Αλήθεια ή Ψέματα (Κεφάλαιο 6)

«Είσαι σίγουρος; Μήπως ο σφυγμός του είναι απλά χαμηλός;» επέμεινα μετά από ήδη τρεις φορές που χρειάστηκε να μου πει ο πατέρας μου ότι ήταν νεκρός.
 
«Ζωή, δεν αναπνέει. Έλα, πρέπει να τον βάλουμε στο αυτοκίνητο, δεν μπορούμε να τον αφήσουμε εδώ» μου είπε και σήκωσε το αγόρι στα χέρια. Άνοιξα την πίσω πόρτα με τρεμάμενα χέρια και έκανα χώρο στον πατέρα μου να βάλει το αγόρι μέσα. Προσπάθησα να πάρω βαθιά αναπνοή αλλά δεν μπορούσα. Κάθισα πάλι στη θέση του συνοδηγού και γύρισα για να τον κοιτάξω. Ήταν μελαχρινός, ψηλός και γεροδεμένος. Τα μάτια του ήταν κλειστά αλλά από μνήμης ήξερα ότι ήταν πράσινα. Ήταν από τους παλιούς. Ήταν εκεί πριν μπλεχθώ στην υπόθεση κι ας ήταν μόνο ένα χρόνο μεγαλύτερός μου. Πράγμα που σήμαινε ότι ήταν εκεί από τα δεκατρία του ή κάτι τέτοιο. Πως μπόρεσε να σκοτώσει ένα παιδί που το ήξερε τόσα χρόνια; Τόση βιαιότητα λοιπόν είχε πάνω του;
«Νομίζω τον έλεγαν Νίκο» ψιθύρισα και ο πατέρας μου πάτησε το γκάζι ξανά.
«Νομίζεις; Δεν μιλάγατε;»
«Όχι. Δεν… Δεν πολυκάνω παρέα μαζί τους»
«Κακώς. Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα χρειαστείτε ο ένας τον άλλο. Είστε όλοι στην ίδια μοίρα»
Το ίδιο μου είχε πει και ο Μάξιμος λίγο καιρό πριν. Κι απ’ ότι φαίνεται είχαν και οι δύο δίκιο. Ξεκλείδωσα το κινητό μου και κατέβηκα γρήγορα τον κατάλογο μέχρι να βρω τον Μάξιμο. Άρχισα από την αρχή την αναζήτηση, δύο και τρεις φορές μέχρι να συνειδητοποιήσω τι έκανα. Δεν τον είχα γράψει με το όνομά του. Πήγα στην καταχώρηση τσιράκι. Και εκείνη τη στιγμή έπρεπε να μαντέψω. Ήταν το τσιράκι νούμερο ένα, δύο, τρία ή τέσσερα; Κανενός το όνομα δεν ήταν γραμμένο πια; Πάτησα το νούμερο ένα και ευχήθηκα να ήταν ο Μάξιμος.
«Ζωή;» άκουσα μια παραξενεμένη και με το δίκιο της. Δεν έπαιρνα ποτέ κανέναν τηλέφωνο. Αλλά αυτός δεν ήταν ο Μάξιμος.
«Ναι… Ε ποιος είναι;» απάντησα με τη φωνή μου να τρέμει.
«Ο Στέφανος. Ε… έγινε κάτι;» με ρώτησε κάνοντας μια παύση και έπιασα τον εαυτό μου να νεύει. Ο πατέρας μου πήρε το τηλέφωνο από το χέρι μου και άρχισε να μιλάει.
«Στέφανε είμαι ο Φώτης. Ναι… Έχω κακά νέα. Ο Νίκος… Ναι. Όχι απλώς τον χτύπησε. Τον… τον σκότωσε» του ανακοίνωσε και έκλεισα τα μάτια μου δυνατά για να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Τρέχαμε πολύ. Πάρα πολύ γρήγορα.
«Μπαμπά, κόψε ταχύτητα» ψιθύρισα αλλά με αγνόησε.
«Ναι στο γνωστό μέρος. Θα είμαστε εκεί σε κανένα δεκάλεπτο. Εντάξει, μαζευτείτε όλοι» έκλεισε το τηλέφωνο και μου το έδωσε αυξάνοντας κι άλλο ταχύτητα. Έβαλα τα χέρια μου στο κεφάλι μου αλλά δεν μου έδωσε σημασία ούτε με ρώτησε αν ήμουν καλά. Δεν ήμουν. Το ήξερε. Όπως είχε υποσχεθεί φτάσαμε στον προορισμό μας σε δέκα λεπτά και μέσα από το παράθυρο είδα αρκετούς γνωστούς. Πολλά από τα τσιράκια είχαν μαζευτεί και μας περίμεναν. Άνοιξα την πόρτα για να βγω και το ίδιο έκανε και ο πατέρας μου. Ο Στέφανος τον βοήθησε να βγάλει το σώμα του Νίκου από το πίσω κάθισμα και το τοποθέτησαν στο έδαφος. Γύρισα από την άλλη και είδα τον Μάξιμο να με πλησιάζει. Δεν δίστασα καθόλου. Εκείνη τη στιγμή χρειαζόμουν κάποιον να με παρηγορήσει κι εκείνος ήταν παραπάνω από πρόθυμος να το κάνει. Άνοιξε τα χέρια του και χώθηκα στην αγκαλιά του χωρίς να πει κανένας από τους δύο μας τίποτα. Ένιωσα τα χείλη του στα μαλλιά μου και έθαψα το πρόσωπό μου στο στήθος του.
«Ήταν και δικό μου φταίξιμο που έγινε αυτό» τον άκουσα να λέει μετά από λίγο και σήκωσα το κεφάλι μου να τον κοιτάξω.
«Τι λες τώρα;»
«Ναι. Όταν μιλάγαμε με τον μαφιόζο ήταν σαν να τον έδινα. Θυμάσαι; Κάποιος ξέχασε να τους αποσπάσει τα όπλα του είχα πει»
«Ναι αλλά αυτός έκανε τη δουλειά του. Και δεν ήταν μόνος του. Ήταν δύο αυτοί που έπρεπε να αποσπάσουν τα όπλα» είπα και με κοίταξε τρομαγμένα.
«Ο άλλος είναι δικός του, εμπιστευτικός του μπορείς να το πεις κι έτσι. Ο Νίκος είχε μπλεχτεί λόγω χρεών. Τον άλλον τον πληρώνει κανονικά» μου εξήγησε και δάγκωσα το κάτω χείλος μου. Αυτό λοιπόν σήμαινε ότι όλοι ήμασταν στην ίδια μοίρα. Όλοι χρωστούσαμε σε αυτόν, απλά εκτελούσαμε διαφορετικά καθήκοντα. Όσοι χρωστούσαν ήταν εύκολο να καθαριστούν. Όποιος πληρωνόταν είχε μία ακόμα ευκαιρία προς όφελός του.
Κάτσαμε γύρω στις δύο ώρες εκεί, πήραν τηλέφωνο και την οικογένεια του Νίκου και περιμέναμε να έρθουν να τον πάρουν. Ο πατέρας μου ήταν ο υπεύθυνος να πάρει τηλέφωνο και να ανακοινώσει τα κακά νέα. Καθ’ όλη τη διάρκεια που περιμέναμε επικρατούσε ησυχία. Το μόνο που ακουγόταν ήταν ελάχιστοι ψίθυροι και κανένα περαστικό αυτοκίνητο. Και τότε ακούσαμε τις ρόδες να τρίβονται με απίστευτη ταχύτητα στο οδόστρωμα και τα φώτα ενός αυτοκινήτου μας τύφλωσαν. Άκουσα τις κραυγές μιας γυναίκας που πετάχτηκε έξω από το αυτοκίνητο πριν καν προλάβει να σταματήσει κανονικά. Δεν άντεξα να το δω. Άρχισα να περπατάω προς την άλλη μεριά του δρόμου. Προσπάθησα να ξεφύγω από τον πόνο αυτών των γονιών αλλά δεν μπορούσα να βγάλω από το μυαλό μου ότι στο μέλλον μπορεί να γινόταν κάτι παρόμοιο και με εμένα. Έτσι θα έτρεχαν και οι γονείς μου για εμένα; Η μητέρα μου θα τσίριζε με τον πόνο να τρώει τα σωθικά της; Τα μάτια της θα ήταν τόσο κόκκινα όσο εκείνης της γυναίκας; Ο πατέρας μου θα έπεφτε στα γόνατα δίπλα μου για να μου χαϊδέψει το πρόσωπο όπως έκανε ο πατέρας του Νίκου;
«Είσαι καλά;» άκουσα τη φωνή του Μάξιμου και γύρισα για να τον κοιτάξω. Είχαμε απομακρυνθεί πολύ από τους υπόλοιπους αλλά ακούγονταν ακόμα φωνές. Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά.
«Όσο καλά θα μπορούσε να ήταν κανείς μετά από αυτό που συνέβη σήμερα. Αλλά πραγματικά τώρα δεν είναι δικό σου το φταίξιμο. Ο μαφιόζος θα τον σκότωνε ούτως ή άλλως»
Δεν απάντησε αλλά δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι τη συγκεκριμένη στιγμή δεν μπορούσε να μην σκέφτεται ότι ίσως και σε ένα μικρό ποσοστό να έφταιγε. Ο καθένας θα ένιωθε έτσι. Δεν ήταν ένα απλό χτύπημα. Ήταν ο θάνατος. Κι από εκεί δεν μπορούσε να ξεφύγει κανείς. Κάθισα στο πεζοδρόμιο παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και κάθισε δίπλα μου. Δεν προσπάθησε να μου πιάσει κουβέντα παρά μόνο μετά από αρκετά λεπτά ησυχίας. Οι κραυγές είχαν σταματήσει. Υπέθεσα πως είχε πάρει τη θέση τους ο βουβός θρήνος. Ή και οι προσευχές στον Θεό να τον έφερνε πίσω.
«Πως και πήρες τηλέφωνο τον Στέφανο;» με ρώτησε και σήκωσα τους ώμους μου.
«Ήταν το πρώτο τηλέφωνο που βρήκα μπροστά μου» είπα ψέματα κι εκείνος ένεψε.
«Φοβήθηκα μήπως με απέφευγες λόγω… ξέρεις. Επειδή σε φίλησα» απέφυγε να με κοιτάξει και δάγκωσα την γλώσσα μου. Το είχε μετανιώσει. Εγώ… Δεν ήξερα. Δεν ήξερα αν το είχα μετανιώσει ή αν μου ήταν αδιάφορο ή αν ήθελα πραγματικά να εμπλακώ μαζί του.
«Όχι καμιά σχέση» απάντησα χωρίς να τον κοιτάξω αλλά το σκέφτηκα καλύτερα… ίσως «Μην γελάσεις. Το καλύτερο θα ήταν ούτε να νευριάσεις» του είπα και με κοίταξε παραξενεμένος «Πήρα πρώτον τον Στέφανο γιατί δεν έχω γράψει ονόματα δίπλα στα τηλέφωνά σας»
«Και πως ξεχωρίζεις τα νούμερα αν δεν έχεις ονόματα;» με κοίταξε λες και ήμουν τρελή και κατσούφιασα.
«Να.. έχω γράψει κάτι πιο συμβολικό» απέφυγα να τον κοιτάξω και τον άφησα να μαντέψει.
«Η απαγορευμένη λέξη;» πρότεινε και ένεψα «Ακόμα και στο κινητό σου;» σήκωσε τα χέρια ψηλά και κοίταξα κάτω σχεδόν ντροπιασμένη. Εντάξει ίσως όντως το είχα παρακάνει. Αλλά ήμουν πιο μικρή και δεν ήθελα να έχω σχέση με κανέναν τους. Όχι ότι πριν λίγο καιρό δεν έκανα το ίδιο αλλά…
«Θα μου πεις ποιο αντιστοιχεί σε καθέναν σας ή προτιμάς να μείνεις γραμμένος με την απαγορευμένη λέξη;» τον ρώτησα λίγο πιο δυνατά απ’ ότι θα έπρεπε και στριφογύρισε τα μάτια του παίρνοντας το κινητό από τα χέρια μου. Σε δευτερόλεπτα μου το έδωσε πίσω.
«Μου κάνει όμως εντύπωση ακόμα που δεν ήξερες το δικό μου. Σε είχα πάρει τηλέφωνο όταν είχα μάθει για τον αδερφό σου» παρατήρησε και είχε έρθει η στιγμή να κοκκινίσω.
«Την διέγραψα την κλήση»
«Μάλιστα…» σχολίασε δαγκώνοντας το κάτω χείλος του «Δεν άκουσα ευχαριστώ» μου είπε μετά από λίγο αλλά τον κοίταξα με νόημα.
«Λείπει ένα. Είχα τέσσερα…»
«Το ένα ήταν του Νίκου» απάντησε μετά από λίγο και το βούλωσα. Δεν σχολίασε ούτε εκείνος παραπάνω και το αφήσαμε εκεί το θέμα. Αρχίσαμε να περπατάμε πίσω για να βρούμε τους άλλους. Φτάσαμε ακριβώς τη στιγμή που έβαζαν το σώμα του Νίκου στο αυτοκίνητο και έτρεξα κοντά στον πατέρα μου. Δεν σχολίασε την απουσία μου αλλά μου έκανε σήμα να μπω στο αυτοκίνητο και υπάκουσα. Έριξα μια τελευταία ματιά στον Μάξιμο και τον Στέφανο και μου την ανταπέδωσαν. Τους έχασα από τα μάτια μου μέσα σε δευτερόλεπτα.
«Δεν συμβαίνουν συχνά αυτά σωστά;» τον ρώτησα χωρίς να του υπενθυμίσω για άλλη μια φορά να μην τρέχει. Τη δεδομένη στιγμή δεν με ένοιαζε καθόλου. Ήθελα να φύγω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από εκεί.
«Μόνο τα τελευταία χρόνια. Φυσικά έχει προβεί πολλές φορές σε ξυλοδαρμούς, βασανιστήρια και λοιπά αλλά μέχρι πριν λίγα χρόνια οι θάνατοι που προκαλούσε ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα. Τώρα όμως το ελάχιστο που θα δει ότι τον απειλεί το αντιμετωπίζει με το θάνατο»
«Πρέπει να φοβάμαι;» τον ρώτησα και γύρισε για λίγο να με κοιτάξει.
«Όχι απολύτως. Σκοτώνει μόνο αυτούς που εμπλέκονται άμεσα με τα συμβάντα. Για παράδειγμα ο Νίκος ήταν ο υπεύθυνος για να αφαιρέσει τα όπλα από τους φύλακες γι’ αυτό και τον σκότωνε. Αν δρούσε σκοτώνοντας συλλογικά τώρα θα ήμασταν όλοι νεκροί»
«Είναι ψυχοπαθής»
«Είναι. Χρόνια προσπαθούμε να τον παγιδέψουμε με την μητέρα σου ώστε με κάποιον τρόπο να τον κλείσουμε στο ψυχιατρείο. Με μια μικρή εξαίρεση ότι και να το κάνουμε αυτό θα καθαρίσει όλους τους γιατρούς και μετά εμάς»
«Είναι και η μαμά τόσο βαθιά μπλεγμένη σε αυτό;» έσμιξα τα φρύδια. Εντάξει η μητέρα μου δεν ήταν και από τα πιο ήσυχα πνεύματα του κόσμου αλλά δεν μπορούσα να την φανταστώ τόσο βαθιά μπλεγμένη στο σύστημα.
«Η μητέρα σου ήταν πιο βαθιά μπλεγμένη από όλους μας»
«Ήταν;» με παραξένεψε ο παρελθοντικός χρόνος.
«Ναι. Είναι. Ήταν. Ήταν τέλος πάντων αλλά ανά πάσα στιγμή μπλέκεται και πάλι. Και απ’ την στιγμή που είμαι μπλεγμένος εγώ έμμεσα είναι και εκείνη» απάντησε και κούνησα το κεφάλι μου.
«Πόσους άλλους από εμάς έχεις μπλέξει άμεσα; Εγώ, η μαμά… Ποιος άλλος;» ύψωσα λίγο τη φωνή μου αλλά δεν ίδρωσε το αυτί του. Δεν μου απάντησε αμέσως. Μετά από έναν αναστεναγμό παρέδωσε τα όπλα.
«Άμεσα είναι και ο Μάρκος μπλεγμένος» αποκάλυψε και γούρλωσα τα μάτια μου «Όχι το ατύχημα ήταν όντως κατά τύχη. Δεν έχει καμιά σχέση με το μαφιόζο. Ή μάλλον σχεδόν καμία. Έκανε κόντρες με κάποια από τα τσιράκια του αλλά μόνο για πλάκα. Γι’ αυτό και σου απαγόρεψα να έρθεις εκείνη τη μέρα στο νοσοκομείο. Ήθελα να σιγουρευτώ. Ο Κίμωνας ήταν ήδη εκεί, η Ελευθερία ήταν ήδη στο δρόμο άρα δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι’ αυτούς. Εσένα τουλάχιστον που μπορούσα να σε κρατήσω στο σπίτι το έκανα»
«Μισό, μισό… Από εκεί βγάζει τα λεφτά;» τον κοίταξα αποσβολωμένη αγνοώντας το παραλήρημά του αλλά απάντησε πολύ ήρεμα.
«Είναι στις εξωτερικές δουλειές. Δεν θα το έλεγα τσιράκι του ή κάτι τέτοιο. Μόνο εκτελεί χρέη. Οι υπόλοιποι που λειτουργούν σαν τσιράκια τον συνοδεύουν και στις διαφόρου τύπου κοινωνικές εκδηλώσεις όπως η προηγούμενη. Ο Μάρκος δεν έχει κάνει ποτέ κάτι τέτοιο. Και τα λεφτά που παίρνει είναι από την κανονική δουλειά του. Δεν τον πληρώνει ο μαφιόζος. Μερικές φορές χρειάζεται να πληρώνει ο ίδιος κάποια πράγματα που τον βάζει ο μαφιόζος να κάνει γι’ αυτό και έχει τόσο γερό κομπόδεμα. Τον έχεις δει ποτέ να βγαίνει βόλτες; Ελάχιστες φορές, μετρημένες στα δάχτυλα»
«Εκείνος ξέρει ότι είμαι μπλεγμένη κι εγώ;»
«Φυσικά και όχι. Ξέρει μόνο για εμένα και τη μητέρα σου»
Δεν ήμουν έτοιμη να ακούσω άλλα. Μόλις φτάσαμε σπίτι κλείστηκα στο δωμάτιό μου και δεν άνοιξα την πόρτα ούτε καν στη Λυδία. Έκανα την κοιμισμένη και με άφησε στην ησυχία μου. Ή μπορεί να της είπε ο πατέρας μου ότι ήμουν κουρασμένη και γι’ αυτό να έφυγε. Όπως και να ‘χε το θέμα δεν ήθελα να δω κανέναν. Με πήρε ο ύπνος στη στιγμή.
Τα χτυπήματα στην πόρτα μου δεν έλεγαν να σταματήσουν. Έβαλα το μαξιλάρι μου πάνω από το κεφάλι μου αλλά μάταια. Η φωνή του πατέρα μου ακούστηκε πίσω από την πόρτα να μου φωνάζει και μούγκρισα εκνευρισμένη.
«Θα ανοίξεις επιτέλους;» άκουσα πριν ακριβώς ξεκλειδώσω την πόρτα και δω τον πατέρα μου να χτυπάει ανυπόμονα το πόδι του στο πάτωμα.
«Τι έγινε; Ήρθε να μας κάνει επίσκεψη ο φίλος σου και με θες κι εμένα παρούσα για το καθάρισμα;» του πέταξα οργισμένη κι εκείνος στραβομουτσούνιασε.
«Άσε τις αηδίες και κατέβα κάτω. Θα πάμε όλοι μαζί στο Μάρκο. Σήμερα παίρνει εξιτήριο»
«Τόσο νωρίς; Υποτίθεται ότι έχει σπασμένο χέρι και πλευρό» πέρασα από δίπλα του για να πάω στο μπάνιο αλλά με ακολούθησε.
«Δεν υποτίθεται. Τα έχει αλλά μπορεί να έρθει σπίτι αφού καλυτερεύει σύμφωνα με τις οδηγίες των γιατρών»
«Να λοιπόν που έχω και βιονικό αδερφό» είπα κλείνοντάς του την πόρτα στα μούτρα και άκουσα τα βήματά του να απομακρύνονται. Άφησα έναν μεγάλο αναστεναγμό και βάλθηκα να κάνω ντους. Είκοσι λεπτά αργότερα ήμουν έτοιμη και μπήκα στο αυτοκίνητο μαζί με τους γονείς μου, τον Κίμωνα και την Ελευθερία.
«Η  Λυδία ρωτάει αν είσαι καλά. Δεν απάντησες στα μηνύματά της» μου ψιθύρισε ο Κίμωνας και άνοιξα το κινητό μου για να βρω τρία μηνύματα και δύο κλήσεις. Έστειλα ένα μήνυμα εξηγώντας πως ήμουν καλά αλλά κουρασμένη και η απάντηση ήταν άμεση και ψυχρή.
‘Πρέπει να μιλήσουμε’ έλεγε αλλά δεν της απάντησα. Δεν ήθελα άλλες σοβαρές συζητήσεις. Αρκετές είχα κάνει τις τελευταίες μέρες.
«Άντε γλυκέ μου έλα» είπε η Ελευθερία βοηθώντας τον Μάρκο να σηκωθεί από το κρεβάτι ενώ εγώ με τον Κίμωνα ακουμπούσαμε στον τοίχο με σταυρωμένα χέρια ακούγοντας τους γονείς μας να συνεννοούνται με τους γιατρούς. Απέφυγα να κοιτάξω τον Μάρκο στα μάτια. Κόντρες με τα τσιράκια του μαφιόζου; Αλήθεια τώρα; Τι ήταν, πέντε χρονών; Θα μπορούσε να είχε σκοτωθεί, πόσο μάλλον και να είχε πεθάνει. Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά και έπιασα τον Κίμωνα να με στραβοκοιτάζει αλλά τον αγνόησα. Δεν έκανα και πολλά, απλώς πήρα μια μικρή τσάντα που μου έδωσαν και προχώρησα προς το αμάξι χωρίς να κοιτάξω πίσω. Στριμωχτήκαμε στο πίσω κάθισμα με την μητέρα μου, την Ελευθερία και τον Κίμωνα, στου οποίου και τα πόδια κάθισα γιατί δεν υπήρχε άλλη λύση. Δεν μιλάγαμε πολύ στην διαδρομή αλλά σε μια στιγμή που κοιτούσα έξω από το παράθυρο ένιωσα τον Κίμωνα να φυσάει μέσα στο αυτί μου.
«Ω, τώρα θα δεις» είπα και άρχισα να τον γαργαλάω. Ξέσπασε αμέσως σε γέλια και προσπάθησε να μου κάνει το ίδιο αλλά άρχισα να τον γαργαλάω πιο δυνατά.
«Ει εσείς εκεί πίσω για ηρεμήστε» άκουσα την φωνή του πατέρα μου αλλά τον αγνοήσαμε και εγώ κι ο Κίμωνας ξεσπώντας πάλι σε γέλια.
«Χαζόπραγμα» του έσπρωξα το κεφάλι ελαφρά με το χέρι μου κι εκείνος με έσφιξε τόσο δυνατά πάνω του που δεν μπορούσα να αναπνεύσω.
«Στα…μάτα» προσπάθησα να πω γελώντας αλλά δεν χαλάρωσε την αγκαλιά του.
«Τι θα γίνει με εσάς;» ρώτησε η Ελευθερία χαμογελώντας και την κοίταξα πονηρά.
«Γιατί ζηλεύεις;» τη ρώτησε ο Κίμωνας και πριν προλάβει να πει ή να κάνει κάτι χαλάρωσε το ένα χέρι του από πάνω μου και έπιασε την Ελευθερία, κολλώντας μας μαζί. Η τσιρίδα της Ελευθερίας μου έσπασε το τύμπανο, το ίδιο και το γέλιο του Μάρκου από μπροστά. Είδα τη μητέρα μου να κουνάει το κεφάλι της αλλά το χαμόγελο στα χείλη της πρόδιδε ότι το διασκέδαζε κι εκείνη.
«Έλα δεν μπορώ να αναπνεύσω σταμάτα» τον παρακάλεσα και μας άφησε γελώντας. Φτάσαμε στο σπίτι λίγα λεπτά αργότερα και βγήκα πρώτη από το αυτοκίνητο για να βοηθήσω τον Μάρκο.
«Εμείς πρέπει να κάνουμε μια σοβαρή συζήτηση κάποια στιγμή» ψιθύρισα όταν βγήκε έξω και με κοίταξε εξεταστικά αλλά δεν διαφώνησε. Μπήκαμε στο σπίτι και βάλθηκα να στρώσω το τραπέζι με τη μητέρα μου.
«Το βράδυ μετά τη δουλειά σου θέλω να μιλήσουμε» μου είπε η μητέρα μου και την κοίταξα περιπαιχτικά.
«Τι αποφάσισες να μου μιλήσεις επιτέλους για τα μπλεξίματά σας;»
«Είναι και δικά σου πλέον, μην το ξεχνάς»
«Εσείς το φροντίσατε αυτό. Και για εμένα και για το Μάρκο. Γι αυτό αν θες να μου πεις κάτι θα το πεις μπροστά σε όλους» αντιγύρισα και δεν μου απάντησε αμέσως. Έβαλε τα έξι πιρούνια στη σειρά και γύρισε να με κοιτάξει.
«Δεν θα έπρεπε να είσαι τόσο θυμωμένη μαζί μου»
«Ίσως… αν μάθω επιτέλους που είσαι μπλεγμένη, ίσως και να ξεθυμώσω»
«Δεν το νομίζω. Φοβάμαι ότι θα θυμώσεις πολύ περισσότερο»
«Τόσο χάλια;» την κοίταξα επιφυλακτικά και εκείνη κατέβασε το κεφάλι της. Μάλιστα. Τόσο χάλια.
«Ε δεν το λες και τόσο χάλια» είπε αλλά δεν πρόλαβα να σχολιάσω γιατί ήρθε η Ελευθερία.
«Τι κάνετε τόση ώρα εσείς; Θέλετε βοήθεια;»
Είχα δύο ώρες ακόμα για να πάω στη δουλειά και αποφάσισα να τις βρέξω στον αδερφό μου. Χτύπησα την πόρτα και άκουσα την φωνή του από μέσα να μου λέει να περάσω. Άνοιξα την πόρτα και τον βρήκα ξαπλωμένο, με πολλά μαξιλάρια στο χέρι του και την μέση του.
«Ακινησίες βλέπω» τον πείραξα και μου έσκασε ένα χαμόγελο.
«Ε όσο να ‘ναι κι εγώ» είπε καθώς καθόμουν στο κρεβάτι δίπλα του.
«Γιατί κάνεις βλακείες;» μπήκα στο ψητό, πιο γλυκά απ’ ότι θα έπρεπε. Δεν μπορούσα να τον βλέπω έτσι ευάλωτο.
«Τι εννοείς;» είπε χωρίς να με κοιτάει και του γύρισα το πρόσωπο με το χέρι μου.
«Ξέρω. Πως σου ήρθε να κάνεις κόντρες με τα τσιράκια του μαφιόζου; Πραγματικά, δεν σκέφτεσαι καθόλου; Θα μπορούσες να είχες σκοτωθεί»
«Μισό, μισό λεπτό γιατί… Ξέρεις για το μαφιόζο; Ποιος σου το είπε; Κοίτα… Δεν είναι αυτό που ακούγεται. Μην φοβάσαι για μένα»
«Μάρκο, πρώτον ηρέμησε. Δεύτερον, ξέρω πολύ καλά το μαφιόζο για να τον φοβάμαι αρκετά. Είμαι μπλεγμένη κι εγώ μαζί του» είπε πιο σιγά την τελευταία πρόταση. Γούρλωσε τα μάτια. Ωχ.
«Τι εννοείς είσαι κι εσύ μπλεγμένη;» ρώτησε αγριοκοιτάζοντάς με.
«Βοηθάω τον μπαμπά να του ξεπληρώσει τα χρέη»
«Εσύ;» είπε σχεδόν χωρίς αναπνοή και ένευσα «Πόσο καιρό;» είπε μέσα από τα δόντια του και δάγκωσα το μάγουλό μου εσωτερικά.
«Εδώ και πολύ καιρό»
«Πόσο» επέμεινε και αναστέναξα.
«Πέντε χρόνια»
«Τι;» φώναξε δυνατά και βάλθηκα να τον ησυχάσω.
«Σταμάτα θα σε ακούσουν. Δεν είναι τίποτα»
«Δεν είναι τίποτα; Σε έμπλεξαν οι ίδιοι μας οι γονείς από τόσο μικρή ηλικία με έναν ανώμαλο και μου λες ότι δεν είναι τίποτα;»
«Βασικά ο μπαμπάς το έκανε. Όσο για τη μαμά πρόσφατα έμαθα ότι είναι κι αυτή μπλεγμένη. Το ίδιο και για εσένα. Πραγματικά όσο περνάει ο καιρός αναρωτιέμαι ποιος άλλος έχει σχέση με το μαφιόζο κι εμείς δεν το ξέρουμε καν»
«Δεν το πιστεύω αυτό… Πως μπόρεσαν; Καλά εμένα, αλλά εσένα;»
«Γιατί; Για εσένα δεν είναι το ίδιο επικίνδυνο; Να σου υπενθυμίσω ότι παραλίγο να σκοτωθείς» του χτύπησα απαλά το πόδι και πήρε το χέρι μου στα χέρια του.
«Σου έχει κάνει κάτι κακό μέχρι τώρα;» με ρώτησε και κράτησα την αναπνοή μου.
«Όχι σε εμένα» όχι δεν θα του έλεγα ότι αραιά και που έπεφταν χαστούκια. Δεν υπήρχε λόγος να το μάθει αυτό.
«Σε ποιόν;»
«Στον μπαμπά. Και σε ένα από τα τσιράκια του. Και απ’ ότι κατάλαβα έχουν κι άλλοι σειρά»
«Τι έκανε στον μπαμπά;»
«Τον έδειρε. Κοντεύουμε τις δέκα φορές από τότε που μπλέχτηκα κι εγώ και δεν ξέρω πόσες φορές πριν από εμένα. Κάθε φορά γυρίζει στο σπίτι μέσα στα αίματα» ψιθύρισα και αναστέναξε.
«Δεν τον πέτυχα ποτέ σε τέτοια κατάσταση. Ξέρει να κρύβεται καλά ο άτιμος. Γιατί τον χτύπησε;» ρώτησε και γύρισα να τον κοιτάξω με νόημα.
«Εσύ γιατί νομίζεις; Δεν μπόρεσα να μαζέψω τα απαιτούμενα λεφτά. Γι αυτό τον χτύπησε» απάντησα και πέρασε το μη πονεμένο του χέρι γύρω από τους ώμους μου «Εμ είναι και κάτι άλλο» είπα και με κοίταξε περιμένοντας «Εγώ έπαιρνα τα χρήματά σου τόσο καιρό. Συγγνώμη» δάγκωσα το χείλος μου καθώς συνέχισε να με κοιτάει.
«Τη δέχομαι. Ώστε εσύ ήσουν το φαντασματάκι ε;» μου χαμογέλασε θλιμμένα και ένεψα.
«Τα λεφτά που παίρνω από τη δουλειά δεν φτάνουν ούτε για δείγμα, αυτά που μου δίνει ο μπαμπάς είναι ελάχιστα και δεν έχω άλλη διέξοδο»
«Εντάξει. Απλώς την επόμενη φορά θα προτιμούσα να μου τα ζητήσεις αντί να τα σουφρώσεις» με πείραξε και του χαμογέλασα.
«Εντάξει. Μάρκο… Φαντάζεσαι… να είναι μπλεγμένοι και οι άλλοι;»
«Δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ τον Κίμωνα ή την Ελευθερία μπλεγμένους σε κάτι τέτοιο, αλλά θα μου πεις ούτε εσένα φανταζόμουν, να όμως που είσαι μπλεγμένη ως το κόκκαλο»
«Την επόμενη ημέρα από το ατύχημα πήγα σε μια δεξίωση και παραλίγο να μας πιάσουν. Χτύπησαν τον Μάξιμο και πυροβόλησα δύο από τους φρουρούς» άρχισα να ξεφουρνίζω όλες μου τις εμπλοκές και το σώμα του έγινε πιο άκαμπτο.
«Εσύ πυροβόλησες; Ένα-ένα μου τα λες και όσο πάει γίνεται χειρότερο»
«Τότε πες μου εσύ τι κάνεις για αυτόν»
«Μια ερώτηση πρώτα. Ποιος είναι ο Μάξιμος» Σωστά δεν τον ήξερε…
«Ο συνοδός μου στην δεξίωση και τσιράκι του μαφιόζου. Όχι από τα μισθωμένα. Μπλέχτηκε κι αυτός λόγω χρεών»
«Μάλιστα. Λοιπόν εγώ είμαι στις εξωτερικές δουλειές του»
«Μετάφραση;» ρώτησα και χαμογέλασε.
«Έρχομαι σε επαφή με άλλους του είδους του, κάνω την κουκουβάγια και μεταφέρω τις απειλές του ενός στον άλλο, μερικές φορές πληρώνω από τα δικά μου χρήματα για διάφορα πράγματα που θέλει ο μαφιόζος, αλλά συνήθως με έχει για δουλειές του τύπου ενημέρωσης των θυμάτων του για τη λήξη των χρεών τους»
«Πως και δεν σε έστειλε και σε εμένα; Το έκανε ήδη μια φορά αυτόν τον μήνα» στριφογύρισα τα μάτια μου και σήκωσε τους ώμους.
«Δεν ξέρω πραγματικά. Είναι τρελός»
«Θεότρελος» απάντησα κάνοντάς μας να γελάσουμε «Χαίρομαι που βρήκα κάποιον να συζητήσω τα προβλήματά μου»
«Κι εγώ. Αν και θα προτιμούσα τα προβλήματά μας να μην αφορούσαν την μαφία»
«Πολύ αργά» του χάιδεψα το μάγουλο «Να προσέχεις» του είπα και σηκώθηκα από το κρεβάτι.
«Που πας;» με ρώτησε περίεργος και γύρισα για να του χαμογελάσω.
«Πάω να βγάλω το ψωμί μου»
Το αφεντικό μου είχε ακόμα την ταμπέλα των εκπτώσεων στην πόρτα αλλά ο κόσμος σήμερα ήταν λιγοστός. Τόσο λίγος που με άφησε να φύγω μία ώρα νωρίτερα. Τον χαιρέτησα πριν βγω από το μαγαζί και κλείνοντας την πόρτα πίσω μου, άρχισα να περπατάω προς το σπίτι μου.
«Νόμιζα ότι δεν θα τελειώσεις ποτέ» άκουσα μια φωνή από δίπλα μου. Γύρισα γρήγορα για να δω τον Ερμή να στέκεται δίπλα μου με ένα ελαφρύ χαμόγελο στα χείλη του. Τα πράσινά του μάτια έλαμπαν παρά το αχνό φως του ηλιοβασιλέματος και τα μαλλιά του φαίνονταν πιο ανοιχτά από τα συνηθισμένα καστανόξανθα. Μπορεί να ήταν επικίνδυνος. Μπορεί και όχι.
«Γεια» τον χαιρέτησα και έσπευσε να με φιλήσει σταυρωτά.
«Είπα μήπως ήθελες να πάμε για αυτόν τον καφέ που λέγαμε;» ρώτησε και ένεψα υπερβολικά πρόθυμα. Πήγαμε σε μια κοντινή καφετέρια για εξοικονόμηση χρόνου. Μου άνοιξε την πόρτα και όταν καθίσαμε δεν έπαψε να με κοιτάει ούτε στιγμή. Ούτε καν όταν ήρθε η σερβιτόρα να μας πάρει παραγγελία.
«Λοιπόν… πως πάνε τα πράγματα;» με ρώτησε μετά από ενός λεπτού σιγή και κούνησα το κεφάλι μου.
«Καλά. Ήσυχα» ναι πολύ ήσυχα «Εσύ;»
«Κι εγώ το ίδιο. Πήγες πουθενά αυτές τις μέρες;» με κοίταξε αθώα. Δεν τα έτρωγα όμως εγώ αυτά. Προσπαθούσε να με ψαρέψει.
«Μπα όχι. Πουθενά. Εσύ;» του έριξα το μπαλάκι αλλά δεν πτοήθηκε.
«Πήγα σε μια κοσμική εκδήλωση. Πολύ βαρετά τα πράγματα. Ξέρεις νεόπλουτοι που δίνουν λεφτά, ελάχιστα σε σχέση με το ποσό που διαθέτουν στην πραγματικότητα. Το περίεργο είναι ότι μετά από τις δωρεές ακούστηκαν κάτι σειρήνες, σαν να έσπασε κάποιος συναγερμός ή κάτι τέτοιο. Δεν κατάλαβα και πολύ καλά. Μετά από λίγο μας έδιωξαν»
«Πλάκα μου κάνεις» του είπα με ένα απορημένο ύφος κι εκείνος έσπευσε να με πείσει.
«Αλήθεια. Πραγματικά δεν ξέρω τι συνέβη. Περίεργα πράγματα» τώρα ή με δούλευε ή όντως τον είχε πιάσει το χημικό. Να πάρει ήταν καλός. Αν όντως ήταν μπλεγμένος, ήταν πολύ καλός στο να κρύβεται.
«Α, πάντα χάνω τα καλά» έκανα πλάκα και έλαβα μια γλυκιά ματιά από μέρους του.
“Ήθελα να σε καλέσω αλλά, να δεν ήθελα να προτρέξω» ψιθύρισε στο αυτί μου πλησιάζοντάς με. Η αναπνοή του με γαργαλούσε στο αυτί και μου ξέφυγε ένα μικρό γελάκι.
«Δεν πειράζει πάμε στην επόμενη» συμμορφώθηκα απομακρύνοντας το πρόσωπό μου από το δικό του όσο το δυνατόν περισσότερο.
«Έγινε. Να σε ρωτήσω κάτι;»
«Και δεν ρωτάς» του απάντησα συγκρατημένα. Μπορούσε να με ρωτήσει τα πάντα, από το γιατί ήμουν στη δεξίωση και έκανα πως δεν το ήξερα μέχρι το ποιο ήταν το αφεντικό μου, και φυσικά δεν θα εννοούσε τον κύριο Κώστα.
«Χθες… Ήξερες το όνομά μου» παρατήρησε και τσιτώθηκα για τη συνέχεια «Που το ξέρεις; Δεν θυμάμαι να στο έχω πει. Όχι τίποτα άλλο, απλώς μου χάλασες το σχέδιο να διατηρήσω μια δόση μυστηρίου στο όλο θέμα» μου χαμογέλασε και τον κοίταξα σαν χάνος. Πραγματικά δεν θυμόταν; Μήπως πραγματικά είχε πιεί το χημικό και δεν είχε καμία ανάμειξη με τον μαφιόζο ή κάποιο φίλο του;
«Το είχα ακούσει μια φορά που μιλούσες με το αφεντικό μου. Είχες συστηθεί… ήταν εκείνη τη μέρα που σου μίλησε για να σιγουρευτεί ότι δεν ήσουν κανένας επικείμενος ληστής που παρακολουθούσε το βιβλιοπωλείο για να το κλέψει» του γέλασα αλλά από μέσα μου η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Γέλασε δυνατά.
«Μα τόσο κακό είναι που απλώς κοιτάω τα βιβλία σας;» ρώτησε γελώντας ακόμα αλλά ηρέμησε σχετικά γρήγορα «Να πάρει, δεν ήθελα να αποκαλυφθώ έτσι. Ήθελα να κρατήσω το μυστήριο του ονόματος λίγο ακόμα»
«Που να ξέρεις ότι έχω βιονικό αυτί;» του απάντησα κάνοντας και τους δύο μας να γελάσουμε ταυτόχρονα. Πεδίο ελεύθερο. Απ’ ότι φαινόταν, δεν χρειαζόταν να ανησυχώ για αυτόν πια. Δεν μπορούσε να μου λέει ψέματα έτσι. Έπρεπε να ήταν αλήθεια και η συνάντησή μας να ήταν τυχαία. Χαλάρωσα αυτόματα και διασκέδασα όλη την υπόλοιπη ώρα που μιλούσαμε, γελώντας δυνατά με τα αστεία του. Μπορεί όντως να μην είχα ακούσει το όνομά του τότε αλλά είχε συστηθεί στο αφεντικό μου και… μισό λεπτό. Αν του είχε συστηθεί κανονικά το αφεντικό μου θα γνώριζε το όνομά του και σίγουρα θα το είχε αναφέρει. Όταν τον είχα ρωτήσει μου είχε πει πως δεν το ήξερε. Να πάρει.
«Φοβάμαι πως είναι ώρα να γυρίσουμε» είπα κάπως απότομα κόβοντας στη μέση αυτό που έλεγε «Συγγνώμη, αλλά πρέπει να γυρίσω σπίτι» είπα πιο ευγενικά και ένεψε. Δεν με άφησε να πληρώσω και όταν βγήκαμε έξω μου άνοιξε και πάλι την πόρτα. Περπατήσαμε σιωπηλά μέχρι το βιβλιοπωλείο που είχε φυσικά κλείσει.
“Λοιπόν, εδώ χωρίζουν οι δρόμοι μας»
«Δεν θες να σε συνοδέψω μέχρι το σπίτι;» ρώτησε με περίεργο τόνο αλλά αρνήθηκα.
«Δεν χρειάζεται. Σε δύο λεπτά θα έχω φτάσει» Ψεύτρα. Σε πέντε θα φτάσεις.
«Εντάξει λοιπόν όπως επιθυμείς. Ελπίζω να σε ξαναδώ σύντομα» με πλησίασε αλλά δεν κουνήθηκα από τη θέση μου. Πήγαινα κι εγώ γυρεύοντας.
«Ναι» ψιθύρισα καθώς το πρόσωπό του ήρθε κοντά στο δικό μου. Να πάρει, ήταν τόσο υπέροχος από κοντά, όσο και από μακριά. Προσπάθησα να υπενθυμίσω στον εαυτό μου ότι αυτό το άτομο θα με έβαζε σε μπελάδες. Έλεγε ψέματα ήταν σίγουρο, αλλά και πάλι ένιωθα σαν να μην ήξερα αν όντως έπρεπε να τον φοβάμαι ή όχι. Έμοιαζε ακίνδυνος κι άμα δεν τον είχα δει στην δεξίωση θα έβαζα το χέρι μου στη φωτιά πως ήταν ένα αθώο, συνεσταλμένο και άκακο πλάσμα. Κι αν όντως είχε πάει τυχαία στην δεξίωση; Κι αν όντως είχε πει το όνομά του στο αφεντικό μου αλλά ο κος. Κώστας δεν το θυμόταν; Δεν ήξερα τι να πιστέψω. Ή μάλλον ήξερα τι δεν ήθελα να πιστέψω. Δεν ήθελα να πιστέψω πως το άτομο που είχα μπροστά μου ήθελε το κακό μου. Δεν ήξερα τι ήταν αλήθεια ή ψέματα. Το μόνο που ήξερα πραγματικά ήταν ότι τα χείλη του ήταν ένα εκατοστό μακριά από τα δικά μου και χωρίς ακόμα να με ακουμπήσει ήταν σαν να τα ένιωθα απίστευτα μαλακά πάνω στα δικά μου. Η ζεστή αναπνοή του με ηρέμησε κάνοντάς με να κλείσω τα μάτια μου. Ένιωθα πως τίποτα δεν μπορούσε να μπει ανάμεσά μας.
Ο εκκωφαντικός ήχος του κινητού μου είχε άλλη γνώμη κάνοντάς μας και τους δύο να πεταχτούμε τρομαγμένοι σε σημείο που βρεθήκαμε ένα μέτρο μακριά ο ένας από τον άλλο. Με την καρδιά μου να χτυπάει τρελά, έβγαλα το κινητό από την τσέπη μου και είδα το όνομα του Μάξιμου να αναγράφεται στην οθόνη. Στην αρχή σκέφτηκα να μην το σηκώσω καν αλλά μπορεί να ήταν κάτι σημαντικό. Μπορεί ο μαφιόζος να ξεπάστρεψε έναν ακόμα από εμάς.
«Με συγχωρείς ένα λεπτό» είπα στον Ερμή και σήκωσα το τηλέφωνο. Πριν προλάβω να μιλήσω άκουσα τη φωνή του Μάξιμου ακανόνιστη και ανήσυχη.
«Ζωή; Που είσαι, είσαι καλά;»
«Καλά είμαι τι έγινε;» ρώτησα λαμβάνοντας ένα βλέμμα απορίας από τον Ερμή. Έκανα ‘ένα βήμα πιο πίσω γυρίζοντάς του την πλάτη.
«Δεν είσαι σπίτι. Σε παρακαλώ γύρνα αμέσως σπίτι. Τώρα»
«Μα» πήγα να πω το όνομά του αλλά τελευταία στιγμή συγκρατήθηκα. Στο κάτω-κάτω δεν είχα αποφασίσει ακόμα αν θα πίστευα τον Ερμή για την αθωότητά του ή όχι… «Θες να μου πεις τι έγινε; Η μάλλον όχι. Γυρνάω σπίτι και τα λέμε κάποια άλλη στιγμή» του έκλεισα το τηλέφωνο πριν προλάβει να απαντήσει και βάλθηκα να βρω μια καλή δικαιολογία για να πω στον Ερμή. Δεν χρειάστηκε.
«Πήγαινε. Θα σου στείλω μήνυμα» μου είπε και νεύοντας του χαμογέλασα. Είχα αρχίσει να απομακρύνομαι όταν σταμάτησα απότομα. Να πάρει.
«Που ξέρεις τον αριθμό μου;» φώναξα καθώς είχα προλάβει να απομακρυνθώ αρκετά. Δεν απάντησε. Απλώς χαμογέλασε πονηρά και μου γύρισε την πλάτη περπατώντας από την άλλη μεριά του δρόμου. Σκέφτηκα να τον ακολουθήσω…
Κατευθύνθηκα προς το σπίτι μου. Το γοργό μου βήμα, με έκανε να λαχανιάσω αλλά συνέχισα το δρόμο μου χωρίς να κόψω ταχύτητα. Με το που μπήκα στην αυλή του σπιτιού είδα ένα μαυροντυμένο τσιράκι να έρχεται προς το μέρος μου. Με πήρε στην αγκαλιά του ψιθυρίζοντας κάθε πέντε δευτερόλεπτα ‘Είσαι καλά’ και ‘Είσαι εδώ’ και ‘Ευτυχώς είσαι σώα’. Απομακρύνθηκα λίγο από την αγκαλιά του και πιάνοντάς τον από τους δικέφαλους τον κοίταξα στα μάτια.
«Με τρομάζεις. Τι έγινε; Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα;»
Δεν απάντησε αμέσως. Πρώτα περιορίστηκε στο να ελέγξει με τα μάτια του αν όντως ήμουν καλά από την κορφή ως τα νύχια, αν είχα σπασμένα χέρια πόδια ή αν έτρεχε από πουθενά αίμα. Καθώς μου έκανε εξονυχιστική εξέταση, τον κοίταξα κι εγώ πραγματικά για πρώτη φορά. Το μάτι του ήταν πρησμένο και μαύρο και λίγο πάνω από τα χείλη του είχε μια κόκκινη ουλή.
«Μάξιμε» έκανα να τον αγγίξω αλλά απομακρύνθηκε ακουμπώντας την παλάμη του στο μέτωπό του, γυρνώντας μου την πλάτη. Εντάξει είχα αρχίσει να φοβάμαι πραγματικά. Ύστερα από ένα λεπτό γύρισε προς εμένα και έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτί. Μου το έδωσε και το άνοιξα αμέσως.
-Το ξύλο ήταν για παραδειγματισμό. Μην το παίρνεις προσωπικά. Αλλά η έξυπνη καστανομάλλα να ξέρεις ότι θα πάθει χειρότερα. Αν δεν σταματήσεις να με απειλείς εκείνη δεν θα έχει απλώς ένα μαυρισμένο μάτι. Ξέρεις γιατί;
Γιατί θα της τα βγάλω ένα-ένα, τόσο αργά που δεν θες να φανταστείς πόσο θα πονέσει. Σταμάτα λοιπόν τις απειλές. Αν θες να την ξαναδείς-