Άβατο: Ο Έκπτωτος (Κεφάλαιο 7/Μέρος Γ) - "Αποφάσεις"

Ο Κάτα έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Δεν ήθελε να αργήσει ούτε λεπτό παραπάνω. Από το βάθος ερχόταν ο ήχος των πυροβολισμών και των εκρήξεων. Ο πόλεμος είχε αρχίσει. Ο Σεϊχης είχε κάνει την αρχή στη Μέση Ανατολή έχοντας για πλάτες του την Αμερική. Αυτή αποτελούσε ίσως την πιο παράδοξη συμμαχία που είχε φτιαχτεί ποτέ. Απέναντί τους η Ευρώπη έστεκε παγωμένη λες κι όλοι οι Πρωθυπουργοί και Πρόεδροι καρτερούσαν στωικά τη μοίρα να τους χτυπήσει την πόρτα. Κανείς τους δεν αντέδρασε στη στρατοκρατία που επικρατούσε τους τελευταίους μήνες στις χώρες τους. Όλοι τους έμοιαζαν να αποδέχονται με κάποια μορφή εξαναγκασμού ετούτη την κατάσταση.
            Ωστόσο το κυριότερο και ταυτόχρονα πιο παράξενο από όλα ήταν παγκοσμίως ο Τύπος. Τους τελευταίους μήνες δεν έγραφε τίποτε σχετικά με την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί σαν να επιθυμούσε να κρατήσει τον κόσμο στο σκοτάδι. Το ίδιο ακριβώς φαινόμενο παρατηρούταν και με τις ειδήσεις της τηλεόρασης. Καθώς οι σκέψεις τρυπούσαν το μυαλό του, διέκρινε στον ορίζοντα μια ψηλόλιγνη φιγούρα που στεκόταν ακίνητη και τον περίμενε. Ήταν ο Τζόνα. Ο νεαρός στρατιωτικός που είχε σώσει και που τώρα του χρωστούσε τη ζωή του.
«Φίλε μου» τον άκουσε να φωνάζει καθώς τον πλησίαζε με βήμα ταχύ. Ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του κάνοντας τα έντονα χαρακτηριστικά του να φωτιστούν.
Ο Τζόνα ήταν ψηλός και σχετικά αδύνατος με κοντοκουρεμένα ξανθά μαλλιά. Τα μάτια του είχαν το χρώμα του πάγου, όμοια σε μορφή με εκείνα της γάτας, καθώς μέσα τους διέκρινες λεπτές μαύρες γραμμές. Όταν οι δύο νέοι αντάμωσαν, επικρατούσε μεταξύ τους μία αμηχανία, η οποία σύντομα μετατράπηκε σε χαρά.
«Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε ο Τζόνα γεμάτος αγωνία. Ο Κάτα του ανταπέδωσε το προβληματισμένο βλέμμα.
«Μακάρι να μπορούσα να αποφανθώ για κάτι με απόλυτη σιγουριά, μα η ιστορία που θα σου αφηγηθώ είναι μεγάλη και με πολλά κενά. Ετούτος είναι ο λόγος που ζητώ τη βοήθειά σου, καθώς είσαι ο μόνος που θα μπορέσει να δημιουργήσει τις κατάλληλες γέφυρες μεταξύ αυτών των αφηγηματικών κενών. Περάσαμε πολλά Τζόνα. Εκπαιδεύσεις, πολέμους, επιβίωση. Κουράστηκα πολύ. Ας κάνουμε μια προσπάθεια να δείξουμε σε όλους πως πάνω από όλα είναι οι άνθρωποι. Πρέπει να τους κάνεις να μας πιστέψουν. Δε με νοιάζει, αν θα ρισκάρω τη ζωή μου. Έχω αλλάξει μονοπάτι και το οφείλω σε κάποιον αυτό….» του είπε ο Κάτα και ξεκίνησε να του αφηγείται λέξη προς λέξη τα γεγονότα που προηγήθηκαν.
Ο Τζόνα τον άκουγε έκπληκτος προσπαθώντας κάποιες στιγμές να κρύψει την ανάγκη του να γελάσει. Ωστόσο η ιστορία είχε και δόσεις αληθοφάνειας στο σημείο που αναφερόταν στην απόλυτη μεταμόρφωση του χαρακτήρα του Εμίλ Μπρόξτον.
Καθώς ο νεαρός αμερικανός έπαιρνε στα χέρια του το επίμαχο στικάκι, το πονηρό χαμόγελο που διατηρούσε τόση ώρα, έδωσε τη θέση του στην απόλυτη σοβαρότητα.
«Εννοείς πως έχεις εικόνες πραγματικές από το περίεργο αυτό πλάσμα;» ρώτησε τον Κάτα, ενώ εκείνος του έκλεινε το μάτι.
«Έχω όλες τις αποδείξεις. Ο Ορλάντο μπορεί να έχει αρκετά ανθρώπινα χαρακτηριστικά, όμως αν τον προσέξεις, δε μοιάζει και τόσο με εμάς. Η εμφάνισή του είναι αψεγάδιαστη και τα χαρακτηριστικά του πολύ λαμπερά για να ανήκουν σε άνθρωπο. Νομίζω πως βοηθώντας τον ίδιο, θα βοηθήσουμε και το δικό μας κόσμο. Όλα όσα συμβαίνουν τελευταία δεν είναι καθόλου τυχαία. Αντιθέτως είναι απολύτως ανησυχητικά» τελείωσε. Τότε ο Τζόνα τον κοίταξε με θλίψη.
«Δεν μπορώ να το δώσω πουθενά αυτό το υλικό. Έχω την εντύπωση πως θα πέσει σε λάθος χέρια. Καθώς άκουγα την ιστορία σου, θυμήθηκα πως τελευταία ψιθυρίζεται το γεγονός πως ο πλανητάρχης δημιουργεί ένα δικό του στρατό και μάλιστα πως η αμοιβή της συμμετοχής είναι πολλά υποσχόμενη. Ωστόσο ποτέ μου δεν το συνέδεσα με ετούτην την ιστορία. Μοιάζει σχεδόν εξωπραγματικό όλο αυτό. Για ετούτον τον λόγο σου λέω πως πρέπει να είμαστε ιδιαιτέρως προσεχτικοί. Δεν μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος για τις προθέσεις του άλλου, εκτός του εαυτού σου» του απάντησε. Δίχως να προλάβουν να ολοκληρώσουν τη φράση τους ακούστηκαν πυροβολισμοί. Τρείς αμερικανοί στρατιώτες τους πλησίαζαν απειλητικά. Η ειρωνεία καθρεπτιζόταν ολοκάθαρα στο πρόσωπό τους.
«Κάναμε άριστα που σε ακολουθήσαμε. Τα ζιζάνια πρέπει να κόβονται προτού προκαλέσουν κάποια ζημιά» τους είπε ο ένας σχεδόν φτύνοντάς τους. Έπειτα τους έκαναν σήμα να σηκώσουν τα χέρια ψηλά. Τη στιγμή εκείνη ο Κάτα παρατήρησε πως ο Τζόνα έκρυβε με τρόπο το στικάκι σε μία από τις τσέπες του στρατιωτικού του παντελονιού. Σιωπηλοί οδηγούνταν στον ανώτατο στρατιωτικό αξιωματούχο και ο Τζόνα ήξερε πολύ καλά πως ο ίδιος θα κατηγορούταν για έσχατη προδοσία, ενώ ο Κάτα στην καλύτερη περίπτωση θα λάμβανε μια εξευτελιστική μεταχείριση ως αιχμάλωτος στα χέρια των «καλών» παιδιών του στρατού. Το γεγονός πως ήταν ο υπ’ αριθμόν δύο καταζητούμενος του κόσμου δυσχέραινε ακόμη περισσότερο τη θέση του.
Με το που διάβηκαν την πύλη του στρατοπέδου, από παντού ακούγονταν γιουχαρίσματα και φτυσίματα στο πρόσωπο. Παντού υπήρχαν καταυλισμοί όπου μπαινόβγαιναν οι στρατιώτες. Πολλοί, όταν τους είδαν, χτυπούσαν ειρωνικά παλαμάκια σε ένδειξη αναγνώρισης του σπουδαίου κατορθώματος των άλλων τριών να τους αιχμαλωτίσουν και να τους φέρουν σχεδόν σιδηροδέσμιους πίσω. Όταν φάνηκε μέσα από το πλήθος ο αρχηγός του αμερικάνικου στρατού όλες οι φωνές μονομιάς έσβησαν.
«Ελπίζω να έχεις μια καλή δικαιολογία να μου ξεφουρνίσεις για ετούτην την κατάσταση έτσι δεν είναι; Όσο για αυτό το παράσιτο που κουβαλάς μαζί σου, το αναζητούσα πολλά χρόνια τώρα. Ήταν το δεξί χέρι του μεγαλοεγκέφαλου όλου του κακού που παραλίγο να προκληθεί στο Λονδίνο και να οδηγήσει στον θάνατο χιλιάδες αθώες ψυχές. Νομίζω πως θα λάβω πολλά συγχαρητήρια και τη βαθιά εκτίμηση του κυρίου Μπρόξτον, μόλις του ανακοινώσω τη σύλληψή του. Δε θα τον σκοτώσω. Πρώτα θα περάσουμε καλά μαζί του. Εσύ έχεις ένα πολύ μικρό περιθώριο, μία ώρα μονάχα, να σκαρφιστείς μία τουλάχιστον πειστική δικαιολογία για να γλιτώσεις τα ισόβια και τον ξυλοδαρμό. Όχι από μένα αλλά από τους συναδέλφους σου» είπε ο στρατηγός και με μία νευρική κίνηση αποχώρησε.
Ο Κάτα και ο Τζόνα οδηγήθηκαν με σπρωξιές και βρισιές σε ένα κελί μέσα στο αμερικάνικο στρατόπεδο μαζί με μερικούς ακόμη αιχμάλωτους πολέμου. Τη στιγμή που κοιτάχτηκαν μεταξύ τους ήταν σαν να γνώριζαν ήδη την απάντηση.
 Τα πράγματα φάνταζαν ιδιαιτέρως δύσκολα και το τέλος τους φαινόταν κοντά. Με τον Ορλάντο να νιώθει προδομένος και τον Κιουσέ να έχει επικεντρωθεί μονάχα στο πως θα βγάλει από τη μέση τους δύο «δυτικούς», οι επόμενες σελίδες της ιστορίας τους θα ήταν μελανές. Ο Κάτα ήταν για εκείνους ένας σεσημασμένος κακοποιός και ο Τζόνα ένας προδότης του Έθνους. Πόσο χειρότερα θα μπορούσαν άραγε να γίνουν τα πράγματα για εκείνους; Σίγουρα θα τους υπέβαλαν σε μία σειρά βασανιστηρίων προκειμένου να τους αποκαλύψουν το βασικό λόγο της συνάντησής τους. Ενώ η ελπίδα τους λοιπόν έσβηνε, καθώς ο Τζόνα ήταν πεπεισμένος πως τον αλαζόνα στρατηγό θα ήταν ιδιαιτέρως δύσκολο να τον κάνουν να αναγνωρίσει την οποιαδήποτε  αλήθεια στην ιστορία τους, κάποιος άλλος αποφάσισε να αναλάβει δράση στην καρδιά των γεγονότων, στον Λευκό Οίκο, και να σκορπίσει το νέο από άκρη σε άκρη στον κόσμο για να το ξεσηκώσει πριν να είναι τελείως αργά για όλους. Το ερώτημα που θα τίθετο τη στιγμή εκείνη ήταν το κατά πόσο θα ήταν πλέον πολύ αργά για να μπορέσει να αποφευχθεί το μεγαλύτερο κακό.


Ένιωθε ένα οξύ πόνο να του διαπερνά το κρανίο του. Τα πλευρά του τα ένιωθε διαλυμένα, ενώ όταν ακούμπησε την παλάμη του στο στέρνο του, ένιωσε το ύφασμα του ρούχου που φορούσε βρεγμένο. Η μυρωδιά τού ήταν οικεία. Αίμα. Σηκώθηκε με πολύ μεγάλη προσπάθεια, ενώ τριγύρω του μαζεύτηκαν οι συμπολεμιστές του πανικόβλητοι από το θέαμα του λαβωμένου αρχηγού τους.
«Τι κοιτάτε; Αφήστε με ήσυχο να πάρω ανάσα!» τους φώναξε. Ωστόσο ένας τον πλησίασε και του είπε:
«Έχουμε πολύ μεγάλο πρόβλημα. Ο πόλεμος πλησιάζει. Τα νέα που τρέχουν εδώ και ώρα μιλούν για τον στρατό του Σείχη. Χρόνια ονειρευόταν αυτήν τη στιγμή. Έχοντας τις πλάτες του αιμοδιψή καθώς φάνηκε Εμίλ, ξεκίνησε για εκείνον η εποχή του θέρους για τις ψυχές των ανθρώπων της Μέσης Ανατολής. Αν δεν σταματήσει σε εμάς, θα ακολουθήσει η Ευρώπη. Εντούτοις ένα πράγμα κάνει σε όλους μας εντύπωση. Ο στρατός των αμερικανών εδώ στο Αφγανιστάν φαίνεται να ακούει παγωμένος την είδηση του πολέμου. Είναι εντελώς απροετοίμαστοι. Και εσύ έχεις ανάγκη από πρώτες βοήθειες. Έχεις χάσει πολύ αίμα» τελείωσε ο άνδρας.
Ο Κιουσέ στο άκουσμα των μαντάτων παρέμεινε σιωπηλός. Εξάλλου δεν ήταν σίγουρος για τα συναισθήματα που τον κατέκλυζαν τη στιγμή εκείνη. Γυρίζοντας απότομα την πλάτη του στα μέλη της οργάνωσής του και κρατώντας σφιχτά το σημείο που έτρεχε αίμα, κατευθύνθηκε προς το αυτοσχέδιο δωμάτιο του.
Τη στιγμή που ήταν έτοιμος να δέσει όσο πιο γερά γινόταν έναν επίδεσμο γύρω του που είχε φυλαγμένο για ώρα ανάγκης, ένα βουητό ακούστηκε. Αυτό που ακολούθησε ήταν μία ισχυρή έκρηξη ακολουθούμενη από θρύψαλα, κομμάτια βράχου, ακόμη και ανθρώπινα μέλη. Μέσα στον απόλυτο πανικό του, κατάφερε πάραυτα να δέσει γερά το στήθος του και έπειτα έτρεξε, όσο αυτό του ήταν ακόμη δυνατό έξω. Οι ζημιές ήταν ανυπολόγιστες. Πολλά προσωπικά του αρχεία είχαν χαθεί, ενώ το μισό κρησφύγετό του είχε καταστραφεί ολοσχερώς. Μπροστά του βρήκε τρεις πολεμιστές του που πάλευαν να απεγκλωβίσουν τους δικούς τους από τα ερείπια των βράχων που είχαν καταρρεύσει.
«Πού είναι ο Κάτα;» τους ρώτησε με αγωνία.
«Δεν έχουμε ιδέα κύριε. Αγνοείται εδώ και πολλές ώρες» του ήρθε η απάντηση.
«Πηγαίνετε αμέσως στην οπλαποθήκη! Πάρτε όσα πιο πολλά όπλα μπορείτε και χρησιμοποιείστε τις τεχνικές που σας δίδαξα. Ξέρω πως είναι αδύνατον να κερδίσουμε τον πόλεμο απέναντι στον αραβικό στρατό, αλλά πρέπει να τον καθυστερήσουμε. Πρέπει να τους δώσουμε χρόνο…» τελείωσε σχεδόν μονολογώντας στον εαυτό του.
«Σε ποιους να δώσουμε χρόνο;» τον ρώτησε ένας άλλος πολεμιστής.
«Σε έναν άνθρωπο κι ένα ξωτικό» απάντησε ο Κιουσέ σχηματίζοντας ένα αχνό χαμόγελο στο πρόσωπό του.
Προχώρησε κουτσαίνοντας προς το μισογκρεμισμένο του δωμάτιο και στάθηκε μπροστά από έναν μισοσπασμένο καθρέπτη ανασαίνοντας βαριά. Είχε εκπλαγεί κι ο ίδιος με τον εαυτό του που είχε ξεστομίσει νωρίτερα εκείνες τις κουβέντες, καθώς ήξερε πολύ καλά πως ο Ορλάντο ήταν εκείνος που τον είχε τραυματίσει παραλίγο θανάσιμα, ωστόσο δεν τον αδικούσε. Φέρθηκε επιπόλαια κι ο ίδιος, καθώς παρά το γεγονός πως γνώριζε ότι το ξωτικό είχε την ικανότητα να διαβάζει τη σκέψη των άλλων, δεν το έβαλε υπόψη του. Άλλωστε ο οποιοσδήποτε βρισκόταν στη θέση του Ορλάντο και γνώριζε πως επρόκειτο να δολοφονηθεί, θα δρούσε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
«Γαμώτο!» αναφώνησε κοιτάζοντας το κατακερματισμένο του είδωλο. Ίσως όλη αυτή η ιστορία να ήταν αλήθεια. Ήταν η μόνη παράλογη λογική, με την οποία μπορούσε να εξηγήσει τα όσα συνέβαιναν.
Στα δεξιά του μισοσπασμένου καθρέπτη, βρισκόταν ένα παλιό ξυραφάκι. Το άρπαξε γρήγορα στα χέρια του και μονολόγησε.
« Πήρα την απόφασή μου. Είμαι η τελευταία τους ελπίδα αλλά κι ένας τρόπος να γίνω ήρωας. Όπως και να ‘χει πάντως, δε φοβάμαι να κοιτάξω κατάματα κανένα τέρας. Έχω συνηθίσει πια, καθώς κοιτάζω την ίδια μου την ψυχή κάθε μέρα» ψιθύρισε στον εαυτό του και ξεκίνησε με αργές κινήσεις να ξυρίζει το πρόσωπό του προκειμένου η μορφή του να αλλάξει και να μην είναι εύκολα αναγνωρίσιμος στον κόσμο.
Το αεροδρόμιο τον περίμενε. Το να φτιάξει μια πλαστή ταυτότητα ήταν παιχνιδάκι για εκείνον. Πώς άλλωστε έστελνε δικούς του ανθρώπους κατά καιρούς στην Ευρώπη; Τον Λευκό Οίκο δεν τον είχε δει ποτέ από κοντά, ωστόσο ήταν από τους λίγους που είχαν ελπίδες να σπάσουν την αρχική του άμυνα. Ήταν ένας γρήγορος πολεμιστής, συνηθισμένος στη μορφή του ανταρτοπόλεμου και ο Λευκός Οίκος θα αποτελούταν στα σίγουρα από κρυφούς φρουρούς, τους οποίους έπρεπε να εντοπίσει πριν να καταφέρουν να τον εντοπίσουν εκείνοι πρώτοι.
 Η διαδρομή μέχρι το αεροδρόμιο της Καμπούλ ήταν ένας ατελείωτος δρόμος μετ’ εμποδίων. Είχε χρησιμοποιήσει το μικρό ημιφορτηγό για τη μετακίνησή του, το οποίο παρά το γεγονός πως φαινόταν παλιό, διέθετε διπλά τζάμια σε περίπτωση που δεχόταν επίθεση. Φυσικά ο ίδιος δεν είχε υπολογίσει τις αεροπορικές επιδρομές που δυσκόλευαν τον τρόπο διαφυγής του. Ακολουθώντας τον ένα και μοναδικό δρόμο μέσα από την έρημο, κρατούσε επίμονα το πόδι του στο γκάζι χειριζόμενος με ιδιαίτερη επιδεξιότητα το τιμόνι. Πού και πού το ημιφορτηγό σκόνταφτε σε ανθρώπινα μέλη. Άξαφνα, μία λάμψη εμφανίστηκε μπροστά του, ενώ περνώντας σε απόσταση αναπνοής από το τζάμι του αυτοκινήτου, προσγειώθηκε με φόρα στο έδαφος. Ένας απίστευτα δυνατός θόρυβος συνόδευσε την πτώση της βόμβας, της οποίας η ισχύς ήταν τόσο μεγάλη που διέλυσε το διπλό τζάμι από τη μεριά του οδηγού, με αποτέλεσμα όλα τα θραύσματα γυαλιού να σκίσουν από την μία πλευρά το πρόσωπό του. Για μερικά δευτερόλεπτα έχασε την όρασή του, ενώ μούγκρισε σιγανά από τον πόνο και το τσούξιμο. Κοίταξε πίσω του μέσω του καθρέπτη, όταν είδε ένα πυκνό, μαύρο σύννεφο καπνού να αρχίσει αργά να σηκώνεται. Πλέον ήταν πεπεισμένος πως κανείς τους δε θα έμενε ζωντανός. Όχι απέναντι σε έναν τόσο ισχυρό στρατό. Τη στιγμή που έφτανε στο αεροδρόμιο, αντίκρισε πλήθος κόσμου στοιβαγμένο να ουρλιάζει και να παρακαλά να το αφήσουν να φύγει. Η τελευταία πτήση ήταν έτοιμη για αναχώρηση και μετά τα πάντα θα τερματίζονταν εξαιτίας της εμπόλεμης κατάστασης που βρισκόταν η χώρα. Όλοι όσοι δούλευαν στον χώρο του αεροδρομίου έμοιαζαν μουδιασμένοι, παρατηρώντας τις εικόνες χάους, ενώ κάθε λίγο τα τζάμια των χώρων έτριζαν εξαιτίας των ισχυρών εκρήξεων. Το μόνο που σκέφτηκε τη στιγμή εκείνη για πρώτη φορά, ήταν η μοίρα που περίμενε τον κόσμο καθώς επίσης και το γεγονός πως ο ίδιος είχε επωμιστεί με το βάρος να προσπαθήσει να την αλλάξει. Γιατί η μοίρα αλλάζει, αν πραγματικά προσπαθήσουμε. Τίποτε σε αυτή τη ζωή δεν είναι γραμμένο δίχως την προσωπική μας συγκατάθεση έστω και σε κάποια σημεία. Σημεία ζωτικά που εξαιτίας τους μπορεί να αλλάξει ολόκληρη η τύχη μας.
            Την ώρα που ο ίδιος έπαιρνε αυτές τις αποφάσεις, ο Ορλάντο με τον Μιχάλη ήταν επίσης αναγκασμένοι να πάρουν μία βεβιασμένη απόφαση. Καθώς έβλεπαν τον πόλεμο να ξετυλίγεται μπροστά τους, ο Ορλάντο με τη σκέψη του κάλεσε γρήγορα την Πύλη. Ωστόσο πάνω στη βιασύνη τους, ο Μιχάλης έχασε ένα σημαντικό σημείωμα που θα του υπενθύμιζε για ποιους έπρεπε να παλέψει.

Ιφιγένεια Μπακογιάννη