενα χείλη. Δεν είχαν αντιληφθεί ακόμα τι είχε μόλις συμβεί. Σήκωσα το χέρι της μητέρας μου και η κόκκινη πληγή εμφανίστηκε υγρή και απειλητική μπροστά στα μάτια τους. Η Ελευθερία είχε το χέρι της μπροστά από το στόμα της ενώ ο Κίμωνας και ο Μάρκος την κοιτούσαν με μπερδεμένο βλέμμα.
Στη στιγμή ήρθαν και οι τρεις να με αγκαλιάσουν κλαίγοντας. Έμεινα ακίνητη δίχως να έχω δύναμη για τίποτα. Τους έβλεπα να μιλάνε αλλά δεν μπορούσα να επιστήσω την προσοχή μου σε αυτά που λέγανε. Ήταν σαν να έβλεπα όνειρο καθώς μιλούσαν όλοι μαζί αδιάκοπα χωρίς όμως να βγάζουν νόημα αυτά που έλεγαν. Το βλέμμα μου μεταφέρθηκε στο Μάξιμο που είχε καταφέρει να κάτσει με την πλάτη του να ακουμπάει στον καναπέ αλλά ανάσαινε βαριά και δύσκολα.
«Μάξιμε» ψιθύρισα και τα μάτια του Μάρκου γύρισαν προς το αγόρι μου.
«Ζει» είπε χαμηλόφωνα και ο Κίμωνας του εξήγησε.
«Εκείνος πυροβόλησε»
«Πως;» ρώτησε η Ελευθερία ενώ εγώ είχα ήδη αρχίσει να μπουσουλάω προς το μέρος του. Πήρα το πρόσωπό του στα χέρια μου και κοίταξα στα μάτια του.
«Γεια» με χαιρέτησε και μόνο με αυτή τη λέξη τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα ξανά «Ει, όλα καλά. Μην ανησυχείς» μου είπε και ακούμπησα το μέτωπό μου στο δικό του. Από λίγο πιο πέρα άκουσα τον Κίμωνα που έπαιρνε τηλέφωνο για να ζητήσει ασθενοφόρο.
«Κρατάς;» ρώτησα το Μάξιμο και μου χαμογέλασε.
«Φυσικά» είπε και με κοίταξε με τόση τρυφερότητα που χωρίς δεύτερη σκέψη τα χείλη μου βρέθηκαν πάνω στα δικά του κλείνοντας την απόσταση μεταξύ μας.
«Σφαγή έγινε εδώ πέρα;» ρώτησαν οι άνδρες ήρθαν μετά από λίγη ώρα με το ασθενοφόρο και πήραν τον Μάξιμο μαζί τους. Τους ακολουθήσαμε στο νοσοκομείο και επί δύο ώρες τα νεύρα μου ήταν στη τσίτα γιατί δεν είχαμε κανένα νέο του Μάξιμου. Ο Μάρκος με πήρε στην αγκαλιά του και τον κοίταξα θλιμμένη.
«Θα γίνει καλά μην ανησυχείς» προσπάθησε να με καθησυχάσει ενώ παράλληλα η Ελευθερία χάιδευε με τον αντίχειρά της το εξωτερικό της παλάμης μου.
«Θες να σου φέρω κάτι; Λίγο νερό ή καφέ;» με ρώτησε ο Κίμωνας και κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.
«Ελάτε εδώ» είπα και στους τρεις κάνοντάς τους να έρθουν κοντά μου «Το ξέρω ότι η ερώτηση που θα κάνω είναι χαζή αλλά είστε καλά;»
«Έχεις δίκιο είναι πολύ χαζή ερώτηση» είπε ο Κίμωνας και ξεφύσησε «Δεν είμαστε. Αλλά θα γίνουμε. Όλοι μας» είπε και είδα τα υπόλοιπα αδέλφια μου να νεύουν.
«Όσο είμαστε όλοι μαζί θα είμαστε μια χαρά» συμπλήρωσε η Ελευθερία και τους τράβηξα όλους σε μια ομαδική αγκαλιά.
«Λυπάμαι τόσο πολύ για όλα όσα έγιναν» είπα και ο Μάρκος με κοίταξε θλιμμένα.
«Το ξέρεις ότι δεν φταις εσύ γι αυτό έτσι;»
«’Ίσως και να φταίω. Αν δεν είχα μπλεχτεί πριν πέντε χρόνια…»
«Θα είχα μπλεχτεί εγώ μετά από λίγο. Δεν υπήρχε τρόπος αποφυγής»
«Τον καημένο τον μπαμπά. Πέρασε τόσα μόνο και μόνο για να πεθάνει τόσο άδικα» είπε η Ελευθερία και ένευσα.
«Είστε συγγενείς του Μάξιμου;» άκουσα μια φωνή και όταν σήκωσα το κεφάλι μου είδα έναν γιατρό να μας κοιτάει.
«Φίλοι» απάντησε ο Κίμωνας.
«Εγώ είμαι η κοπέλα του» είπα και σηκώθηκα όρθια «Είναι καλά;»
«Ναι. Απλώς χρειάζεται πολύ ξεκούραση. Η σφαίρα ευτυχώς δεν τον πέτυχε σε πολύ κρίσιμο σημείο»
«Μπορώ να τον δω;» ρώτησα με αγωνία και μας κοίταξε όλους.
«Μόνο ένα άτομο τη φορά» είπε και μου έκανε νόημα να περάσω. Κοίταξα τα αδέλφια μου μια ακόμα φορά και όταν μου χαμογέλασαν κατευθύνθηκα στο δωμάτιο του Μάξιμου.
Ήταν τόσο γαλήνιος έτσι που κοιμόταν. Η αναπνοή του ήταν σταθερή και καθαρή. Πήρα την καρέκλα που ήταν λίγο πιο πέρα από το κρεβάτι του και την μετακίνησα ώστε να κάθομαι ακριβώς δίπλα του. Πήρα το χέρι του στο δικό μου και χαμογέλασα. Ευτυχώς δεν τον είχα χάσει κι αυτόν.
Κατέληξα να με έχει πάρει ο ύπνος έχοντας το χέρι του μέσα στο δικό μου και το μπράτσο του ως μαξιλάρι μου. Ανοίγοντας τα μάτια μου κοίταξα γύρω μου και παρατήρησα πως τα δικά του μάτια ήταν ανοιχτά και με κοίταγαν με την ίδια τρυφερότητα που με είχαν κοιτάξει και στο σπίτι.
«Πόση ώρα είσαι ξύπνιος;» ρώτησα σηκώνοντας το κεφάλι μου από το μπράτσο του.
«Λίγη. Πέντε λεπτά. Μπορεί δέκα. Πως κοιμήθηκες;» με ρώτησε και του χαμογέλασα.
«Είσαι πολύ βολικό μαξιλάρι» τον πείραξα και μου χαμογέλασε.
«Χαίρομαι. Το είχες ανάγκη» είπε και μετά από μια παύση πρόσθεσε «Πως είσαι;»
«Καλά υποθέτω» είπα αναστενάζοντας και όταν τον κοίταξα στα μάτια εκείνος κατέβασε τα δικά του σχεδόν ντροπαλά «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησα σηκώνοντας το πρόσωπό του με το χέρι μου.
«Συγγνώμη» είπε και έσμιξα τα φρύδια «Που… που σκότωσα τη μητέρα σου» είπε και τον κοίταξα γλυκά.
«Εννοείς που με έσωσες από το θάνατο. Για δεύτερη φορά»
«Δεν ξέρω αν θα σε πυροβολούσε. Έτσι φαινόταν. Δεν συγκρατήθηκα. Απλώς πυροβόλησα»
«Εγώ πιστεύω πως θα με σκότωνε. Το έκανε με τον πατέρα μου. Σχεδόν το έκανε και με εσένα. Μην αισθάνεσαι άσχημα»
«Και πάλι… ήταν η μητέρα σου»
«Το ξέρω. Αλλά ήθελε το κακό μου. Γι αυτό δεν έχω κάτι να σου συγχωρήσω» του θύμισα και έσμιξα τα φρύδια «Για να λέμε όμως την καθαρή αλήθεια… Από πότε κουβαλάς μαζί σου όπλο;»
«Από πάντα. Το ότι το κρύβω δεν σημαίνει ότι δεν το έχω πάνω μου» εξήγησε και τον κοίταξα σαστισμένη «Εντάξει όταν λέω από πάντα δεν εννοώ πάντα πάντα. Εννοώ από τότε που μπλέχτηκα με το μαφιόζο»
«Μάλιστα» είπα απλά και χαμογέλασε.
«Άλλη απορία;» ρώτησε και τον κοίταξα κάπως επιφυλακτικά.
«Ναι έχω μια ακόμη»
«Να την ακούσω;»
«Τι θα γίνει από εδώ και πέρα;» τον ρώτησα και το πρόσωπό του σοβάρεψε.
«Τίποτα υποθέτω. Αν και θα προτιμούσα να μην συνεχίσεις με το όλο θέμα του υπόκοσμου. Ωστόσο αν αποφασίσεις το αντίθετο θα είμαι δίπλα σου. Το ξέρεις αυτό»
«Δεν νομίζω να συνεχίσω. Αρκετά μπλέχτηκαν τα πράγματα»
«Τότε η μόνη λύση είναι να μοιράσουμε τα υπόλοιπα χρήματα και να κρατήσετε κάποια εσείς για να μην σας πάρουν το σπίτι. Και απλώς να συνεχίσουμε από εκεί που σταματήσαμε να ζούμε εδώ και κάτι χρόνια, από τότε που γνωρίσαμε το μαφιόζο»
«Δεν θυμάμαι καν πως είναι να ζεις χωρίς να σε απειλεί κάποιος καθημερινά. Χωρίς να έχεις ένα μανιακό αφεντικό πάνω από το κεφάλι σου»
«Ούτε εγώ. Αλλά όπως και να έχουν τα πράγματα αν αποφασίσουμε να φύγουμε από αυτόν τον χώρο, θα πρέπει να είναι για πάντα»
«Το ξέρω. Τέλος πια με τον κίνδυνο. Τέλος πια με τις απειλές»
«Κι αν ποτέ βρεθεί κάποια ευκαιρία να ξαναμπλεχτούμε θα πρέπει να το αποφύγουμε με κάθε τρόπο»
«Με κάθε τρόπο» επανέλαβα νεύοντας. Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα όμως δεν άντεξα και τον κοίταξα ανήσυχη.
«Και θα πετύχει; Θα γίνουμε ευτυχισμένοι εννοώ;»
«Στο χέρι μας είναι. Το πιστεύω. Ναι. Θα είμαστε ευτυχισμένοι»
«Το υπόσχεσαι;» ακούμπησα το πρόσωπό μου στο στήθος του και σήκωσα το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω. Τα χείλη του βρήκαν τα δικά μου στη στιγμή μεταφέροντάς μια αίσθηση γαλήνης στο σώμα μου.
«Το υπόσχομαι»

Θεοδώρα Σέρβου

* * *

Αυτό ήταν. Το τελευταίο κεφάλαιο της ιστορίας ( :'( ). Θα υπάρξει και επίλογος αλλά πριτι ματς δατ γουοζ ιτ. Να ευχαριστήσουμε την καταπληκτική Θεοδώρα για την απίστευτη ιστορία της που εμπιστεύτηκε στο blog μας και για την καταπληκτική συνεργασία και να της ευχηθούμε καλή επιτυχία στις επόμενες δουλείες της. Θεοδώρα μου ελπίζω να μας προτιμήσεις και πάλι :D

Περιεχόμενα: