Η Αναζήτηση (Κεφάλαιο 13)

Το πολυτελές διαμέρισμα, είχε πλημμυρίσει από τους ήχους των Βαλκυριών του Βάγκνερ. Ο Ιβάν στεκότανε στην είσοδο του σαλονιού όρθιος, εκεί στο ημίφως, μην τολμώντας να ενοχλήσει τον άντρα που καθόταν στην πολυθρόνα μπροστά του και είχε γυρισμένη την πλάτη. Καθόταν εκεί νιώθοντας άβολα και σκούπιζε με το μαντήλι του τον ιδρωμένο του αυχένα. Ξερόβηξε. Ο καθιστός άντρας σήκωσε τον δείκτη του χεριού του για να σωπάσει. Έπειτα ακολουθώντας τον ρυθμό, το κούνησε στον αέρα, σαν μαέστρος την μπαγκέτα του.
Ο Ιβάν δεν τόλμησε να τον ξανά ενοχλήσει, μέχρι που τέλειωσε και το τελευταίο κρεσέντο.
─Οι Βαλκυρίες ξέρεις, είπε με μια φωνή που έβγαινε σιγανή και συριστική, είναι παρθένες που οδηγούν τους ξεχωριστούς και επιλεγμένους νεκρούς, στον σκανδιναβικό παράδεισο, τη Βαλχάλα. Η λέξη σημαίνει «πεσμένος» και «επιλέγω». Στην ουσία, δρουν ως δαίμονες των νεκρών και ψυχοπομποί.
Σηκώθηκε αργά από την πολυθρόνα και ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο. Δεν ήταν μεγάλος σε ηλικία, μα αυτή η λευκότητα του δέρματός του, σε συνδυασμό με τα κόκκινα του μάτια τον έκαναν ανατριχιαστικό. Όσες φορές και αν είχαν συναντηθεί, ήταν κάτι που δεν μπορούσε να συνηθίσει.
─Δεν είναι πολύ ωραία μελωδία; τον ρώτησε κοιτώντας τον στα μάτια.
─Δεν είναι του γούστου μου αυτές οι μουσικές, είπε νιώθοντας το βλέμμα του να τον διαπερνά.
─Άξεστε και απολίτιστε Ρώσε βάρβαρε, είπε σιγά. Η χώρα σου γέννησε έναν Τσαϊκόφσκι, έναν Σοστακόβιτς και εσύ αγνοείς επιδεικτικά ότι πιο όμορφο και μελωδικό έχει να επιδείξει η κουλτούρα σου.

Κούνησε το χέρι του σε ένδειξη περιφρόνησης. Του γύρισε την πλάτη κι πήγε περπατώντας αργά, μέχρι το μεγάλο δρύινο μπαρ και γέμισε ένα ποτήρι. Σήκωσε το κεφάλι του απολαμβάνοντας την κάθε γουλιά που κατέβαζε στο λαρύγγι του.

─Είναι αστείο αν αναλογιστείς το πως αντλώ αυτήν την τεράστια ευχαρίστηση, απλώς πίνοντας αργά το ποτό μου. Κέρδισα χρήματα, τόσα, ώστε να αποκτήσω ότι ήθελα, όποτε το ήθελα. Η μάλλον, σχεδόν ότι ήθελα. Φυσικά, η λέξη κλειδί εδώ, είναι το «αργά». Μια πολυτέλεια που την έχουν λίγοι, αυτοί που διαθέτουν τον απαιτούμενο χρόνο.

Έσκυψε το κεφάλι και χαμογέλασε ειρωνικά.

Γύρισε προς το μέρος του.

─Δεν συμφωνείς;

Ο Ιβάν ξεροκατάπιε. Όλο αυτό το σκηνικό δεν ήταν ότι πιο άνετο για εκείνον, όπως επίσης και οι ειδήσεις που του μετέφερε.

─Λοιπόν; είπε με γυρισμένη την πλάτη του, κοιτώντας την τεράστια βιβλιοθήκη που δέσποζε στη βόρεια πλευρά του σαλονιού.

Έσκυψε το κεφάλι του και ξανά σκούπισε τον ιδρωμένο του αυχένα.

─Φοβάμαι ότι τα νέα δεν είναι καλά.

Έγειρε λοξά το κεφάλι πιάνοντας το πηγούνι του.

─Δηλαδή;

─Η μικρή, είχε ένα ατύχημα…

Ένας ανατριχιαστικός ήχος ακούστηκε και το κρυστάλλινο ποτήρι έγινε θρύψαλα μέσα στη χούφτα του. Το χέρι του πλημμύρισε με αίματα, μα εκείνος δεν κουνήθηκε ούτε χιλιοστό. Τον Ιβάν τον έκοψε κρύος ιδρώτας και δεν τόλμησε να αρθρώσει άλλη λέξη. Άκουγε μόνο το βαρύ ρουθούνισμα του άντρα που καθότανε ασάλευτος μπροστά του γεμάτος αίματα. Έκανε νόημα στον μπράβο του που στεκότανε τόση ώρα στη γωνία σιωπηλός και του έφερε μια πετσέτα. Τύλιξε το χέρι του και έμεινε για λίγη ώρα χωρίς να κάνει τίποτα.

Όταν γύρισε αντίκρισε το τρομακτικό του πρόσωπο, του οποίου τα χαρακτηριστικά είχαν αλλοιωθεί παράξενα, κάνοντας τον να μοιάζει απαίσια αλλόκοτος.

─Τι θέλεις να μου πεις; είπε και η φωνή του έβγαινε βαθιά και απόκοσμη.

─Έγινε ένα τροχαίο, δεν τα κατάφερε.

Το βλέμμα του χάθηκε για λίγο στο κενό. Έπειτα, κοίταξε τον Ιβάν περίεργα κάνοντας τον να ανατριχιάσει. Ασυναίσθητα, έπιασε το μέρος που βρίσκεται το συκώτι του.

─Μην ανησυχείς, του είπε. Αν ήσουν συμβατός δότης, θα το είχες καταλάβει εδώ και πολύ καιρό.

Κάθισε ξανά στην πολυθρόνα του, πέφτοντας σε βαθιά περισυλλογή.

─Αν ψάχναμε αλλού; Ίσως βρίσκαμε και άλλον…

─Μου πήρε τρία χρόνια να βρω τη μικρή, τον έκοψε. Σπατάλησα χρήμα και χρόνο που δεν μου περισσεύει ξέρεις. Το μόσχευμα που θα έπαιρνα από εκείνη ήταν μοναδικό, ένα στα δυόμιση εκατομμύρια ανθρώπους το έχουν, πιστεύεις ότι θα προλάβω να βρω άλλο;

Ξεφύσησε δυνατά. Γύρισε το κεφάλι προς το μέρος του χωρίς να τον κοιτάξει.

─Ίσως θα πρέπει να σκεφτούμε την εναλλακτική λύση τελικά.

Επικράτησε μια αμήχανη σιωπή για μερικά δευτερόλεπτα.

─Ναι, ξέρετε, είχαμε ένα πρόβλημα και με αυτό.

─Τι θες να πεις;

Ο Ιβάν ξέσφιξε την γραβάτα του. Ένας κόμπος είχε σταθεί στο λαιμό του.

─Η κατάσταση έγινε λίγο περίεργη. Ξέφυγε από τον έλεγχο μας.

Γύρισε και τον κοίταξε κατάματα αγριεμένος.

─Τι εννοείς;

─Στο ατύχημα. Ο παπάς…

Μισόκλεισε τα μάτια του.

─Μίλα καθαρά.

─Νομίζαμε πως είχαμε το βιβλίο στα χέρια μας….

─Είσαι ηλίθιος! φώναξε. Τι πήγες και έκανες;

─Φοβηθήκαμε ότι θα μιλούσε, έπρεπε να του κλείσουμε το στόμα, είπε τρέμοντας από τον φόβο του.

Άρχισε να κόβει βόλτες σαν θηρίο ανήμερος στο κλουβί.

─Και το βιβλίο; Που είναι το βιβλίο;

─Δεν το βρήκαν στο σπίτι του.

Τον έπιασε από τον γιακά του πουκαμίσου του, ένιωθε το άρρωστο χνώτο στα ρουθούνια του.

─Πρόλαβε και το ταχυδρόμησε!

Οι κόκκινες κόρες των ματιών του μίκρυναν καθώς τον κοίταζε επίμονα.

─Όταν πήγαν οι άντρες μου να ψάξουν, εμφανίστηκαν δύο τύποι. Κρύφτηκαν και τους άκουσαν να το συζητάνε. Τους ξέρουμε, ο ένας μας χρωστάει χρήματα. Μπορώ να τους βρω.

─Όχι! τον έκοψε άγρια. Όχι. Ήδη έχει πάρει μεγάλη έκταση το θέμα. Το τελευταίο που θέλω τώρα, είναι να τραβήξω την προσοχή. Έκανα μεγάλο κόπο να εξαφανιστώ εδώ πέρα ξέρεις…

Τον άφησε και στάθηκε δίπλα στο κλειστό, με βαριές κουρτίνες, παράθυρο σκεφτικός.

─Θέλετε να το κανονίσω εγώ;

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

─Έκανες ήδη αρκετά. Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να βγω από το σπίτι πλέον.



Ηλίας Στεργίου