Ο Κυνηγός των Ευχών (Κεφάλαιο 10 - Μέρος 2ο)

Η Φιντέλμα είχε μείνει πια μόνη της στον πύργο του άρχοντα Νιλς. Η Ντέιλφ είχε γυρίσει στο σπίτι της με τους θείους της, και παρόλο που την επισκεπτόταν συχνά, οι λίγες ώρες που έμενε μόνη της ήταν σκέτο μαρτύριο. Εκείνη την ημέρα είχε αποφασίσει να περιπλανηθεί στα δωμάτια του πύργου, παρακινημένη από την πλήξη της.

Βγήκε από το δωμάτιό της και περιπλανήθηκε στα δωμάτια του ορόφου της. Έφτασε στο τέλος του διαδρόμου προσπερνώντας το δωμάτιο του κυνηγού. Άνοιξε το διπλανό δωμάτιο και κοίταξε το εσωτερικό του από την κάσα της πόρτας. Είδε με το μυαλό της τον Γουάφ, να κάθεται στην πολυθρόνα και να της ανακοινώνει το πρώτο μέρος της συμφωνίας του με τον Όντραν. Ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά, σφιγμένη από την αγωνία. Έσφιξε στο χέρι της το χτενάκι που είχε φτιάξει για εκείνη, σκεπτόμενη πως ίσως τελικά και να μην το χρειαζόταν.
Απομακρύθηκε και περπάτησε στο διάδρομο. Γύρισε πίσω διστακτικά· στάθηκε έξω από την κλειστή πόρτα του δωματίου του Όντραν. Άπλωσε το χέρι της στο επάργυρο πόμολο και το γύρισε. Το φύλλο της πόρτας υποχώρησε και εκείνη βρέθηκε στο εσωτερικό του πριν το καταλάβει. Κοίταξε τους τοίχους με κάποια αβεβαιότητα, σαν να περίμενε πως από στιγμή σε στιγμή θα ξεπετάγονταν παγίδες από τις βάσεις τους. Πλησίασε στο έπιπλο δίπλα στο κρεβάτι και περιεργάστηκε τα μισάνοιχτα συρτάρια του, το αδειασμένο μπουκάλι και την ασημένια κανάτα πάνω του. Κοίταξε το κρεβάτι δίπλα. Κάθισε ανάλαφρα και χάιδεψε τις ανάγλυφες θήκες των μαξιλαριών.
Αντίθετα από ότι περίμενε, το μεγάλο μπλε μαξιλάρι στην κορυφή του κρεβατιού ήταν σκληρό, λες και το είχαν γεμίσει με λέπια δράκου αντί για πούπουλα. Πέρασε το χέρι της μέσα από την θήκη και βεβαιώθηκε. Την τράβηξε στο πλάι και έγδυσε το μαξιλάρι ως τη μέση. Κάτω από τη θήκη του, ήταν κρυμμένο ένα δερματόδετο βιβλίο. Το πήρε στα χέρια της γεμάτη περιέργεια και το γύρισε. Στο οπισθόφυλλο έγραφε «Όντραν Μακ Λερ.» Συνειδητοποίησε ότι ήταν το τετράδιο στο οποίο έβλεπε τον Όντραν να γράφει συνεχώς, απορροφημένος από τις σκέψεις του. Το ίδιο τετράδιο που είχε βρεθεί στα χέρια της πίσω στο πανδοχείο του Μπλούμπερι, αλλά δεν είχε προλάβει να διαβάσει.
Ζύγισε τις αμφιβολίες μέσα της, αλλά δεν ήταν αρκετές για να την αναγκάσουν να το αφήσει στη θέση του. Κουλουριάστηκε στο κρεβάτι, τοποθετώντας το μαξιλάρι με την μπλε θήκη στην πλάτη της. Ακούμπησε το τετράδιο στα γόνατά της και το άνοιξε. Αμέσως κατάλαβε πως επρόκειτο για ένα είδος ημερολογίου. Για μια στιγμή σκέφτηκε να το αφήσει πίσω, νιώθοντας ντροπή για την αδιακρισία της. Πήγε να το κλείσει, αλλά τότε ήταν που είδε το όνομά της γραμμένο σε μία από τις σελίδες.
Δεν πρόλαβε ωστόσο να διαβάσει ολόκληρη τη λέξη, και το τετράδιο είχε ήδη κλείσει και η σελίδα είχε χαθεί. Προσπάθησε να την ξαναβρεί, αλλά ήταν μάταιο. Αποφάσισε λοιπόν πως θα ήταν καλύτερο, αν και αντίθετο με τις αρχές της, να το διαβάσει από την αρχή. Το σκέφτηκε για λίγο. Οι ενοχές της έπαιξαν κυνηγητό με την περιέργεια και την επιθυμία της να καταλάβει τον άντρα που κρατούσε την μοίρα της στα χέρια του. Τελικά οι ενοχές της έχασαν το παιχνίδι.
Ξεκίνησε να διαβάζει από την αρχή. Τα γράμματά του κυλούσαν στο χαρτί σαν νερό, άλλοτε ομοιόμορφα σαν γαλήνια λίμνη και άλλοτε ακατάστατα, σαν ορμητικό ποτάμι. Ένιωθε σαν να παρακολουθούσε την κάθε στιγμή του, κρυμμένη πίσω από κάποιο παραπέτασμα. Το αίμα της μία πάγωνε και μία κόχλαζε στις φλέβες της. Ο Όντραν έγραφε περιληπτικά για τις εμπειρίες του στο κυνήγι, ευτυχώς όχι με πολλές λεπτομέρειες, αλλά και πάλι αυτό αρκούσε για να την κάνει να νιώσει τον φόβο και την απόγνωση των πλασμάτων που αιχμαλώτιζε. Κυρίως όμως αποτύπωνε στο χαρτί τα συναισθήματά του.
«Είδα τον τρόμο στα μάτια του ξωτικού. Αλλά δεν αισθάνθηκα τίποτα. Ένιωσα άδειος. Κενός. Όπως όλα αυτά τα χρόνια.» έγραφε ο Όντραν και τα δάκρυά της κυλούσαν φυσικά, αβασάνιστα. «Δεκατέσσερα χρόνια… Και ακόμα δεν μπορώ να αισθανθώ. Τίποτα. Σαν να έχω πεθάνει.»
Όλες οι σελίδες κυλούσαν στο ίδιο τόνο, με τις ίδιες φράσεις, τις ίδιες ακριβώς λέξεις. Κενός – άδειος – σαν να έχω πεθάνει – κανένα συναίσθημα.
Είχε φτάσει σχεδόν στην μέση, όταν ανέφερε μία Ευχή. Διάβασε με προσοχή, σκουπίζοντας τα μάτια της.
«Μετά από τόσο καιρό, συνάντησα στο δάσος της Χάνταπ μία Ευχή. Την κυνήγησα και την αιχμαλώτισα. Την μετέφερα στο κάστρο και την φρόντισα, όπως συνήθως, για να μην πεθάνει. Όπως όλες τους, προσπάθησε να ξεφύγει. Όπως όλες τους, πάλεψε για την ελευθερία της. Όπως όλες, έμεινε αφοσιωμένη στον άνθρωπό της.
Την κοιτούσα και δεν αισθανόμουν τίποτα. Ακόμα μέσα μου απλωνόταν το κενό. Δεν ένιωθα ούτε οίκτο, ούτε θλίψη, ούτε καν απέχθεια. Ήταν απλά μία ακόμα Ευχή. Και εγώ ένας ακόμα κυνηγός. Προσπάθησε να φύγει, αλλά ο Νατχάιρ την βρήκε και την έφερε πίσω. Όταν πήγα να την δω, μου ζήτησε να της φέρω το μαντίλι της. Βγήκα στο χιόνι και το έψαξα για πολλή ώρα, ξέροντας πως δεν είχα πολλές επιλογές. Αν δεν το έβρισκα, θα πέθαινε και θα έχανα κάθε ευκαιρία να ανακάμψω. Το βρήκα μετά από ώρα. Είχε μπλεχτεί στα κλαδιά ενός ελάτου. Σκαρφάλωσα και το κατέβασα προσεκτικά. Γύρισα και της το έδωσα.
Και τότε έγινε κάτι που δεν το περίμενα· μου είπε ευχαριστώ… Για πρώτη φορά σε αυτά τα δεκατέσσερα χρόνια, άκουγα αυτή τη λέξη, και μάλιστα από το στόμα μιας Ευχής, την οποία εγώ είχα αιχμαλωτίσει. Κάτι έσπασε μέσα μου. Δεν ξέρω γιατί. Σάστισα, την κοίταξα και δεν ήμουν σίγουρος ότι το είχα όντως ακούσει.»
Εκεί τελείωσε η εξιστόρηση εκείνης της νύχτας, και η Φιντέλμα πέρασε στην επόμενη μέρα, σίγουρη ότι αναφερόταν στην ίδια. Η περιέργεια είχε φουντώσει σαν φωτιά μέσα της.
«Φύγαμε για το Μπλούμπερι. Πήρα τη Ρόντα και άπλωσα το χέρι μου στην Ευχή για να την βοηθήσω να ανεβεί. Με κοίταξε αποφασιστικά, αγνόησε το χέρι μου και ανέβηκε μόνη της. Ήταν η δύναμη στο βλέμμα της, που με έκανε να σαστίσω και πάλι. Σκέφτηκα μέσα μου πως δεν είχα συναντήσει ποτέ πριν τέτοια Ευχή. Στο δρόμο συναντήσαμε τον Μπόα. Πίστευα πως όταν τον έβλεπα μετά από τόσα χρόνια,  δεν θα ένιωθα τίποτα πια. Όμως διαψεύστηκα. Για κάποιο λόγο, ξύπνησαν μέσα μου συναισθήματα που νόμιζα πως δεν είχα πια. Νοσταλγία, φόβος, θυμός. Τα αγνόησα ένα προς ένα, και έπαιξα καλά το ρόλο μου. Δεν φάνηκε να με αναγνωρίζει.
Κι όμως, παρόλο που ο ίδιος ο Μπόα πίστεψε τα ψέματά μου, η αιχμάλωτη Ευχή κατάλαβε το μυστικό μου. ‘Του είπες ψέματα’, μου είπε. ‘Εσύ είσαι ο άρχοντας Μακ Λερ.’ Δεν πίστευα στα αυτιά μου. Όλες οι υπόλοιπες αιχμάλωτες έκλαιγαν και με παρακαλούσαν να τις αφήσω ελεύθερες, και όταν καταλάβαιναν πως ήταν μάταιο σιωπούσαν και μαράζωναν. Ήταν η πρώτη φορά που μια από αυτές τολμούσε να μιλήσει με τέτοιον τρόπο, και μάλιστα απαιτώντας να μάθει πράγματα που κρατούσα μυστικά.
Φτάσαμε και μπήκαμε στο δωμάτιο. Μόλις μείναμε μόνοι, εκείνη με επέπληξε για τους αγενείς μου τρόπους. Και πάλι, έμεινα σαστισμένος μπροστά σε αυτά που άκουγα από μια αιχμάλωτη. Ύστερα είπε κάτι εξωφρενικό, και τότε ήταν που έχασα τον έλεγχο. Είπε πως τα μάτια μου είναι άδεια, σαν να μην έχω ψυχή. Σαν να μην υπάρχω. Θα περίμενα πως δεν θα με πείραζε να ακούσω κάτι τέτοιο, εφόσον μάλιστα είναι και αλήθεια. Παρόλα αυτά, ένιωσα τέτοιο θυμό, τέτοια οργή… Ήμουν ένα ενεργό ηφαίστειο, έτοιμο να εκραγεί. Και πίσω από όλον αυτό τον θυμό, για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια, ένιωσα φόβο… Όχι όπως όταν συνάντησα τον Μπόα. Πραγματικό φόβο αυτή την φορά. Όχι εξαιτίας όσων είπε, αλλά γιατί με κοίταζε σαν να με διαπερνούσε. Λες και μπορούσε να δει μέσα μου.
Ύστερα από αυτό ξάπλωσα και προσπάθησα να ηρεμήσω για να κοιμηθώ, αλλά δεν τα κατάφερα. Και τότε ήταν που είπε κάτι που δεν θα ξεχνούσα ποτέ, ακόμα και αν δεν το σημείωνα σε αυτό το άθλιο ημερολόγιο.
‘Κι όμως, εγώ δεν πιστεύω πως είσαι αυτό που δείχνεις, Γκόραν’, είχε πει. ‘Κάπου εκεί μέσα βρίσκεται η ψυχή σου. Και ας μην μπορεί κανείς να την δει.’»
Η Φιντέλμα έκλεισε τα μάτια, κρύβοντας το πρόσωπό της μέσα στις σελίδες του τετραδίου.
«Νόμιζα πως κοιμόσουν!» ψέλλισε και συνέχισε την ανάγνωση.
«Κάτι μέσα μου αλλάζει.» έγραφε την επόμενη μέρα ο Όντραν. «Το αισθάνομαι, και με τρομάζει. Και η Ευχή συνεχίζει να φέρεται σαν να βρισκόμαστε σε διακοπές. Γελάει ελεύθερα, σαν να μην φοβάται πια. Φέρεται σαν να έχει ξεχάσει τη θέση της. Σαν να μην καταλαβαίνει ότι είναι αιχμάλωτή μου.»
Ο Όντραν συνέχιζε να εξιστορεί τα γεγονότα, και η Φιντέλμα ένιωθε παράξενα που έβλεπε τα πράγματα από την δική του οπτική γωνία.
«Έχασε για δεύτερη φορά το μαντίλι της. Έτρεξα να της το φέρω, με το φόβο ότι θα χανόταν  στην τρομερή χιονοθύελλα. Για καλή μου τύχη το βρήκα λίγα χιλιόμετρα μακριά από το πανδοχείο. Της το έδωσα, και τότε το άκουσα ξανά. Αυτή τη φορά βεβαιώθηκα πως άκουγα σωστά. Μου είπε ευχαριστώ, και αυτή τη φορά είπε και το όνομά μου. Ένιωσα παράξενα στο άκουσμά του, ακόμα κι αν δεν είναι το αληθινό μου όνομα. Δεν σταματά να με ξαφνιάζει. Με κοίταξε, και ορκίζομαι πως πρώτη φορά βλέπω τέτοιο βλέμμα. Με κοίταξε με καλοσύνη.»
Η Φιντέλμα αναστέναξε, ενθυμούμενη την σκηνή. Κούνησε το κεφάλι της πέρα δώθε, καθώς η εικόνα του «solas sa dorchadas» ξυπνούσε μέσα της σαν παλιό όνειρο.
«Ξύπνησα και βρήκα το δωμάτιο άδειο. Δεν χρειάστηκε να σκεφτώ τίποτε. Ήξερα πως είχε φύγει. Και το μυαλό μου πήγε κατευθείαν στον καταραμένο μάγο. Φώναξα το λιντόιρ και ο Νατχάιρ ήρθε γρήγορα. Ανέβηκα στη ράχη του και πετάξαμε. Ψάχναμε για μέρες στα τυφλά, καθώς ούτε ο Νατχάιρ μπορούσε να την εντοπίσει, ούτε το δαχτυλίδι. Και ένιωθα θυμό, αλλά και ένα άλλο συναίσθημα που είχα χρόνια να νιώσω… Απογοήτευση. Δεν έχω ιδέα γιατί, αλλά η απογοήτευση που ένιωθα ήταν πιο μεγάλη και από τον θυμό μου. Απογοήτευση γιατί είχε φύγει. Και ταυτόχρονα ένιωθα ανόητος που αισθανόμουν έτσι επειδή εκείνη είχε καταφέρει να ξεφύγει. Κατά κάποιο τρόπο ένιωθα προδομένος.»
Λίγες σελίδες μετά, ο Όντραν έγραφε:
«Την βρήκα μετά από μέρες. Ήταν με το ύπουλο φίδι, τον Γουάφ, όπως το περίμενα. Αυτός κατάφερε να ξεφύγει, αλλά εκείνη όχι. Φτάσαμε στο κάστρο του Νιλς, και εκείνη ούτε που με κοιτούσε πια. Έδειχνε συντετριμμένη. Όταν την κοιτούσα ένιωθα σαν να με τρυπούσαν εχθρικά βέλη. Τότε κατάλαβα πως δεν ήθελα να την βλέπω έτσι. Θα προτιμούσα να την βλέπω να γελά, σαν μικρό παιδί. Να με επιπλήττει για τους κακούς μου τρόπους, να με κοιτά με αυτά τα διαπεραστικά, γεμάτα καλοσύνη και δύναμη μάτια. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθα έτσι. Και με τρόμαξε. Ακόμα και τώρα που το γράφω, νιώθω φοβισμένος.
Αργότερα, την είδα στο δωμάτιό της. Είχε βγάλει από πάνω της τα λερωμένα της ρούχα. Είχε τυλιχτεί με την πετσέτα του μπάνιου και χτένιζε τα μαλλιά της στον καθρέπτη. Την κοίταξα σαστισμένος – όπως πάντα – σαν να την έβλεπα για πρώτη φορά. Εκείνη την στιγμή συνειδητοποίησα πόσο όμορφη είναι. Ένιωσα την περίεργη παρόρμηση να χαϊδέψω τα μαλλιά της. Έφυγα διώχνοντας επίμονα τις περίεργες σκέψεις από το μυαλό μου, νιώθοντας μπερδεμένος και φοβισμένος.»
Η Φιντέλμα διάβασε ξανά τις τελευταίες δύο παραγράφους, σκεπτόμενη πως δεν είχε διαβάσει καλά. Όταν έφτασε την τελευταία λέξη και βεβαιώθηκε ότι δεν είχε κάνει λάθος, έκλεισε το τετράδιο και κοίταξε έξω από το παράθυρο στον απέναντι τοίχο. Ένιωσε την καρδιά της να πάλλεται βίαια μέσα στο στήθος της. Σκέφτηκε πως δεν ήταν σωστό να συνεχίσει να διαβάζει, αλλά η επιθυμία της υπερίσχυσε των ενοχών της για άλλη μια φορά.
«Σήμερα γνώρισα την αρραβωνιαστικιά του Νιλς. Μόλις την είδα, το κατάλαβα αμέσως. Μοιάζει τόσο πολύ σε εκείνη, που για μια στιγμή νόμιζα πως έβλεπα κάποιο ομοίωμά της. Φυσικά, όσο και αν φοβάμαι να το παραδεχτώ, εκείνη ξεχωρίζει. Η Ντέιλφ είναι ένα απλό ομοίωμά της στα μάτια μου. Παρόλα αυτά, ο Νιλς είναι τυχερός που την γνώρισε. Και το ξέρει και εκείνος. Αυτό που δεν ξέρει είναι ότι κάτι του κρύβει. Θα έλεγα ότι είναι Ευχή, αλλά το δαχτυλίδι δεν την αναγνωρίζει σαν μία από εκείνες.»
Λίγο πιο κάτω, μιλούσε για έναν άντρα ονόματι Σίμπχακ, αλλά η Φιντέλμα δεν είχε ιδέα ποιος ήταν, έτσι δεν κατάλαβε και πολλά. Λίγες σκόρπιες φράσεις μόνο, φανέρωναν τα συναισθήματα που ένιωσε όταν τον είδε. Η Φιντέλμα διέκρινε αρχικά οργή, κατόπιν θλίψη. Έπειτα ο Όντραν προσπέρασε το γεγονός της συνάντησής του με τον Σίμπχακ και άρχισε να μιλάει για κάποιον με το όνομα Μπόα. Έγραφε οργισμένος, αφήνοντας πολλούς λεκέδες από μελάνι. Η Φιντέλμα φανταζόταν να γρατζουνάει με θυμό το χαρτί. Ένιωθε μίσος για εκείνον, αλλά δεν έγραφε για τον λόγο που τον μισούσε τόσο.
«Το είχα καταλάβει ότι κάτι έκρυβε, αλλά ποτέ το μυαλό μου δεν πήγε τόσο μακριά.» έλεγε πιο κάτω, αναφερόμενος στην Ντέιλφ. «Η γυναίκα που πρόκειται να παντρευτεί ο ξάδελφός μου, είναι μισή μάγισσα και μισή Ευχή. Και ο Νιλς δεν είχε ιδέα. Του το εκμυστηρεύτηκε σήμερα. Εκείνος σάστισε, φοβήθηκε, τον ξέρω καλά. Αλλά την συγχώρεσε για τα ψέματά της και τις μισές της αλήθειες. Παλιότερα δεν θα τον καταλάβαινα, αλλά τώρα τον καταλαβαίνω.
Η Φιντέλμα…»
Πήρε μια βαθιά ανάσα· ήταν η πρώτη φορά που ανέφερε το όνομά της. Ύστερα συνέχισε.
«Η Φιντέλμα παρακολουθούσε τον Νιλς και την Ντέιλφ. Μου μίλησε και πάλι σαν να ξεχνούσε την ταυτότητά μου, σαν να μην θυμόταν ποιος ήμουν και γιατί εκείνη βρισκόταν μαζί μου. Μου μίλησε σαν να ήμουν ένας οποιοσδήποτε άλλος, απλός, φυσιολογικός άνθρωπος. Μου είπε ότι δεν φανταζόταν ποτέ πως υπάρχει τέτοια αγάπη. Και ύστερα κάθισε δίπλα μου και με ρώτησε ποιο είναι το μυστικό μου.
Εγώ της αντιγύρισα κάτι που δεν θυμάμαι, αλλά μάλλον ήταν κάπως σκληρό. Έπειτα θυμάμαι πως την ρώτησα τι την νοιάζει, ή κάτι τέτοιο και της υπενθύμισα πως είμαι εχθρός της, και πως θα καταλήξει στο παζάρι του Ντόνα όπου θα την αγοράσει κάποιος μάγος χωρίς συνείδηση.
Εκείνη γύρισε και με κοίταξε. Συνέχισα να της υπενθυμίζω την θέση της, όσο πιο σκληρά μπορούσα. Δεν το κατάλαβε, μα περισσότερο τα έλεγα για εμένα, παρά για την ίδια. Όσο πιο σκληρά μιλούσα, τόσο πιο εύκολο πίστευα πως θα γινόταν για μένα.
Η Φιντέλμα βούρκωσε, και μέσα μου ανακουφίστηκα πιστεύοντας πως την είχα πληγώσει αρκετά, ώστε να μην μου ξαναμιλήσει. Τότε όμως κάτι άλλαξε απότομα στην έκφρασή της. Φάνηκε παραξενεμένη, ίσως και φοβισμένη. Ψέλλισε κάτι σε μιαν άλλη γλώσσα και απομακρύνθηκε. Εγώ ένιωσα την ακατανίκητη ανάγκη να τρέξω πίσω της, να της ζητήσω να μου ξαναπεί ό, τι μου είπε πριν φύγει, και ας μην καταλάβαινα λέξη. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως έφταιγε η έκφραση που είχε το πρόσωπό της όταν έλεγε αυτά τα λόγια.
Αργότερα ρώτησα την Ντέιλφ, και εκείνη μου εξήγησε. Ωστόσο, ακόμα κι αν έμαθα την ακριβή μετάφραση της μυστήριας φράσης, εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω τι ακριβώς σήμαινε αυτό. Είναι φορές που η φράση γυρίζει ατελείωτα μέσα στο κεφάλι μου και με βασανίζει. Θέλω να την ρωτήσω, αλλά δεν τολμώ.»
Στις επόμενες σελίδες, ο Όντραν εξιστορούσε με συντομία και συνθηματικά, την συνάντησή του με τον Μπόα. Η Φιντέλμα πάλι δεν κατάλαβε πολλά, γιατί μιλούσε με κώδικες και αναφερόταν περισσότερο στα συναισθήματά του. Πιο κάτω, αναφερόταν στην συμφωνία του με τον Γουάφ.
«Ήταν η μόνη μου επιλογή. Είχα σταθεί υπερβολικά τυχερός, όταν ο μάγος έφτασε στην Τόρθαϊ και εγώ τον έπιασα στα πράσα.» έγραφε ο Όντραν. «Δεν της εξήγησα περισσότερα από αυτά που ήθελε να ακούσει. Νομίζει απλά πως ο Γουάφ αναγκάζεται να πολεμήσει στο πλευρό μου επειδή δεν έχει άλλη επιλογή. Δεν ξέρει πως συμφωνεί μαζί μου. Δεν ξέρει πως ο λόγος που γίνεται αυτός ο πόλεμος είναι σημαντικότερος από όσο φαντάζεται.
Με κοίταξε με εκείνο το αδυσσώπητο βλέμμα, το δυνατό, που διαπερνάει ακόμα και τοίχο με ατσάλινη επένδυση. Με κοίταξε σαν να με κατηγορούσε, σαν να έβλεπε ένα τέρας. Το βλέμμα της με τρύπησε σαν βέλος. Δεν θα μάθει ποτέ…»
Αυτή ήταν η τελευταία φράση του ημερολογίου. Τα μάτια της Φιντέλμα είχαν θαμπώσει πίσω από ένα πέπλο δακρύων, ενώ μέσα τους διαφαινόταν και μία αράδα ερωτηματικά. Θυμήθηκε την τελευταία φορά που είδε τον Όντραν, από το παράθυρό της, λίγο πριν φύγει για το Ίοναντ. Του είχε ευχηθεί στη γλώσσα της Γιουβέρνα. Εκείνος της είχε χαμογελάσει για πρώτη φορά. Το χαμόγελό του ήταν δειλό, ωστόσο αληθινό. Της είχε ανταποδώσει την ευχή λες και είχε διαβάσει τα χείλη της.
Η Φιντέλμα άφησε τα δάχτυλά της να χαϊδέψουν τα ανάγλυφα γράμματα στο οπισθόφυλλο του τετραδίου, μπερδεμένη και σκεπτική. Έμεινε εκεί, λίγα λεπτά, με το ημερολόγιο μέσα στα χέρια της. Ύστερα το έβαλε προσεκτικά στη θέση του κάτω από την θήκη. Κατόπιν ξάπλωσε και έκλεισε τα μάτια της, νιώθοντας για πρώτη φορά τόσο μπερδεμένη.
Όταν άνοιξε τα μάτια της, ένας επαναλαμβανόμενος θόρυβος ακουγόταν από τα αριστερά της. Γύρισε και είδε τον Χάινμα να πετά έξω από το παράθυρο, ραμφίζοντας το τζάμι.
«Χάινμα!» αναφώνησε και έτρεξε να του ανοίξει. Το πουλί πέταξε τιτιβίζοντας και κάθισε στον ώμο της. «Μου έλειψες τόσο πολύ!»
Ένιωθε τόσο χαρούμενη που έβλεπε ξανά τον φτερωτό της φίλο, που κάθε ανησυχία σβήστηκε από το μυαλό της. Περιηγήθηκαν μαζί στους υπόλοιπους ορόφους του πύργου, παρατηρώντας τα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες στα έντονα χρώματα της θάλασσας και των κοραλλιών. Ο Χάινμα δεν έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αρχιτεκτονική, σε αντίθεση με την Φιντέλμα η οποία περνούσε κάτω από τις καμάρες με μάτια διάπλατα, γεμάτα θαυμασμό. Το πτηνό από την άλλη, πετούσε τριγύρω κρώζοντας και τραγουδώντας στους ρυθμούς των τραγουδιών της Γιουβέρνα.
Η Φιντέλμα ακολούθησε τον Χάινμα στο τραγούδι, προσθέτοντας τα λόγια στην μουσική.

«Chol beag eitilt chun dom.
A dhéanamh ar mo mian leo teacht fíor.
Is mian liom a aisling de mo ghrá anocht.
Toisc go bhfuil sé an-bhfad ar shiúl
Agus tá mo chroí lán de pian.»

Έλεγε το ιστορικό τραγούδι της αγάπης που της είχε μάθει ο Γουάφ, προφέροντας τα λόγια όσο πιο πιστά μπορούσε στην παλιά γλώσσα. Η κελαρυστή, αγγελική φωνή της αντηχούσε στους τοίχους του πύργου, μεταφέροντας την παραμυθένια ομορφιά της σε όλους τους ορόφους και όλες τις κάμαρες του σπιτιού του άρχοντα Νιλς. Οι λίγοι υπηρέτες που είχαν μείνει πίσω για να φυλούν και να προσέχουν τον πύργο, άκουγαν μαγεμένοι το παραμυθένιο τραγούδι της. Κάποιοι κοιτούσαν επιφυλακτικά τριγύρω, τρομαγμένοι, καθώς αγνοούσαν την παρουσία της. Όσοι έτυχαν να την ακούσουν από κοντά, όταν η Φιντέλμα περνούσε αόρατη από μπροστά τους, πίστευαν πως κάποιο φάντασμα στοίχειωνε τον πύργο.
«Είναι άγγελος!» είπε ένας υπηρέτης όταν η Φιντέλμα πέρασε τραγουδώντας από δίπλα του, και έσκυψε με το κεφάλι και τα χέρια ταπεινά στο δάπεδο.
«Είναι στοιχειό!» φώναξε ένας άλλος και κρύφτηκε κάτω από το τραπέζι.
Η Φιντέλμα ωστόσο, δεν είχε σκοπό να σταματήσει να τραγουδά, παρόλο που τρόμαζε άθελά της τους υπηρέτες, γιατί το τραγούδι ήταν δεύτερη φύση για τις Ευχές. Το συγκεκριμένο, μάλιστα, είχε γίνει το αγαπημένο της. Συνέχιζε λοιπόν να τραγουδά χορεύοντας με το λευκό της πέπλο, με τον Χάινμα να τριγυρνά γύρω της, τραγουδώντας τον σκοπό.
Ούτε που το κατάλαβε πότε η αποστολή γύρισε από το Ίοναντ και ο Όντραν μπήκε στον πύργο με τον Νιλς. Την ώρα που οι δυο τους ανέβαιναν στον δεύτερο όροφο, όπου βρισκόταν εκείνη, τραγουδούσε το ρεφραίν χορεύοντας εκστατικά, με το πέπλο της να στροβιλίζεται κυκλικά και κατακόρυφα, σαν  ρόδα άμαξας σε κίνηση.
Ο Όντραν πάγωσε στη θέση του, αδυνατώντας να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Ο Νιλς κοίταξε θυρυβημένος τριγύρω.
«Από πού έρχεται αυτή η φωνή;» ρώτησε τον ξάδελφό του.
«Είναι φάντασμα, κύριε!» απάντησε έντρομος ο υπηρέτης που πέρασε τρέμοντας δίπλα από τον αφέντη του.
«Ανοησίες, Κλουν!» απάντησε ο Νιλς, έριξε όμως μια καχύποπτη ματιά τριγύρω.
Ο Χάινμα σταμάτησε να τραγουδάει, μόλις είδε τους τρεις άντρες στο βάθος του διαδρόμου. Κάθισε στον ώμο της Φιντέλμα και σιώπησε.
«Τι συμβαίνει, Χάινμα;» ρώτησε εκείνη και σταμάτησε τον χορό και το τραγούδι. Το πέπλο έπεσε ανάλφρα στους ώμους της, σκεπάζοντας το πρόσωπό της. Το τράβηξε απαλά έτσι ώστε γλίστρησε στα μαλλιά της και τότε γύρισε να δει αυτό που με τόση επιμονή κοιτούσε ο φτερωτός της φίλος. Το βλέμμα της συνάντησε εκείνο του Όντραν. Τον κοίταξε σιωπηλή, καθώς οι σελίδες του ημερολογίου του άνοιγαν μία μία και πάλι στο μυαλό της.
«Σταμάτησε.» ψέλλισε ο υπηρέτης. «Σταμάτησε! Το φάντασμα έφυγε από το κάστρο!» φώναξε χαρούμενος και γονάτισε στο δάπεδο με τα χέρια ψηλά. «Ω θεοί της Γιουβέρνα, ευχαριστώ σας!» φώναξε.
«Σήκω, Κλουν!» τον μάλωσε ο Νιλς. «Δεν έχεις δουλειές να κάνεις;»
Ο Κλουν σηκώθηκε και έφυγε γρήγορα σαν αστραπή, ανεβαίνοντας τα σκαλιά για τον τρίτο όροφο, ενώ έψελνε από μέσα του ευχές και ευχαριστίες.
«Είναι εκείνη, έτσι;» ρώτησε, μόλις ο υπηρέτης έπαψε να ακούγεται.
«Ναι.» απάντησε ο Όντραν και κατευθύνθηκε προς το μέρος της, με τον Νιλς στο πλευρό του.
«Ξέρεις, θα σε παρακαλούσα να μην κάνεις συχνά τέτοιες εμφανίσεις στον πύργο.» είπε ο Νιλς, κοιτώντας στα τυφλά, προς τα δεξιά της. «Οι υπηρέτες έχουν τρομοκρατηθεί!» γέλασε εύθυμα.
«Συγνώμη.» του απάντησε εκείνη χαμογελώντας ντροπαλά, και εκείνος γύρισε προς την φωνή της. Της χαμογέλασε, χτύπησε τον Όντραν φιλικά στον ώμο και έφυγε.
«Είχα κουραστεί τόσες μέρες μόνη μου στο δωμάτιο…» εξήγησε η Φιντέλμα.
«Καταλαβαίνω.» απάντησε ο Όντραν και εκείνη τον κοίταξε έκπληκτη. «Όπως ήρθαν τα πράγματα, δεν υπάρχει λόγος να κρύβεσαι πια.»
Έγνεψε καταφατικά, μην ξέροντας τι να απαντήσει. Εκείνος έκανε μεταβολή για το δωμάτιό του. Έριξε το μπερδεμένο βλέμμα της πάνω στην πλάτη του, καθώς απομακρυνόταν. Βρέθηκε πίσω του, αποφασίζοντας να λύσει όλες της τις απορίες.
«Πώς πήγε η συνέλευση των αρχόντων στο Ίοναντ;»
Ο Όντραν γύρισε και την κοίταξε ξαφνιασμένος. «Καλύτερα από ότι περίμενα.» απάντησε τελικά.
«Δηλαδή;»
Στράφηκε ολότελα προς το μέρος της, δύο σκαλιά πάνω. Τα καστανά του μάτια, σοβαρά και σκληρά, έπεσαν πάνω της.
«Ο πόλεμος θα γίνει. Έστειλα ήδη την επίσημη επιστολή στον άρχοντα της Κόπαρ.» απάντησε και σαν να έφτανε αυτό, σιώπησε κατόπιν.
Η Φιντέλμα δεν απάντησε τίποτε. Ο Χάινμα στον ώμο της έστρεψε το κεφάλι από την μία πλευρά, με απορία.
«Ο πόλεμος θα ξεκινήσει σε έναν μήνα από τώρα. Αφού ετοιμάσουμε κατάλληλα τον στρατό, θα συναντηθούμε όλοι στο Τάλαμ Ούισκε, από όπου θα αποπλεύσουμε.»
«Τι θα γίνει με εμένα;» τον διέκοψε η Φιντέλμα.
«Εσύ θα μείνεις εδώ.» απάντησε κοφτά ο Όντραν.
«Θα μείνω στην Τόρθαϊ, μόνη μου; Και πώς θα μαθαίνω τις εξελίξεις;»
«Δεν θα είσαι μόνη σου. Θα είναι και η Ντέιλφ εδώ.»
Η Φιντέλμα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Γελιέσαι αν νομίζεις ότι η Ντέιλφ θα κάτσει εδώ με σταυρωμένα τα χέρια. Και ούτε εγώ πρόκειται.» απάντησε αποφασιστικά.
«Η Ντέιλφ μπορεί να κάνει ό, τι θέλει. Εσύ δεν έχεις επιλογές.» απάντησε ο Όντραν, ακόμα πιο αποφασιστικά. Έστρεψε την πλάτη του και ανέβηκε τα σκαλιά φουριόζος. Η Φιντέλμα έτρεξε πίσω του.
«Μόνος σου το είπες, δεν υπάρχει λόγος να κρύβομαι πια!» είπε δυνατά.
«Τι δουλειά έχει μια Ευχή σε ένα πεδίο μάχης;» αντιγύρισε ο Όντραν στον ίδιο τόνο. «Άλλωστε, δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς. Αν νικήσουμε, θα είσαι ελεύθερη να φύγεις. Αλλά ακόμη και να χάσουμε, πάλι ελεύθερη θα είσαι.»
«Τι θέλεις να πεις;» ρώτησε η Φιντέλμα σταματώντας απότομα.
«Τη στιγμή ακριβώς που πεθαίνει ο κάτοχος του δαχτυλιδιού, η κατάρα που κρατάει δέσμια τα αιχμάλωτα πλάσματα σπάει.» είπε κοιτώντας την ανέκφραστα και σκληρά.
Η Φιντέλμα ξεροκατάπιε. Τα μάτια της κοιτούσαν αβέβαια τα δικά του. Ο Όντραν έτριψε ασυναίσθητα το δαχτυλίδι του. Τα μάτια της Ευχής καρφώθηκαν στο κόσμημα με τον σφραγιδόλιθο.
«Αυτό το δαχτυλίδι κουβαλάει την κατάρα; Αυτό τα κάνει όλα; Με αυτό με αιχμαλώτισες;» ρώτησε ενώ τα χείλη της έτρεμαν ελαφρά.
Δεν απάντησε. Έφυγε και αυτή τη φορά η Φιντέλμα δεν τον ακολούθησε. Άκουσε την πόρτα του ορόφου τους να κλείνει και εκείνη έμεινε στα σκαλιά, με τον Χάινμα στον ώμο της, να την κοιτά γέρνοντας το κεφάλι του με περιέργεια.
Θα πρέπει να είχαν περάσει αρκετές ώρες με την Φιντέλμα αφιερωμένη στις σκέψεις της, καθισμένη στα σκαλιά, με τα χέρια γύρω από τα γόνατα, γιατί είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Ανέβηκε αργά και βρέθηκε στην κάμαρά της. Στο μυαλό της τριγύριζε έντονα ο Κίαν, ενώ που και που η μορφή του διαλυόταν σαν σύννεφο και τη θέση της έπαιρνε εκείνη του Όντραν, με το σκληρό βλέμμα και το αγέρωχο παρουσιαστικό.
Στην πόρτα φάνηκε η Ντέιλφ. Χτύπησε δύο φορές και η Φιντέλμα την υποδέχτηκε με ένα θερμό χαμόγελο.
«Ήρθα να σε πάρω να κατεβούμε στη γιορτή.» ανακοίνωσε.
«Στη γιορτή;»
«Ναι.»
«Και πώς…; Θα σου προκαλέσω μπελάδες! Πρέπει να προσέχω, γιατί το μεσημέρι που βγήκα να εξερευνήσω τον πύργο τρόμαξα όλους τους υπηρέτες!» είπε θλιμμένα.
«Θα ήταν πολύ καλύτερα αν γινόσουν ορατή, έτσι δεν είναι;» ρώτησε σκεπτική η Ντέιλφ.
«Δεν ξέρω… Και ο κανόνας των Ευχών σχετικά με την εμφάνιση μπροστά στους ανθρώπους;» ρώτησε η Φιντέλμα, ενώ τα μάτια της σπίθιζαν από λαχτάρα.
«Ο κανόνας τέθηκε για την προστασία των Ευχών, μέχρι να βρουν τους ανθρώπους τους. Αλλά δεν υπάρχει κίνδυνος για σένα πια, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα. Άλλωστε, τι μπορεί να πάει στραβά; Ο Γουάφ έχει ένα ξόρκι για σένα.» είπε ελπιδοφόρα η Ντέιλφ.
«Δηλαδή δεν θα πείραζε να γινόμουν ορατή για λίγο;» είπε η Φιντέλμα ανυπομονώντας να ακούσει την απάντηση που ήθελε.
«Όχι, δεν το νομίζω!» απάντησε τελικά η Ντέιλφ και έκλεισε την πόρτα γελώντας συνομωτικά.
Κοίταξε την Ντέιλφ με χαρά και φόβο συνάμα. Η κοπέλα βρέθηκε λίγα μέτρα μακριά της.
«Όποτε είσαι έτοιμη!» της είπε.
Πήρε τον Χάινμα από τον ώμο της και τον άφησε να πετάξει. Εκείνος κάθισε στο έπιπλο τουαλέτας, μπροστά από τον καθρέπτη. Έκλεισε τα μάτια της, έπιασε το πέπλο της από τις δύο του άκρες, το σήκωσε μέχρι που έφτασε μπροστά από το πρόσωπό της. Το τίναξε και το έφερε με δύναμη να κυλήσει κυκλικά γύρω της. Στροβιλίστηκε σαν τον άνεμο, ενώ ταυτόχρονα έλεγε το ξόρκι που θα την αποδέσμευε από τα μάγια των Ευχών.
«Briseadh an litrithe!» είπε δυνατά.
Όταν σταμάτησε να στροβιλίζεται, το πέπλο χύθηκε στα μακριά, μπερδεμένα μαλλιά της. Η Ντέιλφ την κοιτούσε λάμποντας από χαρά.
«Έπιασε;»
«Ένας τρόπος υπάρχει να το μάθουμε!» απάντησε η Ντέιλφ και την έπιασε από το χέρι.
«Μισό λεπτό.» είπε η Φιντέλμα. «Νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα να το ξέρει πρώτα εκείνος.» είπε και διέσχισαν οι δυο τους το διάδρομο. Χτύπησαν και περίμεναν. Η πόρτα παραμέρισε προς τα μέσα και ο Όντραν φάνηκε παραξενεμένος στο κατώφλι.
«Γεια σου και πάλι, Όντραν.» είπε η Ντέιλφ και η Φιντέλμα φαντάστηκε πως προτού γυρίσουν τα δύο ξαδέλφια στον πύργο, είχαν περάσει πρώτα από το σπίτι της κοπέλας για να την ενημερώσουν σχετικά με τη συνέλευση.
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Όντραν κοιτώντας και τις δυο τους διαδοχικά.
«Θα ήθελα να σου μιλήσω για κάτι.» είπε τελικά η Φιντέλμα.
«Σε ακούω.» απάντησε εκείνος.
«Είπες πως δεν υπάρχει λόγος να μένω αθέατη πια.» του υπενθύμισε και συνέχισε, όταν πήγε να την διακόψει. «Επομένως σκεφτήκαμε με την Ντέιλφ να κατέβουμε στην γιορτή απόψε.»
Ο Όντραν περίμενε σιωπηλός, με το χέρι ακουμπισμένο στην πλάτη της πόρτας.
«Και λοιπόν;» είπε τελικά, όταν είδε πως η Φιντέλμα δεν μιλούσε.
«Φανταστήκαμε πως θα σας έφερνα μπελάδες, όπως πριν λίγες ώρες, καθότι σαν Ευχή είμαι αόρατη και…»
«Τι έκανες;» ρώτησε σοβαρεύοντας περισσότερο.
«Έσπασα τα μάγια που με κρατούσαν αόρατη.»
Ο Όντραν κοίταξε αυτόματα την Ντέιλφ. Εκείνη του το επιβεβαίωσε με ένα βλέμμα.
«Γιατί το έκανες αυτό;» ρώτησε θυμωμένος.
«Σου είπα, γιατί δεν ήθελα να δημιουργήσω περισσότερα προβλήματα.» απάντησε ήρεμη εκείνη.
«Φιντέλμα, μπορείς να μας αφήσεις λίγο μόνους; Κατέβα κάτω και έρχομαι σε λίγο.» μίλησε απαλά η Ντέιλφ.
«Εντάξει…» αποκρίθηκε και τους άφησε χωρίς να προσθέσει τίποτε άλλο.
«Γιατί την άφησες να κάνει κάτι τέτοιο;» ρώτησε ο Όντραν.
«Γιατί το ήθελε πολύ. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο δύσκολο είναι να μένει μια Ευχή κλεισμένη μέσα σε τέσσερις τοίχους!»
«Και γιατί έπρεπε να σπάσει τα μάγια;»
«Σου εξήγησε ήδη!»
«Ναι, αλλά είναι…» αντιγύρισε ο Όντραν, αλλά δεν ολοκλήρωσε τη φράση του. «Είναι ήδη αρκετά επικίνδυνο να τριγυρνά στη Γιουβέρνα, ανάμεσα σε τόσους μάγους.»
«Στους οποίους αν θυμάμαι καλά, ήθελες να την πουλήσεις!» απάντησε η Ντέιλφ θυμωμένα.
«Αν την αναγνωρίσουν…»
«Δεν θα την αναγνωρίσουν. Νομίζεις πως ο Γουάφ και εγώ θα την αφήναμε έτσι απροστάτευτη; Μιλήσαμε μαζί πριν της προτείνω να σπάσει τα μάγια.»
«Εσύ της το πρότεινες;» ρώτησε έξαλλος ο Όντραν.
«Δεν είναι αυτό το θέμα! Άλλωστε, σου είπα. Ο Γουάφ έφτιαξε ένα ξόρκι ίδιο με αυτό που είχε κάνει ο πατέρας μου σε μένα, όταν ήμουν μικρή. Και είδες και μόνος σου πόσο δυνατό είναι αυτό το ξόρκι. Θυμάσαι; Ούτε το δαχτυλίδι σου δεν με αναγνώρισε.»
«Ναι, αλλά…»
«Δεν υπάρχει αλλά. Άφησέ την λίγο να χαρεί. Πέρασε πολλά…»
Ο Όντραν στύλωσε το κορμί του παίρνοντας το γνωστό αγέρωχο ύφος του. «Δεν με αφορά. Το μόνο που με νοιάζει είναι να είναι ασφαλής μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος, ώστε να έχω την αμέριστη βοήθεια του Γουάφ. Φαντάζεσαι τι θα γίνει αν πάθει κάτι η Ευχή και ο μάγος αποφασίσει πως δεν έχει λόγο να με βοηθήσει; Όλα θα έχουν χαθεί.»
«Μπορείς να πείσεις τον εαυτό σου, Όντραν. Εμένα όμως δεν με πείθεις.» απάντησε η Ντέιλφ χαμογελώντας.
«Για ποιο πράγμα;»
«Ότι δεν νοιάζεσαι. Σε έχω δει. Πώς την κοιτάς. Μην ξεχνάς πως και εγώ Ευχή είμαι. Και μπορώ να δω την γαλήνη στο βάθος των ματιών σου, όταν εκείνη είναι κοντά.»
«Δεν ξέρεις τι λες.» απάντησε ξερά εκείνος.
«Μπορεί να φοβάσαι λίγο, είναι αλήθεια. Αλλά ο μόνος λόγος που φοβάσαι είναι γιατί δεν έχεις ξανανιώσει έτσι. Παραδέξου το. Έχεις αισθήματα για εκείνη.»
«Δεν ξέρεις τι λες.» απάντησε μονότονα.
«Όσο πιο γρήγορα το παραδεχτείς, τόσο το καλύτερο.» ανταπάντησε εκείνη και έφυγε χαμογελώντας.

Ιωάννα Τσιάκαλου