Επικίνδυνες Σκιές (Μέρος 1-Κεφάλαιο 4)

ΊΟΡΝΤΕΘ
ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ

    Ο ΕΣΤΕΦΑΝ ΑΤΕΝΙΣΕ ΣΚΕΠΤΙΚΑ τη ξεχασμένη φαρέτρα και το τόξο του στην άκρη του δωματίου. Ένα κομμάτι μέσα στη καρδιά του ούρλιαζε πως μόνο εκείνα χρειαζόταν. Ήξερε πως σύντομα θα έπρεπε να φύγει από την έπαυλη του μάγου. Άλλωστε το όπλο του ήταν ο μοναδικός του σύμμαχος και φίλος. Μα υπήρχε και μια μικρή, ασυνήθιστη φωνή μέσα του. Δεν μπορούσε να την καταλάβει απόλυτα. Συνεχώς του έλεγε πως έπρεπε να πάρει το κορίτσι μακριά από το Ίορντεθ. Μα η Φιέρα φαινόταν χαρούμενη μέσα στην έπαυλη.

    Στη κρεβατοκάμαρά του επικρατούσε το μαύρο χρώμα. Μαύρη πολυθρόνα, μαύρο κρεβάτι, μαύρο χαλί. Όλη η επίπλωση και τα σκεπάσματα είχαν την ίδια σκοτεινή απόχρωση. Το λευκό χρώμα του τοίχου έμοιαζε παράταιρο στο καταθλιπτικό δωμάτιο. Ο άντρας όμως αδιαφορούσε για το μέρος στο οποίο κοιμόταν. Μετά βίας πρόσεχε τις αποχρώσεις ή τα έπιπλα που υπήρχαν γύρω του. Δεν είχε χώρο για τίποτα άλλο μέσα στο κεφάλι του, εκτός από τον εαυτό του. Ήξερε πως ήταν αλλόκοτο που οι σκέψεις του συνεχώς βούιζαν στο κεφάλι του. Είχε προσπαθήσει να το καταπολεμήσει, μα πάντα κατέληγε μπλεγμένος μέσα στο μυαλό του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεφύσησε σε μια προσπάθεια να διώξει κάθε σκέψη μακριά. Ακόμη και το Ίορντεθ δεν είχε αρκετή δύναμη όμως για να μουδιάσει το μυαλό του Εστέφαν. Ακόμη το μυαλό του γύριζε στο παρελθόν αναζητώντας χαμένα συναισθήματα.
    Αυτή τη φορά είχε ταξιδέψει πίσω στη Νάρμα, το σπίτι του. Έκλεισε τα μάτια του κουρασμένος από τη θύμηση της παλιάς του ζωής. Δεν ήθελε πια να τριγυρνάει στο μυαλό του η εικόνα της μητέρας του. Είχε φύγει πολλά χρόνια πριν. Στην ανάμνηση εκείνος ήταν μόλις ένα παιδί κρεμασμένο στο ψηλό παράθυρο της πόρτας. Κρυφοκοίταζε την πλάτη της καθώς έφευγε. Ήταν η τελευταία φορά που την είχε δει. Το λευκό της φόρεμα έμοιαζε αληθινό καθώς κυμάτιζε και απομακρυνόταν από αυτόν. Οι κόκκινες μπούκλες της χοροπηδούσαν σαν σπίθες φωτιάς, ζωντανές και λαμπερές. Αν και ότι έβλεπε ήταν απλά μια ανάμνηση μπορούσε να νιώσει ακόμη τα δάκρυα που είχε στα μάτια του όταν ήταν μικρός. Ακόμη και ύστερα από τόσα χρόνια, όταν θυμόταν δεν μπορούσε να αναπνεύσει.
«Εστέφαν». Η φωνή της Φιέρα ήχησε πεντακάθαρα στο δωμάτιο και όλες οι σκέψεις που στριφογύριζαν στο μυαλό του έγιναν καπνός.
    Ο άντρας άνοιξε τα κουρασμένα του μάτια έκπληκτος. Είχε μέρες να κοιμηθεί. Έτσι συνέβαινε πάντοτε. Ο ίδιος του ο εαυτός τον βασάνιζε μέχρι που οι αντοχές του λιγόστευαν. Μπορεί να κρατούσε και τέσσερις και πέντε μέρες το βασανιστήριο. Αλλά τελικά κοιμόταν. Και τα όνειρά του ήταν μαύρα, σκοτεινά και περιπετειώδη, χωρίς ίχνος συναισθημάτων. Αλλά όταν του μίλησε το μικρό κορίτσι, ότι του συνέβαινε έλαβε τέλος. Οι αναμνήσεις του ξεθώριασαν από μόνες τους. Το παιδί τον πλησίαζε κι εκείνος την κοίταζε προσεκτικά. Ήξερε πως εκείνη είχε κάποια σχέση με όλο αυτό. Με κάποιον τρόπο του παρείχε γαλήνη.
«Τι κάνεις εδώ;» Ρώτησε ο Εστέφαν με σκληρή και τραχιά φωνή. Η Φιέρα κάθισε στο κρεβάτι δίπλα του και χαμογέλασε.
«Ήρθα γιατί με χρειαζόσουν». Του απάντησε και ένα ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά του. Ώστε τελικά ήταν εκείνη που είχε κάνει τις σκέψεις του να κοπάσουν.
«Φιέρα». Ο άντρας ανασηκώθηκε και την κοίταξε κατάματα. Τα πράσινα μάτια της σχεδόν τον υπνώτιζαν όπως είχαν κάνει και στο μυαλό του. «Μπορείς να διαβάσεις τις σκέψεις μου;» Την ρώτησε επιφυλακτικά. Το κορίτσι ένευσε, χαμογελώντας του ακόμη.
«Περισσότερο να τις ακούσω μπορώ». Η παιδική φωνή της βοηθούσε τον Εστέφαν να παραμείνει ψύχραιμος. Αν κάποιος μάγος διείσδυε στο μυαλό του θα αισθανόταν απειλημένος, αλλά όχι με εκείνη. Ήταν απλά ένα μικρό παιδί. Παρόλα αυτά αισθανόταν ένα σφίξιμο στη καρδιά του. Δεν ήθελε η Φιέρα να ξέρει τις σκληρές αναμνήσεις που αναβίωνε κάθε μέρα. «Ανησυχείς για μένα;» Ρώτησε το κορίτσι έκπληκτο και τα μάτια της έλαμψαν στιγμιαία.
«Ήθελες να δεις τι σκεφτόμουν ή απλά συνέβη;» Απέφευγε να απαντήσει στην απρόσμενη ερώτησή της, γιατί και ο ίδιος δεν γνώριζε την απάντηση.
«Ήσουν κλεισμένος εδώ μέσα για δυο μέρες και αισθανόμουν μοναξιά». Παραδέχτηκε η Φιέρα μουτρωμένα. «Και ήθελα να δω τι σκεφτόσουν». Σταύρωσε τα χέρια της πεισματάρικα αποκαλύπτοντας την ενόχληση που είχε νιώσει.
«Σε παρακαλώ μην προσπαθήσεις ποτέ ξανά να μπεις μέσα στο κεφάλι μου. Είναι πολύ σκοτεινά για σένα». Είπε αδιάφορα ο Εστέφαν και έστρεψε τη ματιά του μακριά της. Το παιδί ξέσπασε σε γέλια.
«Σκοτάδι». Μονολόγησε γελώντας ακόμη και μετά ησύχασε. «Μα τα αστέρια λάμπουν στο σκοτάδι, σωστά;» Τον ρώτησε αφηρημένα. Ο Εστέφαν χαμογέλασε με την άγνοιά της.
«Στο Ίορντεθ δεν φαίνονται τα αστέρια». Τα λόγια του ξέφυγαν από τα χείλη του πριν προλάβει να τα συγκρατήσει. Θρυμμάτισαν το χαμόγελο της Φιέρα και τα μάτια της γούρλωσαν. Το πρόσωπό της ξαφνικά είχε μετατραπεί σε παγωμένη πορσελάνη. Ήταν όμορφο, εύθραυστο και άδειο την ίδια στιγμή.
«Κάποτε όμως τα έβλεπα». Είπε το παιδί και δάκρυα ξεκίνησαν να κυλούν πάνω στο ανέκφραστο πρόσωπό του.
    Ο Εστέφαν καταράστηκε από μέσα του μετανιώνοντας που είχε ανοίξει το στόμα του. Έπιασε γρήγορα το σχεδόν άψυχο σώμα του παιδιού και το έκρυψε στην αγκαλιά του. Τότε το παιδί τον έσφιξε και χωρίς προειδοποίηση ξεκίνησε να κλαίει με αναφιλητά. Πέρασε ώρα που η Φιέρα μούσκευε την μπλούζα του. Εκείνος αισθανόταν υπεύθυνος για τον πόνο της και αυτό, κατά έναν περίεργο τρόπο, τον ενοχλούσε πολύ. Τώρα μπορούσε να καταλάβει πως υπήρχαν πολλά πράγματα που την βασάνιζαν. Για πρώτη φορά στη ζωή του, είχε χωρέσει στο μυαλό του κάποιον άλλο εκτός από τον εαυτό του. Η Φιέρα ήταν σαν κι εκείνον, μόνη και άδεια. Αλλά υπήρχε ακόμη ελπίδα για εκείνη. Ήταν ακόμη μικρή. Έτσι ο Εστέφαν, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, αποφάσισε πως ήθελε να προστατεύσει κάποιον.
«Σου υπόσχομαι πως μια μέρα θα σε πάω να δεις τα αστέρια ξανά». Της δήλωσε αποφασιστικά. Ήταν μια μικρή και εύκολη αποστολή για εκείνον. Είχε κάνει τόσα δύσκολα πράγματα στη ζωή του, δεν θα δίσταζε σε κάτι τόσο απλό. Η Φιέρα τον κοίταξε με κόκκινα από το κλάμα μάτια.
«Αλήθεια;» Ρώτησε γεμάτη προσμονή. Ο Εστέφαν δεν κατάφερε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο που σχημάτισαν τα χείλη του καθώς ένευε. «Εντάξει τότε κι εγώ θα κρατάω ήσυχο το μυαλό σου». Ο Εστέφαν αναστέναξε. Ήθελε πολύ το δώρο που του προσέφερε το παιδί αλλά δεν θα μπορούσε ποτέ να το δεχτεί. Άνοιξε το στόμα του για να της το πει όμως το μικρό της χεράκι τον σταμάτησε. Η παλάμη της κάλυψε τα χείλη του απαγορεύοντάς του να μιλήσει. «Δεν θέλω την άδειά σου. Είσαι εδώ για να με υπηρετείς σωστά;»
    Ο άντρας την κοίταξε ειρωνικά. Πριν προλάβει να βρει κάποια καλή απάντηση στα λόγια της όμως, η Φιέρα τρύπωσε μέσα από τα σκεπάσματα και κούρνιασε στην αγκαλιά του. Ο Εστέφαν πάγωσε, τρομαγμένος από την θερμή αγκαλιά του παιδιού. Ήταν σίγουρος πως δεν απέπνεε κάτι ζεστό ή οικείο, όμως το παιδί δεν είχε διστάσει να τον πλησιάσει τόσο. Η ώρα περνούσε κι ο άντρας ένιωθε εγκλωβισμένος μέσα στο μαρμάρινο σώμα του. Όταν τελικά κατάφερε να ξαπλώσει αμήχανα δίπλα στο παιδί, εκείνο είχε αποκοιμηθεί. Ακόμη και έτσι όμως κρατούσε τις κακές του σκέψεις μακριά. Έτσι σύντομα τα βλέφαρά του βάρυναν. Ήταν τόσο ήσυχα μέσα στο κεφάλι του, που τον έκανε να αισθάνεται άδειο. Πλέον χωρούσαν κι άλλα πράγματα μέσα σε αυτό, πολλά ακόμη. Αλλά εκείνος προτιμούσε να το κρατήσει άδειο.
    Όταν ξύπνησε η Φιέρα είχε εξαφανιστεί από την αγκαλιά του. Η καρδιά του ξεκίνησε να πάλλεται ανήσυχα. Θα έπρεπε να είχε ξυπνήσει όταν το κορίτσι είχε φύγει από το δωμάτιο. Εκείνος αντιθέτως είχε κοιμηθεί βαθειά και δε είχε αντιληφθεί τίποτα. Ένιωθε εκνευρισμένος με τον εαυτό του που αυτή τη φορά δεν ήταν σε ετοιμότητα όπως πάντα. Κατά βάθος ήξερε πως για όλα έφταιγε το μαρτύριό του που είχε λάβει τέλος. Αυτή τη φορά δεν του είχαν επιτεθεί οι σκέψεις του για να τον ξυπνήσουν από τον ύπνο του. Έτσι είχε παρασυρθεί από τη γαλήνη που ως τότε δεν γνώριζε.
    Όλα φαίνονταν καλά γύρω του. Το πιο πιθανό ήταν πως η Φιέρα είχε φύγει αθόρυβα πριν από ώρα. Αλλά εκείνος δεν μπορούσε παρά να ανησυχήσει για εκείνη. Ύστερα από την ώρα που είχαν περάσει μαζί είχε σχηματιστεί μέσα του ένα αίσθημα ευθύνης για τη Φιέρα. Σηκώθηκε όρθιος και βγήκε αθόρυβα από το δωμάτιό του. Δεν ήξερε που πήγαινε. Δεν είχε προσπαθήσει να μάθει τα δωμάτια της σκοτεινής έπαυλης. Όλες εκείνες τις μέρες απλώς σκότωνε τον χρόνο του μέσα στο ασπρόμαυρο δωμάτιό του.
«Φιέρα;» Είπε και η ηχώ του ταξίδεψε στον άδειο διάδρομο.
    Αμφέβαλλε πως το κορίτσι βρισκόταν κάπου εκεί. Αποφάσισε να κατεβεί την στριφογυριστή σκάλα που βρισκόταν μπροστά από το υπνοδωμάτιό του. Μάλλον θα βρισκόταν στη τραπεζαρία. Μόλις ξεκίνησε να κατεβαίνει άκουσε μια μικρή κραυγή από κάπου πίσω του. Ανατρίχιασε και τα μάτια του γούρλωσαν εκνευρισμένα. Η Φιέρα κινδύνευε. Έτρεξε μέσα στον θεοσκότεινο διάδρομο και η ηχώ μετέφερε τα ποδοβολητά του στον έρημο χώρο. Φτάνοντας μπροστά από μια πόρτα άκουσε τον ίδιο πνιχτό ήχο. Ήταν σίγουρος πως ήταν εκεί. Η Φιέρα βρισκόταν πίσω από εκείνη τη πόρτα. Και αν το ένστικτό του ήταν σωστό, τότε το παιδί κινδύνευε.
    Άνοιξε τη πόρτα και κοίταξε εμβρόντητος το μικρό κορίτσι. Τα μάτια της ήταν ανοιχτά, μα κοίταζαν το κενό. Δεν μπορούσε να τον δει. Ήταν πεσμένη στο έδαφος, και το έξυνε με τα νύχια της. Το ξύλινο πάτωμα διατρεχόταν από πολλές γρατζουνιές και τα δάχτυλά της το έξυναν ακόμη, ματωμένα πια. Ο Εστέφαν ξεκίνησε να την πλησιάζει όμως πριν το καταλάβει το σώμα του εκσφενδονίστηκε στον τοίχο. Τότε τον διέκρινε. Ο άντρας με την αδύνατη σιλουέτα και τον μαύρο μανδύα κρυβόταν στις σκιές. Τον είχε σταματήσει με μαγεία και τώρα δεν του επέτρεπε ούτε να κουνηθεί, ούτε να μιλήσει.
«Τι είμαι εγώ Φιέρα;» Ρώτησε ο άντρας εύθυμα.
«Φίλος μου». Είπε εκείνη με τρεμάμενη φωνή και ξεκίνησε να ξύνει μανιωδώς το πάτωμα. «Βοήθησέ με». Είπε πνιχτά.
«Τι θα ήθελες να κάνω για σένα καλή μου;» Την ρώτησε με μια γλοιώδη γλυκύτητα στη φωνή του.
«Κί-τζι». Μονολόγησε με δυσκολία το παιδί. Τα χέρια της αιμορραγούσαν όλο και περισσότερο.
«Με συγχωρείς μα αυτό δεν γίνεται. Ξέρεις πολύ καλά πως εκείνος σε παράτησε. Εγώ είμαι η οικογένειά σου τώρα». Η Φιέρα βούρκωσε και τα δάκρυά της ξεκίνησαν να στάζουν στο χαραγμένο και ματωμένο πάτωμα. Σήκωσε το κεφάλι της για να τον κοιτάξει και κράτησε τα χέρια της ακίνητα.
«Θα κάνω πάντα ότι μου πεις, με την δύναμη που μου χάρισες. Η μαγεία μου είναι δική σου. Η ζωή μου είναι δική σου. Εγώ είμαι μονάχα μια ανάμνηση, τίποτα παραπάνω». Είπε το παιδί με αποτρόπαια σοβαρή φωνή.
    Το μυαλό του Εστέφαν απειλούσε να εκραγεί από τον θυμό. Η Φιέρα στάθηκε όρθια με αδυναμία. Πέρασε δίπλα από τον Εστέφαν χωρίς να τον κοιτάξει και χάθηκε μέσα στον άδειο διάδρομο. Η καρδιά του άντρα κόντευε να ξεσκίσει το στέρνο του από την αναστάτωση και το μίσος που ένιωθε. Μόλις κατάφερε να κινηθεί και να ανοίξει το στόμα του, πήρε μια βαθειά ανάσα για να χαλιναγωγήσει τις θεριεμένες σκέψεις του.
«Είναι απλά ένα παιδί!» Ούρλιαξε στον απάνθρωπο μάγο. Εκείνος γέλασε χλευαστικά.
«Τι ξέρεις εσύ;» Στην φωνή του αποτυπωνόταν ειρωνεία. Αυτό εξόργισε τον Εστέφαν ακόμη περισσότερο.
«Θα την πάρω μακριά από το Ίορντεθ και αν προσπαθήσεις να με σταματήσεις.». Το δυνατό γάργαρο γέλιο του άντρα ήχησε δυνατά στο δωμάτιο διακόπτοντας τα λόγια του.
«Είμαι ο Κλέιν  Έστιαλορ, να θυμάσαι το όνομά μου. Δεν θα δεχτώ τέτοια περιφρόνηση από έναν μισθοφόρο σαν κι εσένα νεαρέ. Αλλά σε προκαλώ, πάρε την μακριά μου παρά τη θέλησή μου. Θέλω να δω το πρόσωπό σου όταν θα στραφεί εναντίον σου και θα σε σκοτώσει για να γυρίσει πίσω σε μένα. Ότι κι αν συμβεί η Φιέρα είναι δική μου». Μονολόγησε με βροντερή φωνή ο μάγος. Ο Εστέφαν είχε χάσει, όσο κι αν μισούσε να το παραδεχθεί. Έσφιξε τις γροθιές του και γονάτισε μπροστά από τον άντρα.
«Θα σε υπηρετώ εγώ στη θέση της αν την αφήσεις να φύγει». Είπε σκυθρωπά. Ο Κλέιν τον πλησίασε με αργά βήματα.
«Το κορίτσι είναι το κλειδί για τα σχέδιά μου. Λυπάμαι». Ο Εστέφαν τον κοίταξε πανικόβλητα. Είχε υποσχεθεί στη Φιέρα πως θα την έπαιρνε μακριά από όλα αυτά. Εκείνη τη στιγμή φαινόταν τόσο εύκολο και απλό. Μα τώρα η υπόσχεσή του είχε λάβει άλλη υπόσταση. Έπρεπε να βρει κάποιον τρόπο για να την τηρήσει. «Θα μπορούσα όμως να την κρατήσω δέσμιά μου για τρία ακόμη χρόνια. Τότε τα σχέδιά μου θα έχουν ολοκληρωθεί και μπορώ να της επιτρέψω να φύγει μαζί σου. Αρκεί να υπακούς σε ότι σου λέω μέχρι τότε». Πρόσθεσε ο μάγος και ο Εστέφαν ένευσε μέσα στο σκοτάδι. «Πολύ καλά λοιπόν, από σήμερα και στο εξής δεν είσαι τίποτα που δεν θέλω να είσαι. Αν δεν τηρήσεις την συμφωνία μας πρέπει να ξέρεις πως η Φιέρα θα μείνει για πάντα μαζί μου». Του ανακοίνωσε και ύστερα έφυγε από το δωμάτιο.

    Ο Εστέφαν έμεινε ακίνητος, εγκλωβισμένος ανάμεσα στους δύο όρκους που είχε δώσει. Ο πρώτος ήταν ο όρκος να δείξει στο κορίτσι τα αστέρια. Ο δεύτερος ήταν ο όρκος υποταγής σε έναν μάγο που μισούσε. Ο αέρας του δωματίου δεν ήταν αρκετός για να αναπνεύσει. Η μυρωδιά από το αίμα της Φιέρα τον ζάλιζε και τον αηδίαζε. Ώστε είχε παγιδευτεί εκεί για τα επόμενα τρία χρόνια. Σε ένα μέρος όπου αιμορραγούσε ένα μικρό παιδί. Στη ψυχρή έπαυλη με της χαρακιές του πόνου της. Απορούσε αν τώρα που θα έκανε τα θελήματα του Κλέιν η Φιέρα θα ήταν η ίδια μαζί του. Απορούσε αν θα ήθελε να τον έχει δίπλα της όταν θα έβλεπε τα αστέρια ξανά. Απορούσε.

Ράνια Ταλαδιανού