Οι Ψιθυριστές (Κεφάλαιο 5)

ΝΤΑΡΙΑ

       Κλείνομαι στο δωμάτιο που μοιράζομαι με την Φλάριον και την Βασάλτη. Με δάκρυα στα μάτια, βουτάω στο κρεβάτι μου κι αρχίζω να κλαίω, σαν μεγάλο μίζερο μωρό. Πού έκανα λάθος; Ο Άσερ φαινόταν τόσο θετικός χθες. Εξαιτίας της θλίψης του πήρα η ίδια το θάρρος, να θίξω πάλι αυτό το θέμα. Όταν όλες οι άλλες προσπάθειές μας πήγαν χαμένες, πιστεύω πως τωρα βρήκα την άκρη, για να ξεκινήσουμε μια νέα έρευνα. Για χάρη της. Χαμηλώνω τα ματόκλαδά μου φέρνοντας στο νου μου κάποιες από τις σκοτεινές αναμνήσεις, που ταλανίζουν την ψυχή μου.

       Την κοιτάζω, σιωπηλή, να κοιμάται ήσυχα στο κρεβάτι δίπλα μου και δεν ξέρω τι να κάνω. Το στήθος της ανεβοκατεβαίνει ήρεμα, αλλά οι βαθιές τρύπες που έχουν προξενήσει τα δόντια μου στον αλαβάστρινο λαιμό της διακρίνονται ακόμα. Πώς της το έκανα αυτό; Πώς μπόρεσα να κάνω κακό σ’ εκείνη και τα παιδιά της;
       Απλώνω το χέρι μου κι αγγίζω το μάγουλό της. Καίει, σαν να έχει πυρετό, ενώ εγώ είμαι τόσο κρύα. Η Μοργκάνα μας κατέστρεψε και τις δύο όταν μας χώρισε. Δεν ξέρω αν έχει σπάσει ο δεσμός μας, έτσι κι αλλιώς δεν μπορώ να νοιώσω τα συναισθήματά της. Για ένα μόνο πράγμα είμαι σίγουρη: Ότι θα με μισήσει μόλις ξυπνήσει. Και όχι άδικα. Τα δάκρυά μου κυλούν καίγοντας τα μάγουλά μου από τις τύψεις.
       «Σύνελθε. Δεν σου ταιριάζει αυτή η κατάσταση Ντάρια». Λέει ο Μαλέφις άγρια μπαίνοντας στο δωμάτιο.
       Σκουπίζω βιαστικά τα μάτια μου και ανακάθομαι παίρνοντας μικρές αναπνοές από το στόμα, για να ηρεμήσω την ραγισμένη μου καρδιά. Τι τον νοιάζει εκείνον; Σίγουρα δεν νοιώθει τίποτα για μένα, παρόλο που με σημάδεψε για να με σώσει.
       «Πώς είναι;» λέει πιο μαλακά τώρα ο Άρχοντας των Ζοφερών.
       «Θα γίνει καλά». Χαμογελάω ανήσυχη. «Ευχαριστώ που την έσωσες. Κι εμένα…»
       «Εσύ θα με ξεπληρώσεις κάποια στιγμή». Γέρνει κοντά μου κολλώντας απότομα το πρόσωπό του στο δικό μου. «Και ξέρεις τον τρόπο…».
       «Ό,τι θέλεις άρχοντά μου». Βογκάω ξέροντας, πως θα πρέπει, να προδώσω τον πατέρα μου, τον βασιλιά Φρέντερικ… όλους όσους ο Μαλέφις θέλει, να εξαφανίσει. «Θα κάνω, ό,τι με διατάξεις». Τον διαβεβαιώνω.
       Ο βασιλιάς των Ζοφερών δεν είναι από τους τύπους που κάνουν χάρες δίχως αντάλλαγμα. Άλλωστε τι καλύτερο υπάρχει από τον δεσμό του Ιερού Φιλιού; Αιώνια υποταγμένη στις επιθυμίες του, στις διαταγές του...
       «Τι θα γίνει με τη γυναίκα σου; Η βασίλισσα Μοργκάνα…»
       «Την έδιωξα! Να πάει στο διάολο, ούτε που με νοιάζει!» γρυλίζει και τραβιέται. «Δεν έπρεπε να με παρακούσει. Της ζήτησα να μην ανακατευτεί, όμως εκείνη… εκείνη πάντα κάνει το δικό της». Συμπληρώνει ρίχνοντας κάποιες τελευταίες ματιές στην Μάργκορι και φεύγει μουρμουρίζοντας κατάρες και βρισιές. «Μην ανησυχείς. Θα την αναλάβω εγώ εκείνη. Εσύ μείνε να φροντίσεις την αδερφή σου». Λέει μέσα από τα δόντια του.
       «Θα μας σκοτώσει;» ρωτά η Μάργκορι, που όλη εκείνη την ώρα προσποιούταν την κοιμισμένη, μόλις φεύγει ο Μαλέφις.           
       Πετιέμαι από την καρέκλα μου και γονατίζω δίπλα της κλαίγοντας από χαρά και ανακούφιση.
       «Πονάω». Λέει το κορίτσι.
       «Το ξέρω. Συγγνώμη». Προσπαθώ να απολογηθώ όμως, δεν μπορώ να πω ψέματα. Εγώ φταίω εν μέρει, για ό,τι έπαθε. «Η Μοργκάνα σε χτύπησε κι εγώ… σε δάγκωσα». Παραδέχομαι. «Λυπάμαι τόσο πολύ. Αν γινόταν, να γυρίσω τον χρόνο πίσω…»
       «Πού είναι τα παιδιά μου;» ρωτά με σπασμένη φωνή.
       Δεν απαντώ. Ένας λυγμός έχει φράξει τον λαιμό μου.
       «Πού είναι;» ρωτάει πάλι και το πρόσωπό της αντανακλά όλη την αγωνία μιας αναστατωμένης μητέρας. «Σε παρακαλώ, πες μου».
       «Ο γιος σου είναι ασφαλής εδώ. Ο Μαλέφις τον φρόντισε και δεν τον άφησε μονάχο του ούτε μια στιγμή». Την διαβεβαιώνω καταπίνοντας τα δάκρυά μου και χαϊδεύοντας το ωχρό της πρόσωπο.
       «Και το κοριτσάκι μου; Της είχα δώσει τη Φλόγα…».
       «Τους έχει η Μοργκάνα. Είπε ότι θα την έκρυβε κάπου, όπου κανείς δεν θα μπορούσε να την πάρει. Αλλά δεν θα την σκοτώσει. Την χρειάζεται ζωντανή για την Φλόγα».
 Προσπαθώ να την καθησυχάσω. Ελπίζω δηλαδή. Δεν γνωρίζω τα πάντα περί μαγείας, όμως αν η Μοργκάνα έχει κατά νου κάποιο ξόρκι, για να κλέψει την ψυχή της μικρής πριγκίπισσας… τότε τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα, απ’ όσο θα ήθελα να πιστεύω. Ξέρω ότι υπάρχει και κάτι άλλο, όμως δεν μπορώ να θυμηθώ. Είμαι σίγουρη ότι η Μοργκάνα έχει πει πού θα την πάει, όταν όμως ο Μαλέφις επέστρεψε την ψυχή μου και εγώ επέστρεψα στον παλιό μου εαυτό πολλά απ’ όσα έκανα στο πλευρό της Σκοτεινής Βασίλισσας τα έχω ξεχάσει.
       «Μου πήρε το κοριτσάκι μου την Αζαλέα μου…» μονολογεί πικρά η Μάργκορι.
       Μπλέκω το χέρι της στο δικό μου και ξαπλώνω δίπλα της ακουμπώντας το κεφάλι μου στο νωπό από τα δάκρυα μαξιλάρι της.
«Ωραίο όνομα. Έτσι θα την ονόμαζες;» λέω περισσότερο, για να την παρηγορήσω. Μου γνέφει καταφατικά κι αναστενάζει.
«Του Φρέντερικ του άρεσαν οι αζαλέες, αλλά εμένα τα τριαντάφυλλα και τα νυχτολούλουδα. Ήταν δική του ιδέα». Γυρνά και με κοιτάζει. «Πόσο ευτυχισμένος θα γινόταν... Όμως τώρα… Δε θα μάθουμε ποτέ».
       «Δεν το έχει μάθει ακόμα. Είμαι όμως σίγουρη, ότι ο Μαλέφις δεν θα χάσει την ευκαιρία να μην του το πει. Του ανήκεις τώρα. Όπως κι εγώ».
       «Ω! Καημένε Φρέντερικ». Κλαψουρίζει η Μάργκορι.

       Την σφίγγω στην αγκαλιά μου και την φιλώ στα μαλλιά. Δεν θα την ξαναφήσω ποτέ ξανά από τα μάτια μου. Κανείς δεν θα μπορέσει, να μας χωρίσει για δεύτερη φορά.

Ηλιάνα Κλεφτάκη