Faded Memories - "Ο άλλος μου εαυτός" (Διήγημα 10ο)


Όλα έγιναν γρήγορα. Τη μια στιγμή βρισκόμουν στο μαγαζί που δούλευα και την άλλη στεκόμουν ξαφνικά σε μια απέραντη, μυστηριώδη έκταση. Δεν ήξερα πώς και γιατί είχα βρεθεί εκεί, αλλά άρχισα να περπατάω ενστικτωδώς. Τα μάτια μου διέκριναν στο βάθος της έκτασης ένα σπίτι, το μόνο που υπήρχε σε εκείνο το περίεργο μέρος, πέρα από τα ψηλά φυτά που κουνιούνταν συνεχώς λόγω του έντονου αέρα. Σχεδόν μπορούσα να νιώσω το άγριο χορτάρι να γαργαλάει τα ξυπόλητά μου πόδια, ενώ τα μαλλιά μού έκρυβαν την όραση και τον πολυπόθητό μου στόχο. Να φτάσω σε εκείνο το περίεργο σπίτι.
Δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω εκεί ή γιατί ήμουν μόνη μου. Κοίταξα τριγύρω μου με τη μελαγχολία της ατμόσφαιρας να χτυπάει κόκκινο. Όταν τελικά έφτασα στο σπίτι, κατάφερα να το παρατηρήσω καλύτερα. Τόσο παλιό αλλά και τόσο όμορφο. Σήκωσα το χέρι μου για να ανοίξω τη γδαρμένη πόρτα, μα πριν προλάβω να την ακουμπήσω, υποχώρησε ελαφρά, σαν μια αόρατη δύναμη να της είχε δώσει ώθηση προς τα μέσα. Κοντοστάθηκα λίγο ταραγμένη κοιτάζοντας γύρω μου, αλλά δεν ήταν κανείς εκεί. Πήρα βαθιά ανάσα και έσπρωξα την πόρτα να ανοίξει πιο πολύ.
Μπαίνοντας μέσα τα πόδια μου ακούμπησαν πάνω σε φθαρμένες, σκούρες σανίδες και τα μάτια μου προσπάθησαν με μανία να προσαρμοστούν στο λιγοστό φως που εισχωρούσε από τα παράθυρα. Μπορούσα να δω τη σκόνη να αιωρείται στην ατμόσφαιρα, να κάνει κύκλους, να εξαπλώνεται. Σχεδόν την ένιωθα στα πνευμόνια μου και ξαφνικά το περιβάλλον μού έμοιαζε ασφυκτικό. Παρατήρησα τη μούχλα στους τοίχους, αλλά δε με ένοιαζε, καθώς την περιέργεια μού είχε εξάψει η κουνιστή καρέκλα που βρισκόταν δίπλα στο παράθυρο στην αριστερή γωνία του σπιτιού. Πιο δίπλα υπήρχε ένας ξεχαρβαλωμένος καναπές σε καφέ χρώμα. Με έκανε να αναρωτηθώ πώς όλο το σπίτι είχε βρεθεί σε τέτοιες συνθήκες αποσύνθεσης και εγκατάλειψης. Μα πιο συγκεκριμένα με έκανε να αναρωτηθώ σε ποιον άνηκε. Το μάτι μου έπεσε στο σπασμένο ρολόι που βρισκόταν στο πάτωμα. Οι δείκτες του ήταν χαλαροί και πεσμένοι. Φαινόταν να μην είχε δουλέψει καθόλου εδώ και πάρα πολύ καιρό.
Το δωμάτιο κατέληγε σε μία σκάλα που έμοιαζε ετοιμόρροπη. Ο κίνδυνος να πέσω, αν την ανέβαινα, ήταν προφανής, αλλά εκείνη τη στιγμή δε με ένοιαζε. Προχώρησα αργά, ένα σκαλοπάτι τη φορά, μέχρι να φτάσω στην κορυφή.
Βρέθηκα σε ένα μικροσκοπικό δωμάτιο γεμάτο με πεταμένα σεντόνια και ρούχα στο πάτωμα και στο κρεβάτι. Κάποιος βρισκόταν εδώ πριν από εμένα. Είδα τις κουρτίνες κλειστές, να κρέμονται θλιμμένα μπροστά απ’ τα παράθυρα και τίποτα άλλο, παρά μόνο έναν καθρέφτη. Έναν καθρέφτη σκουριασμένο και σκονισμένο απέναντι από το σιδερένιο κρεβάτι. Κοίταξα το είδωλό μου και αναστέναξα. Τα μαλλιά μου έμοιαζαν ανακατωμένα και μπλεγμένα, τα μάτια μου θολά.
Γύρισα ξανά το βλέμμα μου προς τα πεταμένα πράγματα στο πάτωμα και διέκρινα ένα κολιέ σχεδόν κρυμμένο από τα άλλα πράγματα. Φαινόταν οικείο λες και κάπου το είχα ξαναδεί. Έσκυψα να το πιάσω στα χέρια μου και εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι δεν ήμουν μόνη μου πια. Σήκωσα το βλέμμα μου κι αντίκρισα την όψη μου να με κοιτάει επιδεικτικά. Δεν ήμουν εγώ, ήταν ο άλλος μου εαυτός. Αυτός που τον έβαζα συνέχεια στην άκρη και τον αγνοούσα. Μου χαμογέλασε ειρωνικά λες και ήξερε ακριβώς τι σκεφτόμουν. Σαν να μου υποσχόταν ότι κάποια στιγμή θα έβγαινε στην επιφάνεια όσο κι αν τον έκρυβα.
Έκανα ένα βήμα πίσω ασυναίσθητα. Φοβόμουν τον ίδιο μου τον εαυτό. Ένιωθα εγκλωβισμένη στην ίδια μου την ύπαρξη, ενώ κάτι δυσοίωνο ένιωθα να με περιβάλει. Θλίψη. Και ένα μόνο πράγμα ακόμα.
                Σκοτάδι.

Θεοδώρα Σέρβου