M Ø NS Ŧ ER (Κεφάλαιο 4) - "ミnnocence's lοst" (μέρος 4ο)

Ο Μπιλ με ξαφνιάζει. Ακούει πως ο Τζέηκ Λι και η Εστέλλα Ρότζερς, οι συνεργάτες μας στην σεάνς, είναι νεκροί και αντιδρά με τον πιο απρόσμενο, τον πιο παράλογο και ακατανόητο τρόπο. Ξέσπα απότομα σε έναν σπασμό δυνατού γέλιου, ρίχνοντας το κεφάλι του με τα μακριά, ανάκατα μαλλιά προς τα πίσω και αφήνοντας τον ήχο ταρακουνήσει τον πυρήνα του.
Γιατί στην ευχή γελάει; αναρωτιέμαι ενοχλημένη. Πάει; Αυτό ήταν; Σαλτάρισε κι αυτός; Πού είναι το αστείο; Έχει τρελαθεί τελείως; Ω, να πάρει, ναι, αυτό είναι! Του 'στριψε!
«Τι... τι παίχτηκε, ρε μάγκα;», ο Κάι αναδεύεται νευρικά, αδυνατώντας να ερμηνεύσει την στροφή 180 μοιρών στην συμπεριφορά του Μαρς. Κατόπιν, όταν δεν παίρνει απόκριση, στρέφεται σε εμένα. «Γιατί ξεκαρδίστηκε αυτός;», με ρωτάει.
«Μάλλον ακολουθεί τα βήματα της τρέλο-Μπένετ», αποκρίνομαι χολωμένα.
«Δηλαδή;»
Φέρνω τα δάχτυλά μου επάνω στον δεξί μου κρόταφο, δίπλα απ' το μυαλό μου, και λέω: «Το χάνει».
Μη έχοντας άλλη επιλογή, περιμένουμε μέχρι να του περάσει η κρίση μανιακού γέλιου, κι όταν αυτό συμβαίνει, κι οι βροντεροί καγχασμοί κοπάζουν, ο Μπιλ μιλά πάλι. «Δεν χάνω τίποτα», μας διαβεβαιώνει. «Απλά μου είναι αδύνατο να πιστέψω ότι τα έχετε κάνει τόσο μα τόσο χάλια κατά λάθος, πραγματικά κουλουβάχατα. Σοβαρά τώρα, μήπως θέλετε και τα παθαίνετε; Γιατί όλες αυτές οι μπαρούφες που μου ανακοινώνετε είναι τεραστίων διαστάσεων και συμβαίνουν η μια μετά την άλλη, απανωτά. Μην με κοιτάζεις έτσι, Βάλενταϊν, με αυτό το παραπονεμένο, γλυκό μουτράκι σου, η αλήθεια είναι. Η αλήθεια που εσείς προκαλέσατε και τώρα την έχετε πατήσει άσχημα, τόσο άσχημα που δεν μπορώ ούτε να τα πάρω μαζί σας πια».
Ο Κάι σκεπάζει το πρόσωπό του με τις παλάμες του και το τρίβει. «Μπιλ, φτάνουν οι πέστροφες», μουρμουρίζει.
«Οι ποιες;», ο Μπιλ δεν είναι σίγουρος εάν άκουσε καλά.
«Τις περιστροφές εννοεί», κάνω αυτομάτως την μετάφραση. «Φτάνουν οι περιστροφές».
«Ναι, αυτές», συμφωνεί ο Κάι. «Φτάνουν. Απλά πες το. Πόσο τοις εκατό νεκροί είμαστε;»
Ο Μαρς υιοθετεί μια σφιγμένη έκφραση, σαν να δυσκολεύεται να εκτιμήσει την κατάσταση. Το σκέφτεται. «Με μια γρήγορη εκτίμηση και δίχως να θέλω να φανώ απαισιόδοξος, σας κόβω κάπου στο 144% νεκρούς».
«Τόσο χάλια;»
«Ω, φιλαράκο», του λέει, κουνώντας επιτιμητικά το κεφάλι του. «Δεν έχεις ιδέα...».
Τους παρακολουθώ σιωπηλή, ζυγίζοντας τα λόγια τους κι εκτιμώντας μέσα από τα συμφραζόμενα την κατάσταση. Τι είναι τελικά αυτό που ο Κάι κι εγώ καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε; Νομίζω ότι αν δεν μάθω σύντομα... θα τρελαθώ από την αγωνία.
«Βλέπετε», αρχίζει να μας εξηγεί. «Η καθοριστική διαφορά έγκειται σε αυτό που μόλις μου είπατε: Ότι λίγες ώρες μετά την σεάνς οι δύο τρόφιμοι βρέθηκαν νεκροί. Υποθέτω ότι δεν τα κακάρωσαν από κάποια ασθένεια, κάποια επίθεση ή κάποιο ατύχημα, έτσι;».
Του απαντώ μ' ένα μαζεμένο, αρνητικό νεύμα.
«Τους έπιασε κρίση, σωστά; Σπασμοί, σφαδασμοί, ανεξήγητοι πόνοι, αλλόκοτα ανεβοκατεβάσματα στην εσωτερική τους θερμοκρασία, την μια να παγώνουν, την άλλη να ψήνονται στον πυρετό και τέτοια;»
Τώρα είναι η σειρά του Κάι να νεύσει, επιβεβαιώνοντας τον.
«Όπως το περίμενα», λέει ο Μπιλ μυστηριωδώς.
Τι; Τι περίμενε; Ποιο είναι το συμπέρασμα όλων αυτών;
«Τα φαντάσματα υπάρχουν μετέωρα κάπου ανάμεσα στον δικό μας κόσμο και τον κόσμο των νεκρών. Όπως σας είπα έχουν πάντοτε κάποιες εκκρεμότητες που οφείλουν να κλείσουν και για αυτό δεν μπορούν να προχωρήσουν παραπέρα. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να επικοινωνήσουν με τους ζωντανούς για να ολοκληρώσουν τον σκοπό τους και να αποδεσμευτούν. Οι ικανότητές τους, ωστόσο, εκτίνονται μέχρι εκεί, την επικοινωνία. Δεν μπορούν να βλάψουν τους ζώντες, πόσο μάλλον να τους σκοτώσουν». Όση ώρα μιλά, ο Μπιλ στριφογυρνά μια ασημένια αλυσίδα γύρω από το λαιμό του και με κοιτάζει καλά καλά, με μάτια πράσινα και μυτερά σαν πευκοβελόνες. «Αυτό που καλέσατε δεν είναι φάντασμα, δεν είναι το πνεύμα ενός νεκρού, στην πραγματικότητα είναι κάτι που δεν υπήρξε ποτέ άνθρωπος». Η φωνή του έχει ξαναβρεί την βραχνή, απειλητική της χροιά, ενώ έχει αποβάλει κάθε ίχνος αστεϊσμού. Ακούγεται... επικίνδυνος. 
Τον ακούω προσεκτικά, νιώθοντας κάπου μέσα μου την ανάγκη να μάθω περισσότερα, αλλά είμαι τόσο φοβισμένη που δεν τολμώ να κάνω ερωτήσεις. Μονάχα δίνω μορφή με την φαντασία μου σε κάποιο παγωμένο, μουχλιασμένο πλάσμα που ελλοχεύει στις σκιές, περιμένοντας να μας σκοτώσει όλους. Έναν έναν. 
«Τα φαντάσματα μένουν στο σκοτάδι και προσπαθούν να επικοινωνήσουν με τις ψυχές των ζωντανών. Το πλάσμα που συναναστρέφεστε δεν θέλει αυτό. Θέλει να πάρει τις ψυχές σας μαζί του στο σκότος».
«Τι σόι πλάσμα είναι αυτό;», ο Κάι κάνει την ερώτηση του ενός εκατομμυρίου.
«Είναι μια απόκοσμη, παρασιτική οντότητα της Κόλασης», ανακοινώνει ο άλλος. «Ένα είδος δαίμονα. Οι δαίμονες δεν έχουν υλική υπόσταση, εκτός κι αν καταλάβουν κάποιον ζωντανό, κι όταν το κάνουν... απαίσια πράγματα συμβαίνουν. Οι δύο υπάρξεις γίνονται μία κι ο δαίμονας καταλαμβάνει σταδιακά τον έλεγχο του νου και του σώματος του ανθρώπου, ώσπου να διαφθείρει την ψυχή τόσο ανεπανόρθωτα, να την συνθλίψει και να την κατασπαράξει ολόκληρη».
Αφροσύνη, μόνο έτσι μπορεί να περιγραφεί η στάση με την οποία αντιμετωπίσαμε τον θάνατο της Μία, την επίκληση των πνευμάτων και την είσοδό μας στον κόσμο των νεκρών. Εξ' αρχής πήραμε την υπόθεση αψήφιστα, δίχως να συνειδητοποιούμε το μέγεθος του κινδύνου ή τις μυριάδες, ανεπιθύμητες, πιθανές καταλήξεις που θα μπορούσε να έχει η μικρή μας έρευνά. Παίξαμε με την φωτιά και καήκαμε.
Ο Τζέηκ κι η Εστέλλα πλήρωσαν πρώτοι το τίμημα.
Ο Κάι κι εγώ είμαστε οι επόμενοι στην σειρά.
Και η Νιβ!
Θεέ μου, μπλέξαμε και τη Νιβ σε όλο αυτό.
Τη Νιβ που θα μπορούσε να έχει μείνει αμέτοχη, ατάραχη, ασφαλής.
Τη Νιβ που θα μπορούσε να έχει μια φυσιολογική ζωή.
Ή έστω, σχεδόν φυσιολογική.
Εμείς, με την απροσεξία μας της αποστερήσαμε ακόμη κι αυτό: το ενδεχόμενο να ζήσει πολλά, άστατα, ανακατωσούρικα, σχεδόν φυσιολογικά χρόνια.
Αύριο μπορεί να είναι νεκρή.
Ως αύριο μπορεί και οι τρεις να είμαστε νεκροί.
Κι όλα αυτά γιατί; αναρωτιέμαι. Για να ανταλλάξουμε μερικές δίχως νόημα κουβέντες με ένα στοιχειό, που ουδεμία σχέση έχει με την αδερφή μου. Μ' ένα τυχαίο απόβρασμα που ξέρασε η Κόλαση στον δρόμο μας, και το οποίο βάλθηκε να καταστρέψει την ύπαρξη του κάθε ενός μας. Να μας σύρει μαζί του στην άθλια, μίζερη, βρωμερή, φλεγόμενη πατρίδα του, όπως ισχυρίζεται ο Μπιλ. Την Άβυσσο.
Γιατί δεν τα σκέφτηκα νωρίτερα όλα αυτά; Ε; Γιατί; καταριέμαι τον εαυτό μου για την απερισκεψία. Απλά συμφώνησα να συμμετάσχω στην πρώτη χαζομάρα που σκέφτηκε ο Κάι κι ο λειψός, δυσλειτουργικός, μόνιμα μαστουρωμένος του εγκέφαλος. Μα εγώ υποτίθεται πως έχω σώας τας φρένας, πως είμαι έξυπνη, συνετή, λογική! Πώς μας άφησα να υπογράψουμε έτσι αδιαμαρτύρητα τις θανατικές μας καταδίκες; Να... να... να...
«Ακούγεται τρομακτικό, έτσι;», συμπεραίνει ο Μπιλ, βλέποντάς μας χλωμούς και φοβισμένους σαν κουνέλια. «Σας κάνει να ανακαλείτε τα άψυχα πτώματα των φίλων και των συγγενών σας που ούρλιαζαν και σφάδαζαν από το πάτωμα. Σας βάζει να σκεφτείτε τι είδους ανείπωτα μαρτύρια περνούσαν στις τελευταίες τους στιγμές. Μπορεί ακόμη και να νιώθετε ένοχοι σαν να τους προδώσατε, σαν να έπρεπε να έχετε πεθάνει εσείς στην θέση τους κι όχι εκείνοι».
Τον κοιτάζω νιώθοντας το πίσω μέρος των ματιών μου να σιγοκαίει από τα δάκρυα που απειλούν να βγουν στην επιφάνεια. Το γνωρίζουμε ότι αποτύχαμε, ξέρουμε ότι απογοητεύσαμε την Μία. Οπότε, γιατί μας τα λέει αυτά τα πράγματα; Τι προσπαθεί να επιτύχει;
«Σκέφτεστε λανθασμένα», μας ενημερώνει. «Οι νεκροί ξεμπέρδεψαν, ενώ η δική σας ταλαιπωρία μόλις τώρα αρχίζει. Η οντότητά, για την οποία μιλάμε, προσπάθησε να δεθεί μαζί τους, να τους καταλάβει, αλλά δεν μπόρεσε να τους κυριεύσει τελικά. Ο πόνος, η οδύνη και οι σπασμοί που βίωσαν οι γνωστοί σας για λίγο ήταν απλά η πρώτη ένδειξη ότι ο οργανισμός τους απέρριψε την αλλαγή. Δεν μπόρεσαν να συνυπάρξουν με αυτό το πλάσμα μέσα τους, το απέρριψαν κι έτσι εκείνο τους... σκότωσε. Αυτά ήταν τα ευχάριστα νέα», καταλήγει. «Τα δυσάρεστα είναι ότι εσείς μείνατε πίσω».
Πώς είπε;
«Γ-για κάτσε. Εί-είναι ευτυχές το ότι οι φίλοι μας πέ-πέθαναν;», κομπιάζω. «Τα δυ-δυσάρεστα νέα είναι ότι δεν πεθάναμε κι ε-εμείς;», στην αρχή είμαι τόσο σοκαρισμένη που δυσκολεύομαι να μιλήσω καθαρά και κεκεδίζω, γρήγορα, όμως, οι λέξεις πιάνουν να ξεχύνονται από το στόμα μου σαν χείμαρρος. «Τι υπαινίσσεσαι δηλαδή;» του φωνάζω. «Ότι θα ήταν προτιμότερο να είχαμε γίνει κι εμείς δυο άψυχες σωροί; Γιατί δεν μας λες ξεκάθαρα να πάμε να αυτοκτονήσουμε; Έτσι δεν θα είσαι υποχρεωμένος να κρατήσεις τον όρκο σου στην Αδελφότητα και να μας ξελασπώσεις!»
Πλέον η φωνή μου έχει ανέβει αρκετές οκτάβες και έχει γίνει ψιλή και στριγκή. Υστερική.
«Είσαι ανεκδιήγητος!», τσιρίζω. «Δεν το πιστεύω ότι ήρθαμε σε εσένα για βοήθεια!»
Ο Μπιλ στραβομουτσουνιάζει. Κατόπιν, τοποθετεί και τα δύο του χέρια πάνω στα αυτιά του, κάνοντας εμφανές ότι αντιδρώ υπερβολικά. «Τελείωσες;», με ρωτάει όταν ξεμένω από κατηγορίες να του σούρω.
Τον κοιτάζω ασθμαίνοντας, δίνοντας μάχη να τιθασεύσω την αναπνοή μου, πάλη να συγκρατήσω τα δάκρυα. Δεν μπαίνω στον κόπο να απαντήσω. Αφήνω το βλέμμα μου να κάνει όλη την δουλειά.
«Υποθέτω πως ναι», ο Μπιλ ξεσκεπάζει τα αυτιά του και ισιώνει την πλάτη του. Παρόλα αυτά, η γκριμάτσα δυσφορίας στο πρόσωπό του δεν σβήνει. «Εντυπωσιακό το αμόκ του κατατρεγμένου θύματος που σε έπιασε, αλλά εντελώς αχρείαστο. Μην επιτίθεσαι σε εμένα, Βάλενταϊν». Σκύβει μπροστά για να μειώσει την τραγική διαφορά ύψους που έχουμε και να φέρει τα πρόσωπά μας στην ευθεία. Θέλει να δω την έκφρασή του που είναι σοβαρή, αυστηρή και μαλώνει. Δεν παίζει πια. «Μην μου φωνάζεις και μην με βρίζεις», σφυρίζει μέσα απ' τα δόντια του. «Δεν λέω ψέματα, ούτε ευθύνομαι για τις εξελίξεις. Δεν σκότωσα τα φιλαράκια σου, ούτε τα έβαλα να καλέσουν τον δαίμονα που τους μακέλεψε. Το ξέρεις πολύ καλά...». Τα μάτια του αιχμαλωτίζουν τα δικά μου και δεν με αφήνουν ν' αποστρέψω το βλέμμα. Τώρα έχουν πάρει ένα σκούρο και βαθύ πράσινο χρώμα, και κοιτώντας μέσα τους νιώθω σαν να βρίσκομαι σε κάποιο σκοτεινό, απειλητικό δάσος.
Με... τρομάζει.
«Εγώ δεν φέρω καμία ευθύνη για τους μπελάδες σας», συνεχίζει να μου λέει. «Δεν τους προκάλεσα, αλλά θα τους τελειώσω».
Α, θαυμάσια! Τώρα παριστάνει τον σούπερ ήρωα λες και πριν από μερικές μόλις στιγμές δεν είχε ευχηθεί να ψοφήσουμε σαν σκυλιά στ' αμπέλι. Πάει να με βγάλει παράλογη...
«Εί-είπες ότι είναι δυσάρεστ-», πάω να του θυμίσω, αλλά με κόβει.
«Δυσάρεστο. Είναι όντως δυσάρεστο που μείνατε πίσω και πολύ σύντομα θα καταλάβεις το γιατί. Αυτό το διαολόπραγμα θα προσπαθήσει να καταλάβει εσένα ή τον Γκρίνγουντ. Ίσως πάει να παρασιτήσει μέσα σε κάποιον άλλο. Ίσως σκοτώσει δεκάδες έως ότου βρει το νέο του κέλυφος. Δεν μπορούμε να το προβλέψουμε αυτό. Φαντάσου όμως ότι επιλέγει εσένα, φαντάσου ότι δεν είσαι πια κυρίαρχη του εαυτού σου, αλλά ότι έχεις υποταχθεί σε κάποιον άλλο, κάποιον μοχθηρό που σου ψιθυρίζει φρικτά πράγματα για να σε τρελάνει, κάποιον που δεν σε αφήνει ποτέ μόνη, αλλά είναι πάντα εκεί ωθώντας σε να κάνεις πράγματα που δεν θέλεις. Μια φωνή που μέρα με τη μέρα θολώνει την κρίση σου, λυγίζει το πνεύμα σου και σαπίζει την ψυχή σου. Δεν υπάρχει τίποτα πιο τρομερό απ' το να χάνεις τον ίδιο σου τον εαυτό». Τα μάτια του μισοκλείνουν ξανά, σμίγοντας γίνονται δύο θυμωμένες σχισμές στο χρώμα του νεφρίτη. «Το φαντάστηκες;»
Κάνω ένα βήμα προς τα πίσω, έχουμε έρθει υπερβολικά κοντά. «Δεν χρειάστηκε», ξεφουρνίζω. «Θ-θα έλεγα ότι ήσουν αρκετά... γλαφυρός».
«Άρα καταλαβαίνεις τώρα τι εννοούσα λέγοντας ότι το χειρότερο που μπορούσε να σας συμβεί ήταν να επιβιώσετε απ' την σεάνς; Καταλαβαίνεις γιατί δεν πρέπει να λυπάστε τους νεκρούς, αλλά τους εαυτούς σας;», επιμένει.
«Ναι...», παραδέχομαι απρόθυμα.
«Ό... όμως, θα πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος για... για να μη σαπίσουν οι ψυχές μας, ε;», μας φτάνει η απελπισμένη ερώτηση του Κάι. Τον κοιτάζω που στέκεται στην άλλη μεριά του στενόχωρου δωματίου με μια ζάρα ανησυχίας ανάμεσα στα φρύδια του. «Όλο και κάτι θα μπορεί να γίνει, δεν θα μπορεί;»
Ο Μπιλ κουνά αόριστα το κεφάλι του. «Μπορούμε ακόμη να τελέσουμε την σεάνς», απαντά. «Είναι δυσκολότερη, πολύ πιο περίπλοκη από αυτή που κάνατε για να καλέσετε την νεκρή αδερφή, αλλά με λίγη ετοιμασία και έρευνα θα πετύχει. Η Γκουέν κι εγώ θα αντικαταστήσουμε τους αποθανόντες, εσείς οι δύο και η άλλη η πεταχτούλα η...;»
«Η Νιβ;», μαντεύει ο Κάι.
«Η Νιβ. Εσείς και εκείνη θα πάρετε ξανά τις θέσεις σας στον κύκλο κι έτσι θα είμαστε πάλι πέντε άτομα που θα επικαλεστούν τον δαίμονα και θα τον εξορίσουν από 'δω».
«Μα... για να επικαλεστείς κάποιον», αρχίζω να ρωτώ. «Δεν πρέπει πρώτα να γνωρίζεις έστω το όνομά του;»
«Μπίνγκο».
«Μπιλ, δεν ξέρουμε πώς λέγεται ο... ο... ο δαίμονας», επισημαίνω.
«Το ξέρω ότι δεν το ξέρετε», μουρμουρίζει. «Την τύφλα σας δεν ξέρετε. Πώς θα το ξέρατε αυτό;»
«Και αφού δεν μπορούμε να τον επικλάσουμε...», παίρνει τον λόγο ο Κάι. «Τι θα κάνουμε μέχρι να μάθουμε το όνομα του;»
Πολύ σωστά, τι κάνουμε στην συνέχεια; Ποιο είναι το επόμενο βήμα μας;
Ένας ειρωνικός μορφασμός ζωγραφίζεται στα χείλη του Μπιλ Μαρς. Λογικά νιώθει σαν μπέιμπι σίτερ που νταντεύει δύο γκαφατζίδικα, ανεγκέφαλα βρέφη, ανίκανα να φροντίσουν τους εαυτούς τους. Ξαφνικά, είναι υποχρεωμένος να μας βρίσκει μια λύση για όλα.
«Εξομολόγηση,νηστεία, μετάνοια, τον σταυρό σας και θα κοιμάστε με το ένα μάτι ανοιχτό»,προτείνει καυστικά.    


Σβετλιν