Επικίνδυνες Σκιές (Μέρος 1-Κεφάλαιο 6)

ΛΙΜΝΗ ΝΤΕ ΒΕΡΟΥΜ

    Η ΜΙΑ ΞΥΠΝΗΣΕ ΑΠΛΩΜΕΝΗ πάνω στο πέτρινο τοίχωμα της σπηλιάς. Έκπληκτη πρόσεξε πως ο μικρός δράκος ήταν κουλουριασμένο πάνω στο στέρνο της. Άρα δεν ήταν όνειρο, συνειδητοποίησε. Ακούμπησε το δράκο γεμάτη απορία για την υφή του ψηφιδωτού δέρματός του. Ήταν πολύ σκληρό όπως το περίμενε. Εκείνο σήκωσε απότομα το κεφάλι του και τσίριξε δυνατά προκαλώντας πόνο στα αυτιά της Μία. «Εντάξει, εντάξει, δεν θα σε ξαναγγίξω» Του είπε γελώντας. «Άντε σήκω από πάνω μου τώρα». Δεν ήξερε γιατί του μιλούσε. Απλά πίστευε πως αφού ήταν δράκος μπορεί να ήταν αρκετά έξυπνος για να την καταλάβει. Ο δράκος σηκώθηκε και πετάρισε τα φτερά του πετώντας μερικά εκατοστά από πάνω της μέχρι που άγγιξε το έδαφος. Η Μία απόρησε αν πραγματικά την είχε καταλάβει.
    Ο δράκος κοίταξε την εσοχή της σπηλιάς και τσίριξε δυνατά. Μετά έκανε έναν διαφορετικό, πιο απειλητικό ήχο, σαν βρυχηθμό. Συνέχισε για αρκετή ώρα να τσιρίζει μέχρι που πόνεσε το κεφάλι της Μία. «Φτάνει». Του είπε δυνατά. Ο δράκος την κοίταξε, κούνησε τα φτερά του και αιωρήθηκε για λίγο. Τσίριξε άλλη μια φορά και την πλησίασε. Την προσπέρασε και κρύφτηκε πίσω από τα πόδια της. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, χωρίς κανέναν ήχο ή προειδοποίηση μπήκε μέσα στη σπηλιά ένας άντρας.
    Μόλις τον είδε η Μία χώθηκε βαθύτερα στη σπηλιά. «Κρύψου» Ψιθύρισε στον μικρό δράκο ο οποίος υπάκουα πήγε βαθειά στη σπηλιά και χώθηκε σε μία μικρή εσοχή. Κάλυψε το σώμα του με τα φτερά του και έγινε ένα με την πέτρα λόγω των φολίδων του. Οι κόκκινες γραμμές στην επιφάνειά τους τον πρόδιδαν, όμως σκιάζονταν αρκετά από τα πετρώματα της σπηλιάς κι έτσι τραβούσαν δύσκολα την προσοχή κάποιου. Ο άντρας ξεκίνησε να πλησιάζει το κορίτσι.
    Δεν ήταν μεγαλύτερος από εικοσιπέντε χρονών. Τα μαλλιά του ήταν καστανόξανθα και ακατάστατα. Τα μάτια του ήταν φωτεινά γαλάζια. Έμοιαζαν βαθειά σαν την θάλασσα ακόμη και με το λίγο φως που έφτανε σε αυτά από την εσοχή της σπηλιάς. Η φορεσιά του ήταν περίεργη. Φορούσε ένα καστανόχρωμο παντελόνι, και ένα αμάνικο σακάκι ίδιου χρώματος. Κάτω από το ανοιχτό του σακάκι φορούσε ένα μακρυμάνικο, λευκό, μισάνοιχτο πουκάμισο. Στην πλάτη του είχε μία φαρέτρα γεμάτη με βέλη και ένα τόξο. Η Μία χώθηκε όσο βαθύτερα στην σπηλιά μπορούσε, μέχρι που, κατέληξε να στέκεται με την πλάτη της να αγγίζει την βραχώδη επιφάνεια στης σπηλιάς. Κούνησε νευρικά το πόδι της χωρίς να ξέρει πώς να αντιδράσει. Δεν θα προλάβαινε να τρέξει, και ακόμη κι αν τα κατάφερνε χρειαζόταν αυτοσυγκέντρωση για να βγει από τη σπηλιά. Τώρα η Μία ήταν ακίνητη και εγκλωβισμένη ανάμεσα στο αγόρι και τα πετρώματα της σπηλιάς. Εκείνος είχε φτάσει μισό μέτρο μακριά της, κρατώντας το καλά ακονισμένο μαχαίρι του. Η κοπέλα αποφάσισε να του μιλήσει, αφού πρώτα πήρε μια βαθειά ανάσα.
«Πως με βρήκες;» Όσο κι αν ήθελε να το κρύψει, πανικός διαγραφόταν στην φωνή της.
    Ο άντρας την πλησίασε ακόμη περισσότερο. Έφτασε τόσο κοντά της που τα χείλη του απείχαν από τα δικά της μόνο εκατοστά, και τα μέτωπά τους ακουμπούσαν. Προς μεγάλη της ανακούφιση, στην ανάσα του δεν υπήρχε ίχνος αλκοόλ. Φοβόταν τους μεθυσμένους άντρες, πόσο μάλλον όταν κρατούσαν μαχαίρι στα χέρια τους. Η αναπνοή της κοπέλας έγινε γρήγορη και αγχωμένη. Το κρύο μέταλλο του μαχαιριού άγγιξε ψυχρά τον λαιμό της, απειλώντας να τον σκίσει. Γέλασε στον εαυτό της που μετά από τόσα χρόνια ήταν ξανά τόσο κοντά στον θάνατο. Ίσως αυτή να ήταν η μοίρα μου, συνειδητοποίησε. Ο άντρας την κοίταξε βαθειά μέσα στα μάτια. Τα χείλη του συσπάστηκαν σχηματίζοντας ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο, όμως το βλέμμα του παρέμεινε σοβαρό.
«Αρχικά, οι παλμοί σου αυξήθηκαν το βράδυ όταν ξύπνησες. Η ανάσα σου έγινε γρήγορη και κοφτή. Ύστερα, τα πόδια σου ακούγονταν στο χαλικώδες έδαφος». Η φωνή του ήταν αρκετά βαριά και αντρική. Η λεπίδα που άγγιζε το δέρμα της την πονούσε, όμως δεν το τραυμάτιζε ακόμη. «Επίσης, δεν πιστεύω να νόμιζες πως δεν θα καταλάβαινα ότι επέλεξες τον δύσκολο δρόμο;» Αυτή τη φορά χαμογέλασε πραγματικά, γιατί ήξερε ακριβώς τι είχε σκεφτεί η Μία. Το χέρι του, που δεν κρατούσε το μαχαίρι πάνω στον λαιμό της, έπιασε το δικό της. Η απρόσμενη επαφή, έκανε το χέρι της να μοιάζει άψυχο. Η Μία αρνήθηκε να μιλήσει. Είχε καταλάβει το σχέδιό της και την είχε βρει. Δεν υπήρχε λόγος να πει οτιδήποτε. «Ξέρεις ποιο είναι το κακό; Ότι είσαι απροστάτευτη». Συνέχισε όταν είδε πως η Μία δεν απαντούσε. Το χέρι της έσφιξε το δικό του ασυναίσθητα, λόγω του εκνευρισμού που της προκάλεσαν τα λόγια του.
«Τι περιμένεις λοιπόν; Σκότωσέ με». Όταν μίλησε δεν κοιτούσε τα μάτια του, αλλά τον ουρανό έξω από την εσοχή του βουνού. Το ύφος της ήταν γεμάτο περηφάνια και εγωισμό, όμως μέσα της φοβόταν πολύ.
«Πως θα μπορούσες να μου φανείς χρήσιμη αν ήσουν νεκρή;» Την ρώτησε χλευαστικά. Το χέρι του κίνησε το δικό της, έως ότου άγγιξε το μαχαίρι που πίεζε το δέρμα του λαιμού της.
«Ίσως όμως με αυτό, να μπορέσεις να επιβιώσεις αν μου συμβεί κάτι». Τα χέρια του άφησαν το μαχαίρι στο χέρι της όχι όμως πριν το πιέσουν λίγο στον λαιμό της και η λεπίδα σκίσει το δέρμα της. Η Μία έβγαλε μία σιγανή κραυγή πόνου και έβαλε το χέρι της στο σκισμένο τμήμα του λαιμού της. Κοίταξε τα δάχτυλά της που είχαν ήδη βαφτεί με λίγο υγρό κόκκινο αίμα. Εκείνος ξεκίνησε να φεύγει μακριά της γυρνώντας την πλάτη του προς το μέρος της.
«Και γιατί πιστεύεις ότι δεν θα το χρησιμοποιήσω πάνω σου;» Τον ρώτησε εξοργισμένη που ο άντρας έπαιζε μαζί της όλη αυτήν την ώρα, τρομοκρατώντας την. Εκείνος σταμάτησε να απομακρύνεται για μια στιγμή και ένα απαλό χαμόγελο απλώθηκε στα χαρακτηριστικά του. Το βλέμμα του έγινε πολύ έντονο. Από τα μάτια της το βλέμμα του ταξίδεψε στο σώμα της και ύστερα επέστρεψε ξανά σ’ αυτά. Τέντωσε το χέρι του και παραμέρισε μία μπούκλα από τα μαλλιά της χαϊδεύοντας απαλά τον λαιμό της παράλληλα. Εκείνη απομακρύνθηκε με μία έκφραση αποστροφής στο πρόσωπό της. Δεν ήταν τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, ή το σώμα του που την αηδίαζαν, αλλά η απαίσια και υπερβολικά υπεροπτική συμπεριφορά του.
«Θα ήταν μια καλή, και ενδιαφέρουσα εξάσκηση και για τους δυο μας, Μία».
Η κοπέλα κατάλαβε πως την είχε μόλις απειλήσει. Είχε υπονοήσει πως μπορούσε ακόμη και να την κακοποιήσει αν έκανε κάποια τέτοια προσπάθεια. Αναρίγησε στην ιδέα. Κοίταξε το μεγάλο μαύρο τόξο που κουβαλούσε, τώρα που έβλεπε την πλάτη του. Θα ήταν δύσκολο να του ξεφύγει ακόμη και αν τον τραυμάτιζε και έτρεχε. Αναστέναξε και άφησε τα σχέδια της απόδρασής της για αργότερα.
«Εσύ ξέρεις το όνομά μου, εγώ όμως δεν ξέρω το δικό σου». Παρατήρησε η κοπέλα.
«Λέγομαι Εστέφαν. Αν είσαι έτοιμη, έχουμε ταξίδι μπροστά μας. Μπορείς να φέρεις και τον δράκο σου μαζί». Της είπε πριν να χαθεί πέρα από την εσοχή της σπηλιάς.    
    Η Μία κοίταξε μπερδεμένη τον ουρανό έξω από τη σπηλιά. Αναρωτιόταν πώς είχε προσέξει τον δράκο ο Εστέφαν και πότε. Επίσης, το πιο αλλόκοτο ήταν ότι τον είχε αποκαλέσει δικό της δράκο. Ίσως άκουσε τα ουρλιαχτά του πριν μπει στη σπηλιά, και πώς με υπάκουσε όταν του είπα να κρυφτεί. Αλλά τι σημασία έχει; Έκανε λάθος. Απλά αυτή η σπηλιά είναι το σπίτι του δράκου. Αυτό είναι όλο. Η Μία χαμένη ακόμη στις σκέψεις της προχώρησε προς το χείλος του γκρεμού.
    Κοίταξε κάτω, και τα πόδια της τρεμούλιασαν έτοιμα να λυγίσουν. Αυτή την φορά ήταν μέρα, και όλα φαίνονταν πολύ πιο ξεκάθαρα. Πρώτη φορά πρόσεξε τα μυτερά βράχια αρκετά μέτρα κάτω από τον γκρεμό. Ήταν έτοιμη να ξεκινήσει να περπατάει στο λεπτό μονοπάτι που θα την οδηγούσε μακριά από τη σπηλιά όταν ο μικρός λευκός δράκος περπάτησε προς το μέρος της και τσίριξε. Αυτή τη φορά το ουρλιαχτό του κράτησε περισσότερη ώρα και θύμιζε θρήνο.
«Μην φωνάζεις έτσι, θα τρομάξω και θα πέσω». Του παραπονέθηκε.
    Μπήκε ξανά μέσα στην σπηλιά και τον κοίταξε. Εκείνος έβγαλε μερικούς καπνούς από τα ρουθούνια του και την πλησίασε περισσότερο. Το μέγεθός του ήταν το ίδιο με το μέγεθος ενός παπαγάλου. Ξεκίνησε να κουνάει τα φτερά του. Κατάφερε να αιωρηθεί, όμως μόνο μερικά εκατοστά από το έδαφος. Συνέχισε να χτυπάει δυνατά τα φτερά του και μετά από πολύ προσπάθεια κατάφερε να φτάσει το μισό μέτρο. Όταν έφτασε εκεί συνέχισε να κουνάει τα φτερά του όμως πιο γρήγορα και με πιο πολλή δύναμη. Η Μία κοιτάζοντάς τον κατάλαβε πως ήταν πολύ μικρός και δεν είχε μάθει ακόμη να πετάει. Πάλευε να κρατηθεί στον αέρα όμως δεν θα αργούσε να πέσει στο έδαφος. Ξεκίνησε να χάνει ύψος και η Μία τρόμαξε. Έσκυψε γρήγορα και τον έπιασε πριν χτυπήσει με το δεξί φτερό του στο έδαφος. Τον σήκωσε με τα χέρια της μέχρι τα μάτια του να βρίσκονται στο ίδιο ύψος με τα δικά της. Εκείνος τα ανοιγόκλεισε. Ο δράκος έμοιαζε να εκπέμπει μια τρυφερότητα με τα μάτια του.

«Αφού δεν ξέρεις να πετάς ακόμη, γιατί προσπαθείς να φτάσεις τόσο ψηλά;» Του είπε επικριτικά. Ο δράκος σαν απάντηση τσίριξε θρηνητικά λιγότερο δυνατά από ότι τις άλλες φορές. «Λυπάμαι αλλά δεν καταλαβαίνω τι μου λες». Του είπε και ξεκίνησε να τον κατεβάζει προς το έδαφος. Εκείνος αρνήθηκε να επιστρέψει και πετάρισε τα φτερά του. Γραπώθηκε από την μπλούζα της και σκαρφάλωσε με την βοήθεια των γαμψών νυχιών του μέχρι τον ώμο της. Κάθισε εκεί και ρουθούνισε ευχαριστημένος. «Εντάξει λοιπόν, αλλά να ξέρεις πως εγώ φεύγω από την σπηλιά». Είπε προειδοποιητικά. Εκείνος ανοιγόκλεισε τα μάτια του κοιτάζοντάς την έντονα και μετά έσκυψε το κεφάλι του για να δαγκώσει το δεξί μπροστινό του πόδι αδιάφορα. Η Μία σήκωσε αδιάφορα τους ώμους της ταρακουνώντας τον δράκο, που δεν έχασε καθόλου την ισορροπία του. Αναστέναξε κοιτάζοντάς τον και συγκεντρώθηκε στο απόκρημνο δρομάκι που έπρεπε να διασχίσει.

Ράνια Ταλαδιανού