Άβατο: Ο Έκπτωτος (Κεφάλαιο 6/Μέρος Γ) - "Οι τέσσερεις δυνάμεις"

           Ανεβαίνοντας επάνω παρατήρησε πως το πρόσωπο τού φίλου του στις φωτογραφίες είχε γίνει έναν τόνο πιο θολό από πριν. Οι δύο ηλικιωμένοι έκαναν ένα ζεστό τσάι, ενώ η κοπέλα στεκόταν ακουμπισμένη στον τοίχο, αμίλητη και αγέλαστη. Όταν όλοι κάθισαν στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι της κουζίνας, τον λόγο πήρε ο δαίμονας. 
«Το όνομά μου είναι Βελφεγκόρ. Είμαι δαίμονας στη φύση και φύλακας ενός βασιλείου που ονομάζεται Άβατο. Το Άβατο δεν αποτελεί άλλον πλανήτη όπως πιθανολογώ πως φαντάζεστε. Είναι μονάχα μία άλλη διάσταση του πλανήτη Γη όπου κατοικούμε όλοι μας. Μονάχα που εκείνη η διάσταση περιλαμβάνει και άλλα πλάσματα εκτός του ανθρώπινου είδους και των ζώων. Ο Μέγας Δημιουργός, ο δικός μας υπέρτατος Θεός, που έδωσε πνοή στη φύση και στα πλάσματα που κατοικούν στη διάσταση εκείνη, γνώριζε πολύ καλά πως υπάρχετε και εσείς. Έτσι θέλοντας να προστατέψει και εσάς αλλά και εμάς, σφράγισε με ένα ξόρκι τη συμπαντική Πύλη που μας ενώνει. Όμως σε κάθε παραμύθι υπάρχει και ο κακός σωστά;» είπε κοιτάζοντάς τους περιπαικτικά και συνέχισε. «Σε μας ονομάζεται Σούλφους και ο λόγος που βρίσκεται εδώ είναι για να κλέψει κάτι που ανήκει στον κόσμο σας και μόνο. Έσπασε το ξόρκι προστασίας, άνοιξε την Πύλη και πέρασε μέσα. Σε αυτό το σημείο όμως θα κάνω μία παύση καθώς χρειάζομαι βοήθεια. Τι συνέβη; Πώς βρεθήκατε δεμένοι;» ρώτησε περίεργος.
Οι παππούδες τον κοιτούσαν έχοντας μείνει άναυδοι, ενώ η Σύλια έχοντας πάρει ένα φαρμακερό βλέμμα του είπε:
«Νομίζω πως ο ξάδερφός μου πρέπει να κόψει τις κακές παρέες και εσύ να πας σε κέντρο αποτοξίνωσης. Σίγουρα κάτι παίρνεις» του είπε η κοπέλα ειρωνικά.
«Σιωπή!» επενέβη ο παππούς. «Ο εγγονός μου είναι… καλό παιδί… από όσο δηλαδή μπορώ να θυμηθώ, γιατί δεν θυμάμαι και πολλά. Θοδωρή τον είπες έτσι;»
Ο Βελφεγκόρ τον κοίταξε νιώθοντας την απόγνωση να τον περικλείει. Έπειτα άρπαξε μια φωτογραφία από ένα μικρό κομοδινάκι που βρισκόταν δίπλα από μία κουνιστή πολυθρόνα.
«Σου θυμίζει κάτι ετούτο το αγόρι;» ρώτησε τον παππού. Τη στιγμή εκείνη, από τα ρυτιδιασμένα μάγουλα του γέρου άρχισαν να κυλούν δάκρυα.
«Ο Θοδωρής μου… μα ναι… πώς θα μπορούσα να τον ξεχάσω… Είναι καλά;» O Bελφεγκόρ κούνησε τους ώμους του σε δείγμα πλήρους άγνοιας. «Μας πήρε τηλέφωνο πως ερχόταν εδώ. Ακουγόταν ταραγμένος σαν κάποιος να τον κυνηγούσε. Φαντάζομαι πως εκείνοι που μας έδεσαν είχαν άμεση σχέση με όλα αυτά. Όμως γιατί; Τι έκανε το αγοράκι μου; Ποτέ του δεν πείραξε κανέναν. Σου το ορκίζομαι…» είπε μέσα από λυγμούς ο παππούς του Θοδωρή.
«Επομένως μόλις σε ειδοποίησε ο Θοδωρής πως έρχεται, δεχτήκατε επίθεση… Αυτό σημαίνει πως ήξεραν και μας περίμεναν…» 
Ωστόσο προτού προλάβει να ολοκληρώσει τη σκέψη του, ένα χτύπημα στην πόρτα διέκοψε τη συζήτησή τους.
«Κρύψου γρήγορα!» πρόσταξε τον Βελφεγκόρ η γιαγιά του Θοδωρή.
            Εκείνος κατέβηκε στο ίδιο υπόγειο, στο οποίο βρίσκονταν δεμένοι και φιμωμένοι ως πριν λίγα λεπτά οι τρεις άνθρωποι. Άκουσε ομιλίες και μουρμουρητά, ωστόσο δυσκολευόταν να καταλάβει τι ακριβώς συζητούσαν. Λίγα λεπτά αργότερα, η καταπακτή άνοιξε και η Σύλια του έκανε απρόθυμα νόημα να βγει. Κατόπιν του είπε με ένα αυστηρό ύφος:
«Υποθάλπουμε εγκληματίες;»
 Ο δαίμονας την κοίταξε με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του.
«Τι δεν καταλαβαίνεις;» συνέχισε εκείνη «Μας χτύπησαν την πόρτα από τον στρατό και μας έδειξαν τις εικόνες σας! Σας αναζητούν παντού και ιδιαίτερα ένα φρικιό με κόκκινο μαλλί σαν ξωτικό ή νεράιδα. Το παράξενο ήταν πως αυτές οι φωτογραφίες ήταν τραβηγμένες μέσα στον χώρο του σπιτιού μας» τελείωσε η κοπέλα. Τη στιγμή εκείνη ο δαίμονας σηκώθηκε από τη θέση που καθόταν και την πλησίασε.
«Τελικά είχε δίκιο ο ξάδερφός σου που σε έλεγε κακομαθημένη. Μάθε πως το φρικιό έχει όνομα. Τον λένε Ορλάντο και είναι πρίγκιπας των ξωτικών. Οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν προφανώς από τους εχθρούς που παρίσταναν πως είναι εσείς εδώ και αρκετές μέρες» τελείωσε.
Έπειτα ο παππούς του Θοδωρή τους έκανε σήμα να σωπάσουν καθώς εκείνη την ώρα άκουγε το διάγγελμα του Προέδρου των Η.Π.Α. Ο Βελφεγκόρ πλησίασε αργά προς το μέρος της τηλεόρασης κοιτάζοντάς τη με δέος. Έπειτα τα μάτια του καρφώθηκαν στον επονομαζόμενο Πρόεδρο. Μιλούσε διαρκώς για εκείνους σαν να ήταν κοινοί εγκληματίες και προειδοποιούσε τον κόσμο να μένει σπίτι του μετά τις δέκα το βράδυ, ενώ σε όλες τις χώρες της Ευρώπης καθώς και τις Πολιτείες των Η.Π.Α, οι αντίστοιχοι Πρωθυπουργοί και Πρόεδροι καλούνταν να λάβουν μέτρα έκτακτης ανάγκης. Στο τελευταίο λεπτό της ομιλίας του τόνισε πως θα προσφερόταν ένα υπέρογκο ποσό σε εκείνον που θα του έφερνε στα χέρια τον Ορλάντο, ενώ καθησύχαζε τον κόσμο λέγοντας πως οι τρεις είχαν ήδη συλληφθεί. Η ομιλία έκλεισε με εκείνον να χαμογελά σαρδόνια και ψεύτικα προς το κοινό του αποκαλύπτοντας όμως τα απαίσια μυτερά του δόντια. Τη στιγμή εκείνη ο Βελφεγκόρ πάγωσε.
«Αυτός δεν είναι ο Πρόεδρός σας. Το γνωρίζω πολύ καλά ετούτο το φριχτό χαμόγελο. Μάλλον η μεταμόρφωσή του δεν πήγε και τόσο καλά όσο περίμενε. Στα χέρια του κρατά τους φίλους μας και μέσα σε αυτούς και τον Θοδωρή!» φώναξε γρυλίζοντας. Τότε γύρισε προς το μέρος των υπολοίπων.
«Ποιος είναι ο Θοδωρής;» ρώτησαν με μία φωνή ενώ ταυτόχρονα το πρόσωπο του νεαρού είχε σβηστεί από όλες τις φωτογραφίες.        
Τώρα αρχίζει η αληθινή μάχη με τον χρόνο, σκέφτηκε ο δαίμονας. 



Η απόλυτη νευρικότητα είχε κατακλύσει κάθε κύτταρο του κορμιού και του μυαλού του. Τα χέρια του έτρεμαν επικίνδυνα.
«Για να καταλάβω κάτι… Ισχυρίζεστε πως στ’ αλήθεια υπάρχει άλλη διάσταση; Πως εσύ είσαι πρίγκιπας ενός βασιλείου όπου κυριαρχούν όμορφοι νεαροί με πλούσια κόμη και ευγενική ψυχή, ενώ παράλληλα ένας τρελός που ισχυρίζεται πως είναι Θεός έχει έρθει για να κατακτήσει τον κόσμο μας επιδιώκοντας παράλληλα να σκοτώσει εσένα;» είπε ο Κιουσέ με τρεμάμενη φωνή.
            «Περίπου» απάντησαν ταυτόχρονα ο Μιχάλης και ο Ορλάντο.
            «Αυτό δεν μπορεί να είναι αλήθεια!» φώναξε εκείνος.
Την ώρα εκείνη, στη μικρή, παλιά τηλεόραση που υπήρχε στο κρησφύγετο εμφανίστηκε το διάγγελμα του Εμίλ Μπρόξτον. Όπως κι ο Βελφεγκόρ έτσι κι ο Ορλάντο είχε την ίδια ακριβώς αντίδραση στα τελευταία λεπτά της ομιλίας. 
«Πρέπει να πάμε εκεί!» αναφώνησε το ξωτικό.
«Πού εκεί;» ακούστηκε η φωνή του Κιουσέ, του οποίου ο ιδρώτας είχε μουσκέψει όχι μόνο το πρόσωπο αλλά και την μπλούζα του. 
«Στο μέρος όπου βρίσκεται το πρόσωπο που μιλούσε πριν λίγο».
            Στο άκουσμα αυτής της φράσης ο Κάτα σηκώθηκε από τη θέση όπου καθόταν τόση ώρα ήσυχα και του είπε :
«Αυτό που μας ζητάς είναι αδύνατον. Το μέρος της ομιλίας είναι ο Λευκός Οίκος. Εκεί χτυπά η καρδιά της Αμερικής και ίσως και του κόσμου. Δε γίνεται να πάμε. Το μέρος είναι απροσπέλαστο. Μην ξεχνάς πως εκτός από τρομοκράτες είμαστε και καταζητούμενοι παγκοσμίως» του απάντησε αποφασιστικά.
 Ο Μιχάλης έσπευσε να συμφωνήσει μαζί του με ιδιαίτερη χαρά.
«Αυτός δεν είναι άνθρωπος ούτε Πρόεδρος» είπε το ξωτικό. «Αυτός είναι ο Σούλφους. Ένας Θεός μπορεί να πάρει όποια μορφή θελήσει και την οποιαδήποτε στιγμή. Να εύχεστε ο αληθινός Πρόεδρος να ζει. Εγώ θα πάω. Αν ο Σούλφους γνωρίζει τα μυστικά της γης, τότε θα ξέρει και τι να κάνει για να γίνει ο Κύριός τους. Όταν η Γη τη Σελήνη γυρίσει να κοιτάξει…» μονολόγησε χωρίς να είναι σίγουρος για το πού είχε διαβάσει ετούτες τις τελευταίες κουβέντες.
Προς έκπληξη όλων ο Μιχάλης έλαβε τον λόγο έπειτα από πολύωρη σιωπή.
«Παρά το γεγονός πως μας κάνεις συναισθηματικό εκβιασμό, δέχομαι την πρόκληση. Φοβάμαι πως οι φίλοι μας κινδυνεύουν. Θα κάνω την καρδιά μου πέτρα. Ωστόσο μακάρι να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω. Θα τα άλλαζα όλα έτσι ώστε όλοι μας να ήμασταν ασφαλείς» του είπε και ένα λαμπερό χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο του Ορλάντο, το οποίο σύντομα έδωσε τη θέση του σε μία γκριμάτσα προβληματισμού.
«Ένα πράγμα υπάρχει στον κόσμο που δεν έχει δεχτεί ανθρώπινη παρέμβαση. Ο χρόνος. Μη μετανιώνεις για τα όσα πέρασες, δέξου με υπομονή τα όσα έρχονται και πάλεψε για τα όσα έχεις σήμερα. Ο χρόνος είναι ο καλύτερος δάσκαλος γιατί σου χάρισε τις εμπειρίες. Χάρη σε εκείνες είσαι ο άνθρωπος που όλοι μας τώρα γνωρίζουμε» τελείωσε ο Ορλάντο δίχως όμως να έχει διώξει μία εσωτερική ανησυχία καθώς πίστευε πως η κοπέλα της παρέας κινδύνευε και μόνο η σκέψη ετούτη έκανε την καρδιά του να πονά και να σφίγγεται. Γιατί νοιαζόταν τόσο πολύ από τη στιγμή που τη γνώριζε μονάχα λίγες μέρες; Ήταν μία κοινή θνητή, ενώ εκείνος ένα ξωτικό με μακροζωία διάρκειας ακόμη και αιώνων. Ωστόσο δεν μπορούσε λεπτό να τη βγάλει από την καρδιά του. Τις σκέψεις του διέκοψε ο Κάτα. 
«Χρειαζόμαστε συμμάχους άμεσα. Αν πάμε μόνοι μας, θα σκοτωθούμε δίχως να προλάβουμε να συνειδητοποιήσουμε ακόμη και τη στιγμή που θα πεθαίνουμε. Τόσο γρήγορα θα γίνει».
            Ο Μιχάλης δειλά τον πλησίασε.
 «Δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο τότε από το να μας δείξουν τον δρόμο εκείνοι που τον ξέρουν καλύτερα από όλους» είπε κοιτάζοντας γύρω του με νόημα. 




Έκανε κρύο. Το ένιωθα σε κάθε σπιθαμή του κορμιού μου. Πονούσα παντού αλλά ήμουν ανήμπορη να κουνήσω έστω και ένα μικρό δαχτυλάκι. Άνοιξα με κόπο τα μάτια μου και αντίκρισα το απόλυτο σκοτάδι με εξαίρεση μία μικρή σκονισμένη λάμπα που έριχνε το αδύναμο φως της στο σκοτεινό κελί μου. Προσπάθησα να γυρίσω το κεφάλι μου σε μία αγωνιώδη προσπάθεια να διαπιστώσω πως οι φίλοι μου ήταν καλά. Ωστόσο πλάι μου αντίκρισα την παρουσία ενός άνδρα. Ήταν πεσμένος στο πάτωμα και δεμένος όπως και ‘γω αλλά από τον λαιμό. Φαινόταν χτυπημένος άσχημα καθώς παρέμενε ακίνητος, ενώ μερικές φορές βογκούσε σιγανά, πιθανότατα από τους αφόρητους πόνους. Είχε αντιληφθεί την παρουσία μου αλλά του ήταν αδύνατο να μιλήσει. Άξαφνα, ακούστηκαν ήχοι από ανθρώπους που περπατούσαν. Στο κελί μου μπροστά στάθηκαν τρεις άνδρες. Φορούσαν στρατιωτικά ρούχα και γελούσαν ειρωνικά στο θέαμά μου. Στα χέρια τους κρατούσαν μικρά φανάρια για να μπορούν να βλέπουν καλύτερα στο σκοτεινό και υγρό υπόγειο. Τη στιγμή που το αμυδρό φως των φαναριών έκανε τη δειλή εμφάνισή του στη φυλακή μου, κατάφερα για πρώτη φορά να διακρίνω την όψη του άνδρα που ήταν πεσμένος δίπλα μου. Οι ίδιοι οι στρατιώτες ωστόσο, φαινόταν να έχουν πλήρη άγνοια της ταυτότητας του κρατούμενου. Καστανόξανθα μαλλιά και μέτριο ανάστημα. Το σώμα του που είχε δεχτεί απίστευτη κακοποίηση και βαναυσότητα ήταν κοκκαλιάρικο. Ωστόσο παρά τα τραύματά του, μου ήταν αδύνατον να μην αναγνωρίσω το γλυκό πρόσωπό του. Ήταν ο Εμίλ Μπρόξτον. Ο νεότερος Πρόεδρος των Η.ΠΑ. 
Αν ετούτος είναι ο Εμίλ… τότε ποιος είναι εκείνος που έχει πάρει τη θέση του; συλλογίστηκα. Η απάντηση δεν άργησε να έρθει. Μα φυσικά ήταν Εκείνος. Εκείνος που ήθελε να εξουσιάζει τους δύο κόσμους. Εκείνος με τη φρικτή όψη και τη σκληρή καρδιά. Το βλέμμα μου πλανήθηκε στον πεσμένο Εμίλ. Φαινόταν σαν να είχε παραιτηθεί από κάθε θέληση για ζωή.
«Εμίλ… Σε παρακαλώ κοίταξέ με» του είπα ψιθυριστά μόλις βεβαιώθηκα πως οι τρεις στρατιώτες είχαν φύγει. Ο άνδρας άνοιξε αργά τα μάτια του καρφώνοντας πάνω μου το κουρασμένο του βλέμμα. Έπειτα βούρκωσε σε έναν σιωπηλό θρήνο. 
«Σκότωσέ με» είπε με όση δύναμη του είχε απομείνει. «Σε παρακαλώ σκότωσέ με και απάλλαξέ με από ετούτο το βασανιστήριο. Δε θέλω να βλέπω άλλο ούτε να νιώθω. Σε παρακαλώ…» είπε με βλέμμα που εκλιπαρούσε.
«Σε παρακαλώ» του είπα. «Πρέπει να φανείς δυνατός και να αντέξεις. Όλοι σε χρειαζόμαστε. Ο κόσμος σε χρειάζεται καθώς η διαφθορά έχει αρχίσει σιγά σιγά και καταλαμβάνει τις καρδιές των ανθρώπων».
«Δεν καταλαβαίνεις…» τραύλισε. «Δε θέλω να βλέπω άλλο την ασχήμια της ψυχής του. Έχει τη μορφή μου και για να μπορέσει να την διατηρήσει, πρέπει να είμαστε απόλυτα συνδεδεμένοι μεταξύ μας. Αυτό με αναγκάζει δίχως να το θέλω να βλέπω εικόνες από το μυαλό του. Τις σκέψεις του. Μία από αυτές μου κομμάτιασε την καρδιά. Η Οφέλια είναι νεκρή. Τη σκότωσε ενώ εκείνη αργοπέθαινε φωνάζοντας το όνομά μου. Η Οφέλια ήταν κάτι σαν μία δεύτερη μητέρα για εμένα. Με βοήθησε να ξεπεράσω τον χαμό της κόρης και της γυναίκας μου ώστε να μη χάσω τελείως το μυαλό μου. Δεν ήταν εύκολο. Τίποτε από όλα αυτά δεν είναι εύκολο. Κάθε μέρα βιώνω ζωντανούς εφιάλτες, τους οποίους και αδυνατώ να κατανοήσω. Εκείνος… σκοπεύει να κυριαρχήσει πάνω στους δύο κόσμους. Ο μόνος τρόπος να το πετύχει είναι να κλέψει κάτι σαν… σαν δύναμη από τη Γη μας. Όμως και πάλι όλο αυτό δεν είναι εύκολο. Πρέπει πρώτα να σκοτώσει κάποιον. Στη σκέψη του είναι ένας άνθρωπος με πυρόξανθα μαλλιά. Τον αναζητά απεγνωσμένα και νομίζω πως είναι αρκετά κοντά στο να τον εντοπίσει» τελείωσε με κομμένη την ανάσα.
Είχα μείνει να τον κοιτάζω δίχως να μπορώ να ψελίσσω την παραμικρή λέξη. Τώρα όλες μου οι σκέψεις είχαν αρχίσει να μπαίνουν σε σειρά. Ο πόλεμος στην ουσία γινόταν σε αυτόν τον άγνωστο προς εμάς κόσμο. Απλούστατα εμείς ήμασταν το μέσο ώστε να μπορέσει να αποκτήσει το κλειδί που θα του άνοιγε την πόρτα του απόλυτου κυρίαρχου. Ο Ορλάντο τον εμπόδιζε. Γιατί; Ίσως γιατί κατείχε και εκείνος μία δύναμη, την οποία αν ο Σκοτεινός δεν αποκτούσε, δε θα μπορούσε ποτέ να επικρατήσει έναντι των υπολοίπων. 
«Συνέχισε να μιλάς» τον ικέτεψα. «Προσπάθησε να θυμηθείς κι άλλα. Όσα μπορείς».
Τότε ο Εμίλ, έχοντας πέσει στα γόνατα και βαστώντας σφιχτά το κεφάλι του, μου είπε προτού χάσει εντελώς τις αισθήσεις του:
«Περιμένει ένα αστρικό φαινόμενο να συμβεί. Τότε θα είναι έτοιμος να βρεθεί στο κατάλληλο μέρος την πιο κατάλληλη στιγμή» τελείωσε και έπειτα το σώμα του σωριάστηκε σαν ένα κουφάρι στο υγρό πέτρινο πάτωμα κάνοντας θόρυβο και ελκύοντας τους στρατιώτες να έρθουν ξανά προς το μέρος μας. Ήταν ψηλοί, γεροδεμένοι και μύριζαν ιδρώτα. Πλησίασαν αργά τα κελιά μας κοιτάζοντας μέσα πολύ προσεχτικά.
«Εσύ!» μου φώναξε ο ένας. «Είσαι φίλη του κοκκινομάλλη έτσι; Ο Πρόεδρος θέλει να σου κάνει μερικές ερωτήσεις. Αν δεν απαντήσεις σε όλες και με ειλικρίνεια, θα αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει άλλες μεθόδους ανάκρισης από τις απλές ερωτήσεις» είπε ο ένας στρατιώτης και οι άλλοι ξέσπασαν σε γέλια. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που νόμιζα πως ήταν έτοιμη να εκραγεί. 
«Λυπάμαι, αλλά δεν έχω τίποτε να του πω» απάντησα συγκεντρώνοντας όσο κουράγιο μου είχε απομείνει. Ένας ήχος από κλειδί που άνοιγε την πόρτα του κελιού μου ακούστηκε. Ο Εμίλ βλέποντάς τους τους ικέτεψε να βασανίσουν αυτόν. 
«Σε θέλουμε ζωντανό για λίγο ακόμη» του είπε ο φρουρός. 
«Τότε παρ’ τε εμένα. Νομίζω πως εγώ και ο Μέγας Αφέντης σας έχουμε πολλά να πούμε» ακούστηκε η φωνή του Παναγιώτη.
Οι φρουροί άνοιξαν το δικό του κελί και έπειτα το μόνο που ακουγόταν ήταν το σύρσιμο του κορμιού του στις σκάλες.

Δε γνώριζα, αν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι που τον πήραν ήταν όντως άνθρωποι και όχι ξωτικά που είχαν υιοθετήσει προσωρινά μια ανθρώπινη μορφή. Τον καιρό εκείνο τίποτε δεν ήταν απολύτως βέβαιο. Χάρη στη δωροδοκία που είχαν δεχτεί, αρκετοί της δικής μας ανθρώπινης φυλής είχαν αποφασίσει να υπηρετήσουν τον νέο «Πρόεδρο» με τα δήθεν επεκτατικά σχέδια και τον σκληρό χαρακτήρα. Είχαν πιστέψει πως πλάι του θα μπορούσαν να θησαυρίσουν ικανοποιώντας ταυτόχρονα την ανθρώπινη φύση τους για εξουσία και χρήμα. Αλλά πάντοτε κάπως έτσι δεν ήταν οι άνθρωποι; Η ιστορία μας ανά τους αιώνες με είχε απογοητεύσει πολλές φορές. Ωστόσο, έτρεφα πάντοτε μία κρυφή ελπίδα πως μια μέρα τα πράγματα θα άλλαζαν. Πως ο άνθρωπος θα έπαυε να περπατά στα τέσσερα πόδια. Πως θα ορθωνόταν στα δύο και κοιτώντας τα λάθη του θα φρόντιζε να μην τα επαναλάβει. Ποτέ ξανά.
Εντούτοις, οι πιο κοντινοί του σημερινού «Προέδρου», είχαν αρχίσει να καταλαβαίνουν πως τόσο ο ίδιος όσο και το δεξί του χέρι που δεν ήταν άλλος από τον Όθωνα,  διόλου ανήκαν στη φυλή των ανθρώπων. Απλώς  χάρη στη μαγεία του Σούλφους είχαν πάρει ανθρώπινη μορφή για να εξυπηρετήσουν τον σκοπό του, που δεν ήταν άλλος από το να στρέψει την προσοχή του κόσμου μακριά από τα προσωπικά του σχέδια, απασχολώντας τον με ψευδοπολέμους, με τους οποίους ο ίδιος δεν είχε στην ουσία καμία όρεξη να ασχοληθεί. Εκείνος απλά θα προετοίμαζε το έδαφος που θα τον βοηθούσε να περάσει απαρατήρητος από τα θνητά βλέμματα, καθώς εκείνα θα ήταν απασχολημένα με τα προβλήματα που ταλάνιζαν τον θνητό τους κόσμο.



Ιφιγένεια Μπακογιάννη