Η Αναζήτηση (Κεφάλαιο 20)

Είχαν εγκαταλείψει από ώρα την εθνική και ανηφόριζαν έναν στενό, φιδογυριστό και κακοσυντηρημένο επαρχιακό δρόμο. Κανείς δεν είχε μιλήσει ξανά σε όλη τη διαδρομή, ο καθένας είχε κλειστεί στον εαυτό του. Ήταν προχωρημένο απόγευμα. Το καταπράσινο τοπίο γύρω τους, ανέδιδε εξαίσια αρώματα από άγρια ρίγανη, δυόσμο και μουσκεμένο χώμα. Στο ραδιόφωνο είχε ειδήσεις:
«Νέα σεισμική δόνηση σημειώθηκε πριν από λίγο, η Τρίτη κατά σειρά από χτες. Οι κάτοικοι των γύρω περιοχών είναι ανάστατοι λόγω του μεγέθους του μα οι επιστήμονες είναι καθησυχαστικοί».

Ο Άγγελος το έκλεισε εκνευρισμένος.
─Σίγουρα πηγαίνουμε καλά; Εδώ και ώρα δεν έχουμε συναντήσει ζωντανό πλάσμα.
Ο Σωτήρης κοίταξε το gps του αυτοκινήτου.
─Όπου να ‘ναι, θα πρέπει να συναντήσουμε το χωριό, δεν είναι μακριά.
Και όντως, σε λίγο, μετά από μια απότομη μεγάλη στροφή, φάνηκε. Σταμάτησαν στην άκρη και οι δύο άντρες κατέβηκαν. Δεν ήταν μεγάλο, καμιά εικοσαριά σπίτια, κρεμασμένα στον γκρεμό. Και οι δύο ένιωσαν ένα σφίξιμο στο στομάχι.
─Μέχρι εδώ, όλα καλά. Από εδώ και πέρα θα προχωράμε σε άγνωστο έδαφος.
Ο Άγγελος συμφώνησε κουνώντας σιωπηλός το κεφάλι του.
─Ας το κάνουμε, είπε.
Ξεκίνησαν και μπήκαν στους μικρούς πέτρινους δρόμους ψάχνοντας κάποιον να βρουν, να ζητήσουν πληροφορίες. Μια γριά μαυροφορεμένη, καθότανε σε ένα ξύλινο πεζούλι δίπλα στο δρόμο πλέκοντας. Ο Σωτήρης τη χαιρέτησε εγκάρδια. Κούνησε και εκείνη χαμογελώντας και απορημένη το κεφάλι της.
─Ψάχνουμε να βρούμε το χωριό Μεσοράχη.
Τους κοίταξε δύσπιστη.
─Δεν υπάρχει τέτοιο χωριό λεβέντη μου.
─Είστε σίγουρη; Εμένα μου είπανε…
─Μάλλον λάθος σου τα είπανε.
Επικράτησε μια νεκρική σιγή μέσα στο αυτοκίνητο.
─Τώρα; ψιθύρισε ο Άγγελος.
Ο Σωτήρης ανασήκωσε τους ώμους του. Ετοιμάστηκε να φύγει, όταν η φωνή της γριάς τους σταμάτησε.
─Βέβαια, κάποτε υπήρχε ένα χωριό μ’ αυτό το όνομα.
Τα μάτια τους έλαμψαν.
Έκλεισε τα μάτια της και σήκωσε το κεφάλι της σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί κάτι.
─Μικρό κορίτσι ήμουν τότε. Το κάψανε οι αντάρτες. Τώρα δεν έχει μείνει τίποτα, ούτε καν οι πέτρες.
Κρέμονταν κυριολεκτικά από τα χείλη της. Εκείνη απλά σταμάτησε και συνέχισε το πλέξιμο.
─Και; ρώτησε ο Άγγελος ανυπόμονα.
Η γριά σήκωσε έκπληκτη το κεφάλι της.
─Τι και;
─Το χωριό. Που είναι το χωριό;
─Ποιο χωριό;
Η Ζωή ξέσπασε σε γέλια, ενώ η Αγνή προσπάθησε να συγκρατηθεί.
─Η Μεσοράχη καλή μου γυναίκα! ξέσπασε. Γι’ αυτό δεν μιλούσαμε;
Τους κοίταξε θιγμένη.
─Θα βγείτε από το χωριό και θα βρείτε το ποτάμι. Θα πάτε πλάι─πλάι, καμιά ώρα δρόμο, ο Θεός να το πει δρόμο.
─Να ‘σαι καλά, είπε χαμογελώντας ο Σωτήρης. Πως θα βγω από το χωριό;
─Που θέλετε να πάτε;
Η Ζωή ξανάβαλε τα γέλια.
Δεν ήταν δύσκολο να βρούνε τον δρόμο. Η αλήθεια είναι πως ήταν ένας κακοτράχαλος τόπος, άγριος και το αμάξι βάδιζε με μια σχετική δυσκολία πλάι στο ποτάμι. Προχωρούσαν ήδη μια ώρα και ο Άγγελος κοιτούσε με αγωνία γύρω─γύρω μήπως και εντοπίσει κάποιο απομεινάρι από τα χαλάσματα, μα μάταια.
─Το ότι ακολουθάμε τις οδηγίες μια γριάς με αλτσχάιμερ, είναι κάτι ειλικρινά που με ξεπερνά, είπε η Ζωή.
─Σταμάτα! φώναξε ξαφνικά ο Άγγελος. Κάτι είδα!
Όντως, κρυμμένα μέσα στα ξερά αγριόχορτα, είχε εντοπίσει τα πέτρινα ίχνη από το τετράγωνο περίγραμμα ενός σπιτιού. Πιο εκεί, άλλο ένα, παραδίπλα, άλλο ένα.
─Εδώ είμαστε, είπε ενώ οι υπόλοιποι τρεις εξερευνούσαν το τοπίο γύρω.
─Και τώρα; ρώτησε η Ζωή. Τι κάνουμε τώρα;
Έβγαλε το παλιό σημειωματάριο από την τσέπη του και διάβασε φωναχτά.
«Μα όταν φούντωνε ο καημός και η πίκρα, έπαιρνα το άλογο και ξεχυνόμουνα στον κάμπο. Κάλπαζα πλάι στο ποτάμι και έπειτα ανέβαινα πάνω, ψηλά στην κορφή, στη γκρεμισμένη εκκλησία».
Κοίταξε προς την ανατολή.
─Να, εκεί, είπε δείχνοντας στο βάθος έναν μεγάλο δασωμένο όγκο. Είναι το μόνο βουνό στην περιοχή και είμαι σίγουρος, πως αν ακολουθήσουμε το ποτάμι, εκεί θα μας βγάλει.
Ο Σωτήρης έβγαλε τον παλιό στρατιωτικό του χάρτη και επιβεβαίωσε τα λεγόμενά του. Η Αγνή κοίταξε τριγύρω με δυσφορία.
─Δεν μου αρέσει εδώ, είπε αγκαλιάζοντας τον εαυτό της. Μου προκαλεί ένα παράξενο δυσάρεστο συναίσθημα.
Όλοι αφουγκράστηκαν το τοπίο. Όντως, υπήρχε κάτι το ενοχλητικό που πλανιόταν στην ατμόσφαιρα, κάτι που δεν μπορούσαν να το προσδιορίσουν.
─Δεν σας φαίνεται ότι έχει πολύ ησυχία; είπε ο Σωτήρης και όλοι συμφώνησαν.
─Έχεις δίκιο, είπε η Ζωή. Δεν ακούγονται ούτε πουλιά, ούτε τζιτζίκια, τίποτα. Λες και…..
Δεν απόσωσε τη φράση της. Ένα αεράκι που σηκώθηκε απότομα και τους έκανε να ανατριχιάσουν. Τα ψηλά ξερά χόρτα στον απέραντο κάμπο, άρχισαν να θροΐζουν σπαρακτικά και μια παράξενη λεπτή ομίχλη, ανέβηκε από το ποτάμι. Ασυναίσθητα, οι τέσσερις φίλοι πλησίασαν και μαζεύτηκαν ο ένας δίπλα στον άλλον.
─Τι συμβαίνει; ρώτησε τρομαγμένη η Αγνή.
─Δεν είναι τίποτα, είπε η Ζωή. Ο ζεστός αέρας περνά πάνω από την κρύα επιφάνεια του ποταμού και υγροποιείται, γίνεται ομίχλη.
Η απάντηση της δεν ικανοποίησε κανέναν, ούτε καν την ίδια.
─Μπείτε όλοι μέσα, είπε ο Σωτήρης. Φεύγουμε.
Προχωρούσαν αργά και με προσοχή στον κακοτράχαλο χωματόδρομο. Για να διανύσουν περίπου πέντε χιλιόμετρα, χρειάστηκαν σχεδόν μια ώρα. Φτάσανε στη ρίζα του βουνού και σταμάτησαν, αυτήν την φορά οριστικά. Ο δρόμος είχε τελειώσει.
Ο Σωτήρης κατέβηκε να ρίξει μια ματιά τριγύρω, όσο του επέτρεπε η περιορισμένη ορατότητα. Μπροστά του ξεκινούσε ένα δάσος από θεόρατες οξιές, πνιγμένο σε ένα λευκό πέπλο, θέαμα αρκετά ανατριχιαστικό.
─Ως εδώ, είπε. Θα συνεχίσουμε με τα πόδια.
Η ομίχλη είχε πυκνώσει αρκετά.
─Μήπως δεν είναι καλή ιδέα; είπε σκεφτική η Ζωή. Δεν υπάρχει κίνδυνος να χαθούμε;
─Θα ακολουθήσουμε πορεία ανατολικά με την πυξίδα, είπε ο Σωτήρης καθώς φορτωνόταν τον σάκο του. Θα είναι παιχνιδάκι.
Κοίταξε προς την κορυφή.
─Το ελπίζω, είπε από μέσα του.
Πήρε ο καθένας τα πράγματά του και ξεκίνησαν να ανηφορίζουν. Ήταν μια ανάβαση δύσκολη, το μονοπάτι είχε χαθεί και τα βάτα και τα σαπισμένα κλαδιά την έκαναν δυσκολότερη.
─Κάτι δεν είναι σωστό, είπε η Ζωή. Πως είναι δυνατόν, ένας άνθρωπος γέρος σαν το παπά Φώτη, να έκανε αυτή τη διαδρομή; Είναι δυνατόν; Είμαστε τέσσερις νέοι και ζοριζόμαστε.
─Ίσως να υπάρχει και άλλος δρόμος που μας διαφεύγει, είπε ο Άγγελος. Μ’ αυτήν την ορατότητα, είναι πιθανόν να μας ξέφυγε κάτι.
Η Αγνή ακολουθούσε τόση ώρα αμίλητη. Τάχυνε το βήμα της και προσπάθησε να πλησιάσει τη Ζωή. Αυτή η νεκρική σιγή που παρέμενε, της προκαλούσε ένα ανείπωτο ρίγος.
─Φοβάμαι, της ψιθύρισε μα εκείνη δεν απάντησε.

Τον ίδιο αόριστο φόβο αισθανότανε και αυτήν μα αρνιότανε να το ομολογήσει. Προσπαθούσε να τα εξηγήσει όλα με την λογική, μα ξαφνικά είχε ξεμείνει από λύσεις. Έτσι, αντί να της απαντήσει, τάχυνε το βήμα της να φτάσει τους άντρες που προπορευόταν. Ξάφνου αισθάνθηκε την ανάγκη να τελειώνει με αυτήν την ιστορία, ένιωσε δυσφορία. Δεν ήξερε πια τι έψαχνε σ’ αυτό το βουνό στην άλλη άκρη της Ελλάδος, δεν έβρισκε νόημα πια σε όλο αυτό.

Ηλίας Στεργίου