Το κοίταξε του Mihael Keehs

Έκλαιγε. Ήταν νωρίς ακόμα για να μιλήσει.
Λίγα λεπτά μετά είχε τα πρώτα σημάδια ανάπτυξης και τα χέρια του βάρυναν, ώσπου το ακούμπησε κάτω, μέχρι που μπορούσε να σταθεί.
Τον κοίταξε.
    «Οι γονείς μου πού είναι;» τον ρώτησε, καθώς ψαχούλευε το μέρος.
«Δεν είναι εδώ τώρα. Δε θέλουν να σε δουν ακόμα» είπε με το βλέμμα του να μη φεύγει από το παιδί, που πλέον στεκόταν μπροστά του.
«Έκανα κάτι κακό;» τον ρώτησε και τα μάτια του βούρκωσαν.
«Δε ξέρω. Ακόμα είναι νωρίς για να μου πεις. Αλλά θα μου πεις».
Ο έφηβος αποτραβήχτηκε.
«Και εσύ ποιος είσαι; Δε θέλω να κάτσω άλλο μαζί σου».
Τα μάτια του, παγωμένα και νεκρά, έδειχναν αδιαφορία στα καπρίτσια του.
«Είναι νωρίς ακόμα. Δε με ξέρεις».
«Έχω ακούσει όμως για σένα από μεγαλύτερους. Σε έχω δει σε βιβλία, σε ταινίες, στην τηλεόραση και να περνάς από κοντά μου. Ποτέ όμως δίπλα μου».
Γέλασε.
«Και πως σου φαίνομαι; Είμαι τρομερός; Είμαι κατάρα ή είμαι ευχή; Με λαχταράς ή με αποφεύγεις;» Ο ίδιος ήξερε την απάντηση. Ήξερε τι ήταν.
«Έχει σημασία;»
«Όχι».
Σοβάρεψε. Τα μάτια του νέου άντρα, που στεκόταν καμαρωτός μπροστά του, καίγανε. Ήθελε να αλλάξει τον κόσμο. Ήθελε τόσα πολλά πράγματα.
«Θυμάμαι όταν σε πρωτοσυνάντησα. Ο αδελφός μου έτρεχε. Τα φρένα δεν έπιασαν ποτέ. Θυμάμαι να είσαι δίπλα του στο νοσοκομείο. Θυμάμαι που το νεκροταφείο άδειασε, αλλά εσύ ήσουν εκεί».
«Θυμάμαι».
«Τον αγαπούσα».
«Το ξέρω».
Πλέον είχε δίπλα του έναν άντρα σαράντα ετών, του οποίου οι κρόταφοι ήταν λευκοί.
«Μου έλειπε τόσο πολύ. Ήταν ο φίλος μου. Ο πιο έμπιστος σύντροφός μου. Ο στόχος μου στη ζωή. Δεν άντεξα μακριά του».
«Πόσα χρόνια άντεξες;» Ήταν περίεργος.
«Δύο χρόνια και τρεις μήνες. Δεν παντρεύτηκα ποτέ. Δεν ευτύχησα ποτέ. Δεν προχώρησα ποτέ».
«Σήμερα όμως έκανες ένα βήμα ακόμα. Ένα άλμα πίστης».
«Ένα σχοινί και μια καρέκλα. Και η φωτογραφία του να με κοιτά. Αυτό θυμάμαι».
Τον κοίταξε μια τελευταία φορά. Γέρος πλέον. Τα μαλλιά του είχαν πέσει. Τα μάτια του ήταν κουρασμένα.
«Θα με πας να τον δω;»
«Σε περίμενε χρόνια. Θα λυπηθεί όμως που θα σε δει τόσο νωρίς».
«Είναι ώρα να κλείσω τα μάτια μου. Νυστάζω».
«Δε θα ανταμώσουμε ποτέ ξανά».
«Το ξέρω. Σε ευχαριστώ όμως».
Δεν τον έβλεπε πλέον.

Mihael Keehs