Επικίνδυνες σκιές (Μέρος 1-Κεφάλαιο 12)


ΟΡΟΣΕΙΡΑ ΣΑΝΤΟΡΟΚ

    Η ΜΙΑ ΚΡΑΤΟΥΣΕ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΗΣ τα κλειδιά του κελιού και του περιλαίμιου του Σάντεν. Ξεκλείδωσε τη πόρτα του κελιού, και έβαλε όλη της την δύναμη για να την σπρώξει προς τα μέσα. Όσο εκείνη προσπαθούσε να ανοίξει την πόρτα ο Σάντεν κουνούσε ανεξέλεγκτα την ουρά και τα φτερά του στέλνοντας κύματα αέρα κατά πάνω της. Χώθηκε μέσα και τον πλησίασε χωρίς να νιώθει καθόλου φόβο. Ο δράκος έσκυψε το κεφάλι του μέχρι που ακούμπησε στο έδαφος και άνοιξε τα φτερά του στα δεξιά και στα αριστερά του, αφήνοντας τα κι εκείνα να ακουμπήσουν κάτω. Η Κοπέλα έβαλε το κλειδί στο λουκέτο του δαχτυλιδιού που έσφιγγε τον λαιμό του και με ένα κλικ, το περιλαίμιο άνοιξε στα δύο.

    Απομάκρυνε από τον λαιμό του δράκου το βαρύ μέταλλο και πριν προλάβει να το αφήσει κάτω ο δράκος όρμησε κατά πάνω της ρίχνοντάς την ανάσκελα στο πάτωμα. Το περιλαίμιο γλίστρησε από τα χέρια της και με έναν μακρόσυρτο ήχο κύλησε μέχρι τον τοίχο του κελιού. Ο δράκος ανέβηκε επάνω της και έφερε το κεφάλι του πάνω από το δικό της. Η κοπέλα αισθάνθηκε τρομαγμένη, αφού παρά το μέγεθός του ο δράκος ήταν δυνατός. Είχε καταφέρει να την ρίξει στο έδαφος. Τα μάτια του κοίταξαν βαθιά μέσα στα δικά της. Η Μία δεν έβλεπε στα μάτια του το ένστικτο του κυνηγού, αλλά μία ηρεμία. Δεν μπορούσε όμως να ηρεμήσει την καρδιά της που παλλόταν ανεξέλεγκτη περιμένοντας τον δράκο να ξεσκίσει το δέρμα της. Εκείνος ούρλιαξε θυμωμένα και ταυτόχρονα ένας βρυχηθμός, αρκετά βαρύς, ξέφυγε από τον λαιμό του. Τα δόντια του, τώρα που ήταν τόσο κοντά στο πρόσωπό της, φαίνονταν κοφτερά και τα σαγόνια του άνοιγαν περισσότερο από όσο περίμενε η κοπέλα.
    Με ανακούφιση, η Μία είδε τον Σάντεν να κλείνει το στόμα του και να σκύβει το κεφάλι. Ανασήκωσε το κεφάλι της και στηρίχτηκε στους αγκώνες της, για να τον κοιτάξει. Ο δράκος έκλεισε τα μάτια του και ακούμπησε το μέτωπό του πάνω στο στέρνο της. Τα νύχια του σταμάτησαν να είναι γαντζωμένα πάνω στο παλτό της. Αισθάνθηκε πάνω στο δέρμα της τις ψυχρές φολίδες του δράκου κάτω από την κλείδα της. Η καρδιά της ξεκίνησε να χτυπά φυσιολογικά ξανά, τώρα που ο δράκος έδειχνε ήρεμος. Ένιωσε τον Σάντεν να πιέζει το κεφάλι του πάνω στο δέρμα της και οι φολίδες του ξεκίνησαν να την πονάνε. Λίγα δευτερόλεπτα μετά απομάκρυνε το κεφάλι του από το στέρνο της και πετάρισε τα φτερά του για να απομακρυνθεί από το σώμα της. Στάθηκε ακίνητος μπροστά από την ανοιχτή πόρτα περιμένοντάς την. Η Μία σηκώθηκε όρθια ακόμη αναρωτώμενη πως βρέθηκε ξαπλωμένη ανάσκελα από αυτό τον μικρό δράκο. Έφτασε στην πόρτα και βγήκε έξω με τον Σάντεν να την ακολουθεί κατά πόδας.
«Η φολίδα του δράκου. Ώστε είναι αλήθεια αυτά που λένε». Η φωνή του Εστέφαν κατάφερε για άλλη μια φορά να σπάσει την σιωπή του διαδρόμου. «Μην με κοιτάζεις με απορία, κοίτα κάτω από τον λαιμό σου». Της είπε όταν είδε πως η Μία δεν τον καταλάβαινε.
    Η κοπέλα κοίταξε και είδε ένα ρομβικό σημάδι, σαν φολίδα δράκου να βρίσκεται στο στέρνο της, στο σημείο ακριβώς που ο Σάντεν είχε ακουμπήσει το κεφάλι του. Ήταν χωρίς αμφιβολία μία φολίδα πάνω στο δέρμα της Μία. Το χρώμα της ήταν ίδιο με το χρώμα των φολίδων του Σάντεν. Δηλαδή ήταν λευκό, και διατρεχόταν διαγώνια από μία κόκκινη ελάχιστα κυματιστή λωρίδα. Το άγγιξε και πρόσεξε πως ήταν ένα με το δέρμα της και η υφή του ήταν ακριβώς η ίδια με την υφή του δέρματος του δράκου. Είχε μία φολίδα στο δέρμα της. Κοίταξε τον Εστέφαν πανικόβλητη.
«Τι είναι αυτό;» Τον ρώτησε αγχωμένη.
«Η απόδειξη πως ο Σάντεν σε διάλεξε». Της απάντησε εκείνος με ένα μεγάλο χαμόγελο. Η Μία πήρε μία βαθιά ανάσα και ξεφύσησε με ηρεμία.
    Αφού ανέκτησε την ψυχραιμία της έφυγε από τον διάδρομο με τον δράκο δίπλα της, αφήνοντας τον Εστέφαν κλειδωμένο στο κελί του. Όσο προχωρούσε με τον Σάντεν του εξηγούσε πως έπρεπε να δείξουν στους ανθρώπους που θα συναντούσαν πως δεν είναι άγριος, αλλά υπάκουος και καλός. Ο Σάντεν της παραπονιόταν τσιρίζοντας. Αυτό την άγχωνε γιατί αν ο πατέρας της τον άκουγε να ουρλιάζει έτσι και έβλεπε να μεγάλα σαγόνια του ανοιχτά, θα τον κλείδωνε ξανά στο κελί.
    Έφτασαν στην αρχή του διαδρόμου, και μόνο η μεγάλη δίφυλλη πόρτα χώριζε το κορίτσι με τον δράκο του από το δωμάτιο με το ψηλό ταβάνι. Οι δύο στρατιώτες που στέκονταν στις δύο άκρες της πόρτας κοίταξαν τρομαγμένοι τον δράκο που κυκλοφορούσε χωρίς αλυσίδες και βιάστηκαν να ανοίξουν τα φύλλα της πόρτας. Ο Σάντεν περπατούσε καμαρωτά και έστρεψε το πρόσωπό του για να κοιτάξει κατάματα τους δύο τρομαγμένους στρατιώτες. Η Μία κατάλαβε πως ο μικρός δράκος το διασκέδαζε. Οι δύο άντρες υποκλίθηκαν μέχρι το πάτωμα ψελλίζοντας «Λαίδη, Μία». με ευγένεια. Η Μία σιχαινόταν όταν την αποκαλούσαν έτσι, όμως δεν τους είπε τίποτα για αυτό. Αν τους μιλούσε θα έπρεπε να μείνουν κι άλλα δευτερόλεπτα τρομοκρατημένοι δίπλα στον Σάντεν. Έτσι απλά κούνησε το κεφάλι της σαν αναγνώριση και μπήκε στο δωμάτιο, κρατώντας τα μάτια της καρφωμένα στο έδαφος. με τον δράκο δίπλα της.
    Περίμενε να ακούσει το δυνατό και τσιριχτό ουρλιαχτό του δράκου, όμως την εξέπληξε μένοντας σιωπηλός. Επίσης σταμάτησε να κοιτάει στα μάτια όποιον τον κοιτούσε και κράτησε το βλέμμα του πάνω στη Μία. Η κοπέλα με φρίκη συνειδητοποίησε πως ο πατέρας της είχε καλέσει τόσα άτομα για το δείπνο, που το μεγάλο τραπέζι είχε μόνο μία άδεια θέση και δίπλα της ένα μικρό κενό που προοριζόταν για τον Σάντεν. Χρειάστηκε τουλάχιστον πέντε λεπτά για να κινηθεί περιμετρικά του τραπεζιού και να καθίσει επιτέλους στην θέση της. Πέντε λεπτά που όλα τα βλέμμα τα ήταν καρφωμένα πάνω σε εκείνη και τον δράκο, και που ευχόταν ο Σάντεν να παραμείνει σιωπηλός.
    Όταν τελικά κάθισε στην θέση της, πολλοί άνθρωποι μπήκαν από τις σπηλιές κουβαλώντας μεγάλες πιατέλες με φαγητά και αφήνοντάς τες με κρότο πάνω στο μεταλλικό τραπέζι. Όταν η επιφάνεια του τραπεζιού δεν χωρούσε τίποτα παραπάνω, η Μία μπορούσε να μετρήσει οχτώ αγριογούρουνα στην επιφάνειά του, δέκα βαθιές γαβάθες γεμάτες με καυτή σούπα ζυμαρικών, και είκοσι πιατέλες με διάφορα ορεκτικά και συνοδευτικά. Σε αυτές υπήρχαν ρύζι, μακαρόνια, πίτες με διάφορα είδη γέμισης και πολλά άλλα. Υπήρχε ακόμη μεγάλη ποικιλία από σάλτσες για να συνοδέψουν το κρέας. Τόσα αγριογούρουνα, ο πατέρας μου έβαλε πραγματικά τα δυνατά του αυτή τη φορά, παρατήρησε έκπληκτη η Μία. Ο Δράκος δίπλα της σήκωσε τα μπροστινά του πόδια και γάντζωσε με τα νύχια του το παντελόνι της κοιτάζοντας υπνωτισμένος ένα αγριογούρουνο. Η Μία αναστέναξε και απομάκρυνε τα πόδια του από πάνω της. Κοίταξε τον πατέρα της που είχε καθίσει ακριβώς δίπλα σε εκείνη και τον Σάντεν.
«Δύο μέρες, έχεις δώσει στον δράκο να φάει μόνο δύο λαγούς». Του είπε επικριτικά. «Πεινάει». Εκείνος σήκωσε το ποτήρι του που ήταν γεμάτο κόκκινο κρασί και κοίταξε τους καλεσμένους του χαμογελώντας.
«Είμαστε σήμερα εδώ για να δειπνήσουμε μαζί με την κόρη μου και τον δράκο της. Συμφωνείτε πως αν δεν δημιουργήσει κανένα πρόβλημα ο δράκος κατά την διάρκεια του φαγητού θα τον αφήσουμε στην δικαιοδοσία της;» Ρώτησε με βροντερή φωνή όσους ήταν στο δωμάτιο.
    Όλοι φώναξαν δυνατά «ναι» και ξεκίνησαν να τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους. Ο πατέρας της Μία έτεινε προς το μέρος της το ποτήρι του και αφού τσούγκρισαν τα κύπελλά τους ήπιε μία μεγάλη γουλιά. Η Μία κοίταξε αγχωμένα τον δράκο της. Την κοιτούσε παρακλητικά, περιμένοντας κι εκείνος ένα μερίδιο φαγητού. Δάγκωσε το κάτω χείλος της και έσκυψε κάτω από το τραπέζι για να τον πλησιάσει.
«Κάνε μου μια χάρη. Μείνε ήσυχος σε όλο το γεύμα, χωρίς να φας τίποτα». Σε εκείνο το σημείο ο δράκος άνοιξε το στόμα του έτοιμος να παραπονεθεί και η μία το έκλεισε με τα χέρια της πριν προλάβει. «Δεν θα φας τώρα. Όμως όταν φύγουμε από εδώ, θα πάμε για κυνήγι μαζί, και θα φας όσο θες». Του είπε κατευναστικά και χάιδεψε τον λαιμό του. Εκείνος την κοίταξε ενοχλημένος και μετά έπεσε ανάσκελα και τύλιξε τα φτερά του πάνω από την κόκκινη κοιλιά του. Έκλεισε τα μάτια του αλλά η ουρά του που κινούνταν κυματιστά πρόδιδε πως δεν κοιμόταν.

Ράνια Ταλαδιανού