Ο Κυνηγός των Ευχών (Κεφάλαιο 13 - Μέρος 2ο)

Το επόμενο πράγμα που αντίκρισαν τα μάτια τους ήταν η ομιχλώδης ατμόσφαιρα του Σκαθ. Οι λόφοι έξω από το κάστρο της Κόπαρ ήταν βουτηγμένοι στην φρίκη. Οι δυο τους είχαν φτάσει λίγα μόλις μέτρα μακριά από τον όλεθρο. Το θέαμα των απέθαντων ήταν τρομερό, ωστόσο όχι τόσο ζοφερό όσο η θέα των νεκρών κορμιών των θνητών στρατιωτών πνιγμένα σε άλικες λίμνες αίματος.
Η Φιντέλμα έφερε τα χέρια της στο στόμα για να καταπνίξει μια κραυγή. Η Ντέιλφ δεν κατάφερε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Η Ευχή έκλεισε το μπουκάλι με το φίλτρο προσεκτικά και το φύλαξε στον κόρφο της. Τύλιξε σφιχτά το πέπλο της γύρω της και οι δυο τους έτρεξαν στο πεδίο της μάχης.
Το υγρό, απελπισμένο βλέμμα του Γουάφ σηκώθηκε από το χώμα. Είδε το σώμα του Όντραν για άλλη μια φορά, να αργοπεθαίνει μαζί με τις ελπίδες του. Ο Μπόα δεν σταματούσε στιγμή να γελάει. Η Ολκ του έκλεισε το μάτι με όλη της την ειρωνία. Έστρεψε αλλού το βλέμμα του. Δεν άντεχε να την βλέπει. Και τότε είδε κάτι ασυνήθιστο, ολότελα ξένο προς το βίαιο όραμα του θανάτου που επικρατούσε. Δύο γυναίκες στα λευκά -δύο λυγερές, όμοιες, πανέμορφες γυναίκες- κατέφταναν τρέχοντας στο πεδίο της μάχης.
Ανάβλεψε με την καρδιά του να σκιρτά από αγωνία. Δεν ήταν οποιεσδήποτε γυναίκες. Το αίμα που έρεε στις φλέβες τους ήταν χρυσό. Η μια ήταν Ευχή και η άλλη μισή Ευχή, μισή μάγισσα.
Πριν καν αποφασίσει αν χαιρόταν ή όχι με την παρουσία τους, χτύπησε την ράβδο του στο χώμα ρίχνοντας το δυνατό ξόρκι προστασίας πάνω τους.
Η Φιντέλμα ούτε που κατάλαβε ότι το ξόρκι του Γουάφ τις κρατούσε προστατευμένες. Έψαξε με την ματιά της τον Όντραν, αλλά δεν τον έβλεπε πουθενά. Παντού συναντούσε νεκρά κορμιά με άψυχα μάτια, ή κουρασμένα σώματα με χλωμά πρόσωπα, τα οποία δεν θα άντεχαν για πολύ ακόμα.
Ένας άντρας με κόκκινα γένεια και μακριές κοτσίδες σωριάστηκε μπροστά στα πόδια τους. Οι δυο τους πισωπάτησαν, πέφτοντας με την πλάτη πάνω σε έναν απέθαντο. Αυτός σφύριξε από τα ρουθούνια του θυμωμένος. Ξέχασε προς στιγμήν τον αντίπαλό του και επιτέθηκε στις γυναίκες με το αιματοβαμμένο του σπαθί. Αυτό πέρασε από μέσα τους σαν να ήταν από αέρα. Ούρλιαξε από θυμό, ξαναχτύπησε, αλλά αυτό συνέχιζε να περνά από μέσα τους χωρίς να τις αγγίζει. Σύντομα έχασε το ενδιαφέρον του και γύρισε στην μάχη.
«Γρήγορα!» φώναξε η Ντέιλφ.
Γονάτισαν δίπλα στον άντρα που είχε πέσει στην μάχη και αργοπέθαινε αγκομαχώντας και άγγιξαν την πλάτη του με τα χέρια τους. Το λευκό φως που γεννήθηκε από τις παλάμες τους τον σκέπασε σαν κουκούλι. Μέσα σε δευτερόλεπτα, ο άντρας άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και σηκώθηκε με έκπληκτο ύφος σαν να μην είχε πέσει ποτέ.
Η Φιντέλμα κοίταξε τριγύρω απελπισμένη. Πουθενά δεν έβλεπε εκείνον που αναζητούσε. Η φωνή της Ντέιλφ την έκανε να γυρίσει στα αριστερά της. Μία γυναίκα με ξανθά μαλλιά έπεφτε βαριά τραυματισμένη, αφού το σπαθί του εχθρού είχε διαπεράσει τον ώμο της.
Ήταν η Μπουί, εκείνη που είχε γνωρίσει λίγο πριν την αναχώρηση των πλοίων από το Τάλαμ Ούισκε. Έπεσε δίπλα της και βοήθησε την Ντέιλφ να θεραπεύσουν την πληγή της. Τα ζωηρά της μάτια άνοιξαν πριν καλά καλά θεραπευτεί τελείως από την μαγική αγκαλιά τους.
«Φιντέλμα;» είπε με την απορία στο πρόσωπό της να φωνάζει. «Τι στο καλό κάνεις εδώ; Τι συνέβη;» ρώτησε καθώς ανασηκωνόταν στους αγκώνες της.
«Μην σηκωθείς ακόμη.» την παρακάλεσε εκείνη, ενώ το λευκό φως την πέπλωνε. «Ήρθαμε για να βοηθήσουμε.»
Η πληγή της Μπουί έκλεισε τελείως και εκείνη βιάστηκε να πάρει ξανά στα χέρια το σπαθί της.
«Τι είσαι;» απευθύνθηκε στην Φιντέλμα.
«Ευχή. Νομίζω ότι δεν υπάρχει λόγος να κρύβομαι πια.» απάντησε εκείνη δυνατά για να ακουστεί μέσα στην αναμπουμπούλα.
«Ώστε τελικά δεν είναι παραμύθια…» μονολόγησε η Μπουί με ένα πελώριο χαμόγελο. «Ευχαριστώ.» είπε στις γυναίκες με τα λευκά ρούχα και μπήκε πάλι στην μάχη.
Οι δυο τους έτρεξαν και πάλι μέσα στην ταραχή, ενώ τα σπαθιά και τα τσεκούρια περνούσαν από μέσα τους αφήνοντας τα κορμιά τους ανέγγιχτα.
«Όντραν!» φώναζε και ξαναφώναζε η Φιντέλμα, ενώ που και που σταματούσε για να βοηθήσουν κάποιον βαριά τραυματισμένο που έπνεε τα λοίσθια.
Ενώ θεράπευαν έναν άντρα με ξανθά μαλλιά και ματωμένα, καστανά μάτια, η Φιντέλμα ένιωσε ξαφνικά σαν να πάγωνε ολόκληρη. Κοίταξε την Ντέιλφ. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της ερωτηματικά. Η Ευχή κοίταξε ολόγυρα, γνωρίζοντας πως υπήρχε λόγος για αυτή την δυσάρεστη αίσθηση. Και ο λόγος ήταν κάπου εκεί κοντά. Ύψωσε το κεφάλι της στον απέναντι λόφο. Ο Μπόα, ο άρχοντας της Κόπαρ, ο άντρας που είχε προκαλέσει τόσο πόνο στην παιδική ψυχή του Όντραν, στεκόταν αμείληκτα πάνω από ένα αιμόφυρτο σώμα, γελώντας με την ψυχή του. Κάτω από την μπότα του, ένας άντρας έπνεε τα λοίσθια.
«Όντραν!» φώναξε, αλλά η φωνή της δεν έφτανε μέχρι τα αυτιά του.
«Πήγαινε.» πρότεινε η Ντέιλφ. «Θα συνεχίσω μόνη μου.»
Αλλά η Φιντέλμα δεν άφησε την Ντέιλφ, μέχρι που ο άντρας με τα τραυματισμένα μάτια στεκόταν και πάλι στα πόδια του. Ύστερα έτρεξε ανοίγοντας δρόμο μέσα από αιματοκυλισμένα κορμιά και σπασμένες λόγχες, λίμνες από αίμα και βουνά από σκόνη. Ανέβηκε στον λόφο, έπεσε στο χώμα δίπλα του και τον έκλεισε στην αγκαλιά της, διώχνοντας το πόδι του Μπόα με όλη της την δύναμη.
«Όντραν!» ψέλλισε δακρυσμένη.
Η καρδιά του χτυπούσε ακόμα, την άκουγε. Αδύναμα, αλλά χτυπούσε. Έκλεισε τα μάτια της και ξέχασε μάχες και άλικες λίμνες και θανάτους. Έπρεπε να τον σώσει. Έπρεπε να τον θεραπεύσει.
Η μύτη του σπαθιού του Μπόα γυάλισε απειλητικά μπροστά στο πρόσωπό της.
«Σήκω αυτή τη στιγμή και χάσου από μπροστά μου.» σύριξε.
Εκείνη αγνόησε τις απειλές του. Αυτός ανασήκωσε τους ώμους χάνοντας το ενδιαφέρον του για το πρόσωπό της. Σήκωσε ξανά το σπαθί του και κατέβασε με δύναμη στον σβέρκο της. Αυτό διαπέρασε το δέρμα της αλλά ούτε μια σταγόνα αίματος δεν ανάβλυσε. Τα μάτια του στρογγύλεψαν.
Το γάργαρο γέλιο της Ολκ γαργάλησε τα αυτιά του.
«Δεν μπορείς να την σκοτώσεις!» του είπε.
«Πώς; Γιατί;» τραύλισε εκείνος.
«Την προστατεύουν τα μάγια του Γουάφ.» απάντησε αδιάφορα και έσκυψε δίπλα στο κορμί του Όντραν. Την κοίταξε στραβά, σαν ύαινα έτοιμη να επιτεθεί.
«Πρέπει να είσαι πολύ σημαντική για να χαραμίσει τα ξόρκια του σε σένα.» ψιθύρισε. «Για να δούμε… Μάγισσα; Όχι. Δεν έχεις τα κότσια να αντέξεις τόση δύναμη. Θεά; Όχι. Δεν θα ήσουν τόσο ταπεινή. Θνητή; Δεν νομίζω. Δεν μου κάνεις για άνθρωπος. Τι στο καλό είσαι;» ρώτησε, μα η Φιντέλμα ούτε που κουνήθηκε, ούτε που άνοιξε τα μάτια της.
Το λευκό φως ανάβλυσε από το πέπλο της, κύλησε στο σώμα της και από εκεί στο τρεμάμενο κορμί του Όντραν. Τον αγκάλιασε ακόμα πιο σφιχτά, με όλη της την δύναμη, με όλη την αγάπη που του είχε. Το φως δυνάμωσε κι άλλο, σχεδόν τύφλωσε την μάγισσα και τον άντρα που χρησιμοποιούσε σαν υποχείριο.
«Ευχή;» ψέλλισε η Ολκ. «Ευχή!» ούρλιαξε κατόπιν λυσσασμένα.

***

Άκουγε την αναπνοή του. Ήταν αργή, πολύ αργή και έβγαινε με κόπο από τα χείλη του. Ένιωθε έναν οξύ πόνο στον θώρακά του. Κάτι υγρό και καυτό γέμιζε τα πνευμόνια του. Ένιωθε να πνίγεται, αλλά δεν μπορούσε ούτε να κουνηθεί. Ο πόνος γινόταν ολοένα και ανυπόφορος, η αναπνοή του επιβραδυνόταν συνεχώς. Σιγά σιγά γινόταν ολοένα και πιο κοπιαστική. Ένιωθε το στήθος του να βράζει. Δεν άκουγε τίποτε άλλο πέρα από την βαριά του ανάσα. Οι ήχοι της μάχης και το υστερικό γέλιο του Μπόα είχαν σβήσει.
Του πήρε λίγη ώρα μέχρι να καταλάβει ότι δεν έβλεπε τίποτα. Όλα πίσσα, σκοτάδι. Λες και είχε τυφλωθεί. Ή μήπως είχε πεθάνει; Έκανε μια προσπάθεια να ανοίξει τα μάτια του. Πίσσα. Σαν να βρισκόταν μέσα σε κάποια θάλασσα από μελάνι. Ξαναπροσπάθησε. Τότε του φάνηκε σαν να είδε κάτι. Λευκό, φωτεινό. Άνοιξε τα μάτια του διάπλατα.
Ναι. Σωστά είχε φανταστεί. Βρισκόταν μέσα σε ένα υπερβολικά φωτεινό και λευκό δώμα. Σηκώθηκε και περπάτησε. Το λευκό δωμάτιο άρχισε να παίρνει χρώματα και να αλλάζει μορφές. Ύστερα από λίγο, βρισκόταν στο σαλόνι του κάστρου του, στην Χάνταπ. Ανοιγόκλεισε τα μάτια από την έκπληξη. Ο πόλεμος είχε τελειώσει; Ήταν ακόμη ζωντανός; Είχε γυρίσει σπίτι του;
«Καλώς όρισες, Όντραν.» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.
Γύρισε απότομα προς το μέρος της. Μία όμορφη, ξανθιά, σχεδόν ασημομάλλα γυναίκα, καθόταν σε μία από τις καρέκλες που πλαισίωναν το μακρύ τραπέζι. Ασημένια κηροπήγια κρατούσαν λευκά αναμμένα κεριά σε κάθε μεριά. Το τραπέζι ήταν στρωμένο, φορτωμένο πλουσιοπάροχα.
«Κάθισε.» είπε καλοσυνάτα η γυναίκα δείχνοντας την καρέκλα απέναντί της.
Έκανε όπως του είπε. Εκείνη χαμογελούσε γλυκά, σχεδόν μητρικά. Ο Όντραν κοίταξε ξανά το δωμάτιο. Το τζάκι έκαιγε, γεμισμένο ξύλα. Το βιολί έπαιζε μόνο του τα αγαπημένα του τραγούδια, πετώντας στον αέρα, στην μέση του δωματίου. Έξω έπεφτε χοντρό χιόνι, ενώ οι Σνάουας, τα πνεύματα του χιονιού, χόρευαν στο κρύο. Ήταν λες και δεν είχε περάσει μια μέρα από τότε που είχε βγει στο ελατόδασος της Χάνταπ, και βρήκε εκείνη την Ευχή.
«Πού είμαι;» ρώτησε καχύποπτα.
«Εσύ πού νομίζεις ότι είσαι;»
«Φαίνεται σαν να είμαι σπίτι μου.» απάντησε σαν να μην το πολυπίστευε. «Και εσύ ποια είσαι;»
«Το όνομά μου είναι Μιλ.»
«Μιλ…» δοκίμασε την λέξη στα χείλη του. Ναι. Κάτι του θύμιζε αυτό το όνομα.  «Τι γυρεύεις εδώ; Από πού σε ξέρω;»
«Γνωριζόμαστε από παλιά, Όντραν Μακ Λερ. Από τότε που ήσουν ακόμη παιδί.»
Πίεσε τον εαυτό του να θυμηθεί. Ήξερε πως την γνώριζε, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα άλλο.
«Μην πιέζεις τον εαυτό σου. Είναι χάσιμο χρόνου. Η ανάμνηση είναι τόσο βαθιά θαμμένη στο μυαλό σου, που ούτε σε χίλια χρόνια δεν θα μπορούσες να θυμηθείς. Εγώ μπορώ όμως να στην θυμίσω.»
«Σε ακούω.» απάντησε αποφασιστικά.
«Πρώτα από όλα, πρέπει να μάθεις κάτι. Είσαι στον τόπο που μοιράζονται οι πεθαμένοι με τους ζωντανούς. Το Άναμ Άιτ. Το μέρος των ψυχών.»
«Τι θα πει αυτό;»
Η Μιλ τον κοίταξε με τα ζεστά, τρυφερά της μάτια. «Ότι είσαι ετοιμοθάνατος.»
Έγνεψε μία φορά, καλώντας την να συνεχίσει να μιλά.
«Ήταν η θλιβερή μέρα της κηδείας του πατέρα σου. Ήσουν μόνος στο σπίτι, όλοι είχαν φύγει. Έκλαιγες και σπάραζες από τον πόνο. Υποδέχτηκα τον πατέρα σου στο Άναμ Άιτ με βαριά καρδιά. Εγώ ήξερα τι είχε συμβεί. Τα έβλεπα όλα από ψηλά. Είχα δει τον άτιμο τρόπο που ο Ακάιους είχε φύγει από τη ζωή. Και ξέρω ότι πλέον το γνωρίζεις και εσύ. Αυτό που δεν ξέρεις, όμως, Όντραν, είναι ότι το δαχτυλίδι αυτό που έχεις στα χέρια σου διάλεξε εσένα για έναν λόγο πολύ πιο σημαντικό από αυτόν που νομίζεις. Ναι, καλά άκουσες. Σε διάλεξε. Όχι γιατί ήταν κειμήλιο της οικογένειάς σου, αλλά γιατί ήταν γραφτό να το πάρεις στα χέρια σου.»
«Δεν καταλαβαίνω.»
«Δεν έχει σημασία. Θα σου πω μια ιστορία και θέλω να με ακούσεις προσεκτικά.» Ο Όντραν έφερε την καρέκλα του πιο κοντά. Τότε εκείνη συνέχισε. «Πριν πολλούς αιώνες, υπήρχε ένα μεγάλο και ευήμερο βασίλειο που λεγόταν Άονταχτ. Το είχαν φτιάξει οι θεοί, γι’ αυτό ήταν τόσο όμορφο και ισχυρό. Εκεί ζούσαν δύο δίδυμες αδερφές. Ήταν μάγισσες, πανίσχυρες και αθάνατες, γιατί στις φλέβες τους έρεε θεών αίμα. Ήταν και οι δύο ιέρειες της ζωής, αφοσιωμένες στους θεούς του φωτός.
Κάποτε, ήρθε η στιγμή που η μία από τις αδερφές ερωτεύτηκε παράφορα έναν νέο μάγο και αποφάσισε να του χαρίσει την καρδιά της. Ο μάγος όμως, είχε ήδη χαρίσει την δικιά του καρδιά σε μία θνητή. Η καρδιά της μάγισσας ράγισε και σκοτείνιασε, και η πληγωμένη της περηφάνεια την έκανε να ποθήσει εκδίκηση. Εγκατέλειψε λοιπόν τους θεούς της, αρνήθηκε την φωτεινή της φύση και έγινε ιέρεια του θανάτου.
Προικισμένη πια με σκοτεινές δυνάμεις και αφανισμένη από τα μάτια των αγαπημένων της, κίνησε για να πάρει την εκδίκησή της, μετά από καιρό. Μία ημέρα, και ενώ η θνητή αγαπημένη του μάγου ταξίδευε με ένα καράβι σε κάποια από τις θάλασσες που περιτριγύριζαν το βασίλειο, η μάγισσα κάλεσε με τις δυνάμεις της τα σκοτεινά πνεύματα του αέρα και του νερού και έφτιαξε μια τρομερή καταιγίδα. Τα φουσκωμένα κύματα αγκάλιασαν το καράβι και η θάλασσα έγινε η τελευταία υδάτινη κατοικία για τους επιβάτες του.
Η καρδιά του μάγου σπάραζε από τον πόνο, μακριά από την αγαπημένη του, και η μάγισσα χαιρόταν τόσο με την θλίψη του, που με τον καιρό γινόταν ολοένα πιο μοχθηρή. Άρχισε να ποθεί δύναμη και δόξα, πιστεύοντας πως έτσι θα ξεχνούσε τον πόνο της πληγωμένης της καρδιάς.
Μετά από καιρό όμως, την βρήκε ξανά η δίδυμη αδερφή της. Προσπάθησε να την πείσει με το καλό να γυρίσει πίσω. Της υποσχέθηκε πως θα της συγχωρούσε κάθε σφάλμα, και όλα θα ήταν όπως πρώτα. Όμως εκείνη δεν άλλαζε γνώμη. Αντίθετα, της επιτέθηκε με σκοπό να την σκοτώσει.
Έτσι κατάλαβε η ιέρεια της ζωής, ότι είχε πια μείνει μόνη της και πως δεν υπήρχε γυρισμός για την αδερφή της. Και ξεκίνησε με αυτόν τον τρόπο μία τρομερή μάχη, από την οποία βγήκε ηττημένη. Η καλή μάγισσα πέθανε, και η ιέρεια του θανάτου συνέχισε ανενόχλητη το έργο της.
Σύντομα όμως κουράστηκε από την μοναξιά της, και έτσι αποφάσισε να αλλάξει την μοίρα του Άονταχτ προς όφελός της. Επειδή όμως δεν μπορούσε να βασιλέψει μόνη της στο βασίλειο, εξαιτίας ενός παλιού νόμου των Θεών, πήρε την απόφαση να δεσμεύσει έναν θνητό για να μπορεί να τον ελέγχει. Σαν ιέρεια του θανάτου, μπορούσε να ελέγχει κάθε σκοτεινό μαγικό πλάσμα, ακόμα και τις Αντευχές. Αλλά τα φωτεινά πλάσματα όπως οι Ευχές, δεν μπορούσε να τα έχει υπό τον έλεγχό της, γιατί μόνο μια ιέρεια της ζωής είχε αυτήν την δύναμη. Έτσι σκέφτηκε να φτιάξει ένα μαγικό κόσμημα, μπολιασμένο με παλιά, μαύρη μαγεία, ικανό να αιχμαλωτίζει όλα τα μαγικά πλάσματα, μαζί τις Ευχές και τις Αντευχές. Ο άντρας που θα διάλεγε το κόσμημα, θα ήταν ο εκλεκτός που έμελλε να γίνει σύζυγός της και άρχοντας πάνω στην ζωή και στον θάνατο, δηλαδή θα ήταν ικανός να ελέγχει τις Ευχές και τις Αντευχές.» είπε η Μιλ και σταμάτησε.
«Εσύ είσαι η ιέρεια της ζωής… Και η Ολκ είναι η ιέρεια του θανάτου.» συνειδητοποίησε έκπληκτος ο Όντραν. «Και ο μάγος;»
«Τον γνωρίζεις καλά.»
«Ο Γουάφ; Αδύνατον!» αμύνθηκε.
«Λυπάμαι που δεν έχω χρόνο να απαντήσω σε όλες τις απορίες σου, αλλά δεν έχουμε χρόνο. Πρέπει να συνεχίσω την ιστορία.»
«Δεν τελείωσε;»
«Όχι. Λοιπόν, το δαχτυλίδι βρήκε τον εκλεκτό του, μετά από πολύ καιρό. Και η μάγισσα ήταν χαρούμενη. Αλλά όταν τον βρήκε, ο άντρας δεν δέχτηκε το δώρο που του πρόσφερε. Αρνήθηκε το κόσμημα και όσα είχε η ιέρεια του θανάτου να του προσφέρει, διαλέγοντας την οικογένειά του.
Η μάγισσα θύμωσε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, για αυτό έφυγε και τον άφησε να σκεφτεί. Ο άντρας είχε πάρει ήδη την απόφασή του, αλλά πριν την εκτελέσει, ο ίδιος του ο αδερφός του αφαίρεσε την ζωή για να πάρει τη θέση του. Αλλά η τύχη τα έφερε έτσι, που το κόσμημα διάλεξε τον γιο του εκλεκτού. Και η ιέρεια του θανάτου αναγκάστηκε να περιμένει, μέχρι η μοίρα να φέρει το κόσμημα πίσω σε εκείνη.»
Η Μιλ σταμάτησε και πάλι. Ο Όντραν ένιωσε τα μάτια της να καρφώνονται πάνω στο δαχτυλίδι του. Την κοίταξε.
«Θες να πεις… Όχι! Αυτά είναι παραμύθια! Είναι αστείο!» είπε, αλλά η ιέρεια της ζωής δεν φαινόταν να κάνει πλάκα. «Θες να πεις ότι… εγώ είμαι ο εκλεκτός του φάινε; Εμένα θέλει η Ολκ;»
«Προς το παρόν έχει συνάψει συμφωνία με τον Μπόα… Αλλά ναι. Εσύ είσαι ο εκλεκτός, Όντραν.»
«Δεν το θέλω! Δεν θέλω να γίνω άρχοντας της ζωής και του θανάτου!» σηκώθηκε από το τραπέζι απότομα, αλλά η Μιλ τον έπιασε από το χέρι και τον ανάγκασε να καθίσει πάλι πίσω.
«Ούτε ο πατέρας σου το ήθελε. Γι’ αυτό και είσαι ο πλέον κατάλληλος να το έχει.» απάντησε σίγουρη.
«Και τι πρέπει να κάνω;»
«Προς το παρόν, πρέπει να ξυπνήσεις. Γιατί όταν αφήσεις την τελευταία σου πνοή, το δαχτυλίδι θα περάσει στα χέρια του Μπόα. Και φαντάζεσαι τι θα γίνει τότε.»
«Μα πώς;»
«Αυτό μην το σκέφτεσαι για την ώρα. Τώρα πρέπει να σου πω μια ακόμα ιστορία.»
Ο Όντραν κάθισε προσεκτικά, με τα μάτια και τα αυτιά του αφοσιωμένα πλήρως σε εκείνη.
«Ξέρεις πώς γεννήθηκαν οι Ευχές και οι Αντευχές;»
«Μου είχε μιλήσει για την γέννηση των Ευχών η…» ο λαιμός του βράχνιασε. Ξερόβηξε και συνέχισε. «Η Φιντέλμα…»
«Ναι, αλλά ξέρεις πώς γεννήθηκε η πρώτη Ευχή και η πρώτη Κατάρα;»
«Όχι.»
«Λοιπόν, χιλιάδες αιώνες πριν την δημιουργία του Άονταχτ, όσο ακόμα οι δημιουργοί του κόσμου κατοικούσαν όλοι μαζί στον ουρανό και βασίλευε παντοτινά ο ήλιος, ζούσαν δύο θεές. Τα ονόματά τους είναι μυστικά, γι’ αυτό το μόνο που πρέπει να ξέρεις είναι ότι η μία ήταν η θεά που έδινε ζωή και η άλλη αυτή που έκοβε το νήμα της.
Ζούσαν λοιπόν αρμονικά, μέχρι που οι πρώτοι άνθρωποι περπάτησαν στη γη. Αρχικά, ζούσαν ειρηνικά και παντού βασίλευε η γαλήνη. Σύντομα όμως, άρχισαν να ζητούν περισσότερα, πίστευαν πως τα αγαθά της γης δεν έφταναν για όλους, και άρχισαν να απελπίζονται. Χωρίστηκαν σε ομάδες, τους έδωσαν όνομα, χώρισαν την γη σε τμήματα και φόρεσαν διαφορετικά χρώματα για να ξεχωρίζουν μεταξύ τους.
Όσο περνούσαν τα χρόνια, άρχιζαν να ξεχνούν πως ήταν όλοι τους αδέρφια. Και έμειναν με την πεποίθηση πως όσοι βρίσκονταν έξω από τα όρια της γης τους, ήταν ξένοι και εχθροί. Έτσι άρχισε να φωλιάζει το μίσος στις καρδιές τους. Και ήρθε η μέρα που το μίσος έγινε τόσο μεγάλο, που δεν χωρούσε πια μέσα τους· έπρεπε να βγει, να βρει διέξοδο.
Έτσι, όταν βρέθηκε η ευκαιρία, οι άνθρωποι από κάθε γωνιά της γης ξεκίνησαν έναν μεγάλο, αιματηρό πόλεμο. Όταν ο πόλεμος τελείωσε, οι περισσότεροι είχαν πεθάνει και οι μητέρες έκλαιγαν για τα παιδιά τους και τα παιδιά για τους χαμένους τους γονείς.
Οι δύο θεές παρακολουθούσαν αμέτοχες από ψηλά, μα μόλις είδαν τα αποτελέσματα που είχε φέρει ο πόλεμος των ανθρώπων, μόνο τότε μίλησαν.
Η θεά του θανάτου ένιωσε απερίγραπτη χαρά με τον θάνατο που είχε σπείρει το μίσος, γιατί είχε περισσότερες ψυχές στο βασίλειό της για να φροντίσει.
‘Είθε το σκοτάδι να πλημμυρίζει τον κόσμο των ανθρώπων για πάντα!’ φώναξε χαρούμενη, και τότε ο ουρανός σκοτείνιασε για πρώτη φορά, και ο ήλιος έσβησε.
Η θεά της ζωής, από την άλλη, στεναχωρέθηκε με το θέαμα που αντίκριζαν τα θεϊκά της μάτια, και έκλαψε με την καρδιά της, γιατί όλοι οι κόποι που είχε κάνει για να φέρει τους ανθρώπους στη ζωή, είχαν πάει χαμένοι.
‘Είθε το φως να βρίσκει ευκαιρία να λάμπει ακόμα και μέσα στο σκοτάδι!’ φώναξε σε απάντηση της θεάς του θανάτου, και τότε γεννήθηκαν τα αστέρια.
Από τότε, οι θεοί χωρίστηκαν σε δύο βασίλεια. Οι θεοί που δόξαζαν την ζωή και το φως, έμειναν στον ουρανό, ενώ εκείνοι που ήθελαν τον θάνατο και το σκοτάδι, κρύφτηκαν στα έγκατα της γης.»
Έτσι τελείωσε η εξιστόρηση της Μιλ, με τα μάτια της υγρά και βουβαμένα.
«Δεν καταλαβαίνω…» ψιθύρισε μπερδεμένος ο Όντραν.
«Η πρώτη Ευχή γεννήθηκε από τα χείλη της θεάς της ζωής. Και η πρώτη Κατάρα από το στόμα εκείνης του θανάτου. Οι Ευχές γεννήθηκαν από την αγάπη, και οι Αντευχές από το μίσος. Οι Ευχές ζουν στο φως, οι Αντευχές στο έρεβος.»
Ο Όντραν κοίταξε το δαχτυλίδι του. Ύστερα την φωτιά που έτριζε στο τζάκι. Τέλος τον έξαλλο χορό των Σνάουας.
«Φαίνεσαι μπερδεμένος…» είπε θλιμμένη η Μιλ.
«Είμαι...» παραδέχτηκε εκείνος.
«Τι μπορώ να κάνω για αυτό;»
«Απλά δεν μπορώ να το χωνέψω…»
«Άκου, Όντραν. Όσο δύσκολο κι αν σου είναι να το πιστέψεις, πρέπει. Άλλωστε υπάρχουν πολλά ακόμη που δεν ξέρεις.»
«Κι άλλα;»
«Ναι.»
«Είμαι έτοιμος να ακούσω.»
«Σου είπα ήδη για την γέννηση των Ευχών και των Αντευχών και για την μάχη των δίδυμων αδερφών μαγισσών. Αυτό που δεν σου είπα ακόμη, είναι το πώς συνδέονται αυτές οι δύο ιστορίες με την μεγαλύτερη μάχη του Άονταχτ, που χώρισε το βασίλειο στα δύο.»
«Τι;»
«Ήταν πολύ καιρό πριν. Όταν στο Άονταχτ κυβερνούσαν οι γνωστοί βασιλιάδες του μύθου, η Λορίνα και ο Λίο. Ήταν πολύ αγαπημένοι, και δεν μπορούσαν να αποχωριστούν ο ένας τον άλλο. Ξέρεις βέβαια για τους μεγάλους κήπους τους, όπου κατοικούσαν οι δύο βασιλικοί κύκνοι.»
«Ο Μαύρος και ο Λευκός Εάλα…»
«Σωστά. Δύο κύκνοι με αδελφικό αίμα. Όλα ήταν όμορφα και παραμυθένια, μέχρι το σημείο όπου εμφανίζεται η Ολκ. Μπήκε στην μέση και πρόσφερε το φάινε στον βασιλιά Λίο. Εκείνος αρχικά αρνήθηκε, αλλά δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην γοητεία της δύναμης. Ξέρεις, η αδελφή μου έχει τον τρόπο της να επιβάλλεται, και όταν το θέλει, γίνεται ιδιαίτερα πειστική. Η Λορίνα, λοιπόν, δεν μπόρεσε να το δεχτεί πως ο άντρας της, που μέχρι πρότινος την κοιτούσε μέσ’ τα μάτια, την άφηνε για την δύναμη και τα μάτια μιας άλλης.
Έτσι, με την καρδιά της ραγισμένη, έκανε σκοπό της ζωής της να βρει και να καταστρέψει το δαχτυλίδι χάρη στο οποίο άλλαξε ο Λίο. Αλλά με τον καιρό, άρχισε να αλλάζει και η ίδια. Γινόταν ολοένα και πιο σκληρή, πέτρινη. Κατέληξε να μην νοιάζεται πια για τον σύζυγό της, που ήταν μπλεγμένος στα δίχτυα της όμορφης μάγισσας. Στο τέλος, το μόνο που ποθούσε, ήταν να πάρει για τον εαυτό της το δαχτυλίδι. Και όσο πιο πολύ κυνηγούσε το φάινε, τόσο πιο ισχυρή γινόταν μέσα της η επιθυμία για δύναμη.
Ξεκίνησε λοιπόν ο μεγάλος πόλεμος του Άονταχτ, με την Λορίνα και τον Λίο να μάχονται μεταξύ τους σαν να ήταν οι χειρότεροι εχθροί, ξεχνώντας την αλλοτινή μεγάλη τους αγάπη. Στο τέλος πέθαναν και οι δύο. Στο σημείο όπου έπεσαν τα νεκρά κορμιά τους, η γη σχίστηκε στα δύο. Και έτσι γεννήθηκε η θάλασσα του Μπι, και τα βασίλεια χωρίστηκαν, το ίδιο και οι κύκνοι με το αδελφικό αίμα. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις.»
Ο Όντραν κούνησε το κεφάλι του. Όλα αυτά ήταν πολλά για να τα δεχτεί. Παραμύθια για παιδιά.
«Αν είναι έτσι, τότε τι έγινε με το φάινε;» ρώτησε.
«Η Ολκ βρήκε μια καλή κρυψώνα και έπειτα συμβουλεύτηκε την κρυστάλλινη σφαίρα της, για να μην ξαναγίνει τέτοιο λάθος. Η σφαίρα της είπε ότι μετά από εκατοντάδες χρόνια, στο βασίλειο του Λευκού Κύκνου, θα γεννιόταν δύο άντρες με ευγενικό αίμα και αυτοί θα έφταναν στην κρυψώνα.»
«Ο πατέρας μου και ο Μπόα.» μονολόγησε ο Όντραν.
«Αυτός που θα έβρισκε το δαχτυλίδι, έμελλε να την οδηγήσει στον ένα και μοναδικό εκλεκτό που θα άλλαζε για πάντα τον κόσμο.»
«Ο πατέρας μου... και…»
«Εσύ.»

***

Βημάτιζε νευρικά στο σαλόνι του σπιτιού του. Η Μιλ τον κοιτούσε από την καρέκλα της.
«Δεν σου μένει πολύς χρόνος, Όντραν. Πρέπει να με πιστέψεις. Γιατί άλλωστε νομίζεις πως με γνωρίζεις; Γιατί όντως έχουμε συναντηθεί. Απλά δεν το θυμάσαι.»
«Δεν ξέρω… δεν ξέρω…»
«Όταν ήσουν χαμένος και φοβισμένος, ήρθα και σε βρήκα. Μέσα στα όνειρά σου. Και σου είπα τα πάντα για το δαχτυλίδι. Σου είπα όλα όσα έπρεπε να ξέρεις. Μα εσύ φοβήθηκες, και πίεσες τον εαυτό σου να ξεχάσει. Έτσι θυμόσουν πώς να το χρησιμοποιείς, αλλά όλα τα άλλα βρισκόταν θαμμένα στην μνήμη σου.»
«Τι πρέπει να κάνω τώρα;» ρώτησε απότομα ο Όντραν, παγώνοντας τα πόδια του στο δάπεδο.
«Θα πρέπει να αντιμετωπίσεις την Ολκ. Εγώ δεν μπορώ πλέον να το κάνω… Είμαι νεκρή. Αλλά εσύ…»
«Πιστεύεις αλήθεια πως μπορώ;»
«Αν δεν μπορείς εσύ, δεν μπορεί κανείς. Είσαι διατεθειμένος να το κάνεις;»
«Ναι.» απάντησε αποφασιστικά. «Αρκεί να μου πεις τον τρόπο.»
«Σου είπα ήδη όσα χρειάζεσαι να ξέρεις. Τώρα είναι στο χέρι σου να βρεις τον τρόπο.»
Ο Όντραν σιώπησε. Το ίδιο και η Μιλ. Κάτι ακουγόταν στο βάθος, πέρα από το τριζοβόλημα της φωτιάς και το τραγούδι του βιολιού.
«Όντραν!» φώναζε μια γυναικεία φωνή.
«Φιντέλμα!» αναφώνησε σε απάντησή της.
Η μπάσα φωνή του Μπόα ακούστηκε κατόπιν να φωνάζει κάτι με θυμό. Ύστερα άκουσε καθαρά το γέλιο της Ολκ. Ακολούθησε μια μικρή συζήτηση ανάμεσα σε εκείνον και την ιέρεια του θανάτου, αλλά δεν μπόρεσε να διακρίνει καθαρά τα λόγια τους.
Τότε ένιωσε κάτι ζεστό. Αισθάνθηκε κάτι απαλό, όμορφο και τρυφερό πάνω του. Δύο χέρια να τυλίγονται γύρω του. Ζεστές σταγόνες –δάκρυα- χύνονταν στον λαιμό του. Ήταν παράξενη αίσθηση. Λυτρωτική. Είχε ξανανιώσει έτσι. Πριν καιρό, πίσω στην Τόρθαϊ. Στην ακγαλιά της Ευχής του.
«Φιντέλμα…» ψέλλισε ενώ τα μάτια του γέμιζαν δάκρυα.
Το δυνατό φως γέμισε τα μάτια του, το κορμί του, την καρδιά του. Ξεχύθηκε από όλους τους πόρους του σώματός του. Ξέπλυνε τα τραύματά του, έκλεισε τις πληγές του.
«Ήρθε η ώρα, Όντραν. Σε καλούν. Γύρνα πίσω. Γύρνα στη ζωή.» είπε η Μιλ.
«Σε ευχαριστώ για όλα!» της απάντησε, ενώ ίσα που την έβλεπε μέσα σε αυτό το εκτυφλωτικό φως.

Και γύρισε πίσω.

Ιωάννα Τσιάκαλου