ΑΒΑΤΟ: Ο Έκπτωτος (Κεφάλαιο 3/Μέρος Α) - "Το Αστεροσκοπείο"

            Το ρολόι έδειχνε οχτώ. Το κοίταξα πολλές φορές μην μπορώντας να πιστέψω πως έξι ολόκληρες ώρες ύπνου είχαν περάσει τόσο γρήγορα. Σχολείο. Μία λέξη που σε έκανε να νιώθεις ένα βάρος στο στήθος. Σηκώθηκα κουρασμένη από το κρεβάτι, ενώ ταυτόχρονα ευχόμουν να συνέβαινε κάποιο συνταρακτικό γεγονός που θα έκανε την κάθε μου ημέρα να μοιάζει μοναδική. Βλέπετε, μια τελειόφοιτη λυκείου όπως εγώ δεν είχε και πολλές επιλογές πέρα από το σχολείο και ως επακόλουθο αυτού το διάβασμα. 
«Ιζαμπέλα!» ηχούσε το όνομά μου ξανά και ξανά.
Κατέβηκα γρήγορα στην κουζίνα, μουρμούρισα ένα σιγανό «Καλημέρα» στη μητέρα μου και έφυγα τρέχοντας, για να είμαι συνεπής στη συνάντησή μου με τους κολλητούς μου. Καλά το καταλάβατε. Η παρέα μου αποτελείτο κατ’ αποκλειστικότητα από αγόρια.
Βγήκα στον κεντρικό δρόμο, ο οποίος οδηγούσε στο σχολείο μας. H γειτονιά μόλις που είχε ξυπνήσει, με τους περισσότερους να έχουν βγει στα μπαλκόνια των πολυκατοικιών και να χαζεύουν ανέμελα τους περαστικούς, ενώ άλλοι άπλωναν το πρωινό τους πλυντήριο ή κουβέντιαζαν με τους γείτονες και τις γειτόνισσες. Ήταν μία τυπική και ηλιόλουστη μέρα σε μία από τις εκατομμύρια γειτονιές της Αθήνας και συγκεκριμένα της Νέας Σμύρνης.
            Ο Θοδωρής με περίμενε χαμογελαστός όπως πάντα, κρατώντας στα χέρια του το κολατσιό μας. Κοιτάζοντάς τον μου δημιουργούταν η ίδια, καθημερινή απορία. Πού στο καλό το έβρισκε τόσο κέφι;
«Καλημέρα» μου είπε λάμποντας. «Νομίζω πως επιτέλους κατάφερα να πείσω τον θείο μου να μας επιτρέψει την είσοδο στο αστεροσκοπείο τη στιγμή ακριβώς της έρευνας και επίσης μου έταξε να μας δείξει και πώς λειτουργεί το μεγάλο διοπτρικό τηλεσκόπιο στην Πεντέλη. Θα έχει πεφταστέρια σήμερα το βράδυ» ανακοίνωσε ενθουσιασμένος.
Η ιδέα μού φαινόταν εκπληκτική. Πάντοτε λάτρευα τα ουράνια φαινόμενα και θεωρούσα την αστρονομία το πιο ενδιαφέρον μάθημα του σχολείου. Τη στιγμή εκείνη το κινητό του χτύπησε και εκείνος, αφού απάντησε, γύρισε και με κοίταξε με βλέμμα μελαγχολικό.
«Ο Παναγιώτης δε θα έρθει μαζί μας. Πολύ πιθανόν να απουσιάσει σήμερα. Θα μας συναντήσει το βράδυ».
Τον κοίταξα προβληματισμένη. Αν ο φίλος μας συνέχιζε με αυτόν τον ρυθμό, το μόνο σίγουρο ήταν πως θα έχανε την τάξη από απουσίες. Ήταν ένα πολύ ιδιαίτερο παιδί. Εσωστρεφής για όσους δεν τον γνώριζαν καλά. Πολλές φορές μας έδινε την αίσθηση πως τον απασχολούσαν πολλά προβλήματα, αλλά ουδέποτε μιλούσε γι’ αυτά ανοιχτά. Ήθελε πάντοτε να δείχνει σκληρός και γενναίος για τους φίλους του. Εντούτοις, στα μάτια του βαθιά μέσα καθρεπτιζόταν σχεδόν πάντα ο πόνος.
 Η φιλία μας μαζί του μετρούσε επτά χρόνια. Από το δημοτικό. Εκείνο που μας προβλημάτιζε, ήταν πως ουδέποτε σαν παιδί είχε συμμετάσχει σε παιδικά πάρτι, αλλά ούτε ποτέ μας είχε καλέσει σπίτι του. Πλέον εδώ και τρία χρόνια έμενε με τη γιαγιά του. Το μόνο που γνωρίζαμε ήταν πως οι γονείς του είχαν χωρίσει, με τη μητέρα του να έχει εξαφανιστεί από τη ζωή του δίχως την παραμικρή δικαιολογία και τον ίδιο να έχει πάρει την απόφαση να φύγει από το σπίτι του, γιατί διαφωνούσε σε πολλά  με τον πατέρα του, πράγμα που τον εμπόδιζε να συγκεντρωθεί στο σχολείο.
Τον μοναδικό από την παρέα μας που τον διακατείχε μία δυσπιστία, ήταν ο Μιχάλης, ο τέταρτος φίλος μας, ο οποίος είχε αργήσει στη συνάντησή μας για ακόμη μία φορά.
Άξαφνα ακούσαμε έναν ήχο που θύμιζε άνθρωπο που έτρεχε. Από το βάθος του δρόμου φάνηκε ο Μιχάλης. Μας πλησίασε ξέπνοα ζητώντας συγγνώμη για την καθυστέρηση.
«Άσε, μη μας πεις...» μουρμούρισε ο Θοδωρής. «Φοβάσαι τη μάντρα με τα δύο λυκόσκυλα και γι’ αυτό άργησες. Έκανες κύκλο. Πότε επιτέλους θα απαλλαγείς από τις φοβίες σου απαλλάσσοντας και μας μαζί;» του φώναξε.
            Ο Μιχάλης κατσούφιασε, εντούτοις δεν έφερε καμία αντίρρηση. Είχε αποδεχτεί πλήρως το ελάττωμά του. Φοβόταν σχεδόν τα πάντα. Ήταν ο μόνος από την παρέα μας που ποτέ του δε μας είχε συνοδεύσει σε μία βραδιά με ταινία θρίλερ. Επίσης βασικό του χαρακτηριστικό, ήταν πως πάντα μετά τις δέκα επέστρεφε σπίτι του με ταξί από φόβο μην τον ληστέψουν. 

Η ώρα είχε πάει εννιά το βράδυ και ο Παναγιώτης μας περίμενε στην είσοδο του σχολείου. Πάνω ακριβώς από το φρύδι του υπήρχε μία τεράστια ουλή.
«Όλα καλά;» τον ρώτησα ταραγμένη.
«Ναι» απάντησε ψυχρά. «Ξέρεις μωρέ... Είναι αυτοί οι αλήτες της γειτονιάς μου. Απλά σήμερα το παρατράβηξαν και τους έδωσα ένα γερό μάθημα».
Ο Μιχάλης τον κοίταξε και τον χτύπησε φιλικά στον ώμο με την αγωνία σχηματισμένη στο πρόσωπό του. Έπειτα από λίγα λεπτά ήμασταν έτοιμοι να ξεκινήσουμε για το αστεροσκοπείο. Έχοντας στα σκαριά μια εργασία για το μάθημα της αστρονομίας, ήταν φανταστική ευκαιρία για να απολαύσουμε ένα ουράνιο υπερθέαμα.
Ο θείος του Θοδωρή μας περίμενε στο Θησείο και από ‘κει ξεκινήσαμε για το Εθνικό Αστεροσκοπείο. Η κυκλική αίθουσα, στην οποία βρισκόταν το τηλεσκόπιο, ήταν εντυπωσιακή. Ο θόλος ακριβώς από πάνω μας άνοιξε αποκαλύπτοντάς μας τον ουρανό. Το… μάθημα διήρκησε τουλάχιστον δύο ώρες με εμάς να κρατάμε σημειώσεις για τα πάντα. Καθώς μας μιλούσε για την ιστορία του Εθνικού Αστεροσκοπείου, στο μυαλό του Θοδωρή κλωθογύριζε μία ιδέα.
Μας ανακοίνωσε πως σκεφτόταν μία μέρα να αρπάξει κρυφά τα κλειδιά και να έρθουμε να παρακολουθήσουμε το μοναδικό φαινόμενο της έκλειψης της σελήνης. Ο θείος του ήδη φαινόταν απρόθυμος να μας επιτρέψει ετούτην την πρώτη ξενάγηση, επομένως την επόμενη θα την κάναμε ολομόναχοι.
Άξαφνα οι ομιλίες κόπασαν. Μονάχα ο ήχος του ανοιξιάτικου, γλυκού ανέμου ακουγόταν που έμπαινε από τον θόλο. Ο θείος του Θοδωρή κοίταξε ξανά και ξανά μέσα από το τηλεσκόπιο μην μπορώντας να πιστέψει στα μάτια του.
«Μετά από τόσα χρόνια πείρας σε τούτο το επάγγελμα δεν είδα ποτέ μου κάτι παρόμοιο» είπε και όλοι μας καρφώσαμε το βλέμμα μας πάνω του.
Ο Μιχάλης πισωπάτησε διαισθανόμενος πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο θείος του Θοδωρή μας έκανε σήμα να μαζευτούμε όλοι κοντά στο τηλεσκόπιο και να κοιτάξουμε πολύ προσεκτικά. Τη στιγμή που πλησίασα, είδα να εμφανίζεται στον ουράνιο θόλο μία αλλόκοτη λάμψη. Έμοιαζε σαν σκίσιμο στον ουρανό. Μέσα του φαίνονταν σαν να κινούνταν σκιές. Τις σκέψεις μου διέκοψε η φωνή του Παναγιώτη, ο οποίος μου έκανε σήμα πως ήταν η ώρα να φύγουμε. Ο θείος του Θοδωρή μας ζήτησε να τον ακολουθήσουμε ως το σπίτι του, καθώς το θέαμα ετούτο απαιτούσε περαιτέρω έρευνα.
            Στον δρόμο για το σπίτι του ήμασταν όλοι σιωπηλοί, βυθισμένοι στις δικές μας σκέψεις. Μόλις μπήκαμε, αντικρίσαμε τη θεία του Θοδωρή να κάθεται αναπαυτικά σε μία κουνιστή, ξύλινη πολυθρόνα παρέα με το αγαπημένο της βιβλίο. Ο θείος του μας έκανε μια σύντομη ξενάγηση στο σπίτι και έπειτα ξεκίνησε να ψάχνει για το βιβλίο που θα τον βοηθούσε να λύσει την απορία του σχετικά με το πρωτοφανές φαινόμενο. Στη βιβλιοθήκη του διέθετε μία τεράστια συλλογή επιστημονικών βιβλίων με θέμα την αστρονομία, καθώς και κάποια που μιλούσαν για την ύπαρξη ζωής σε άλλον πλανήτη. Όσο και να έψαχνε όμως,  κανένα από τα βιβλία αυτά δεν μπορούσε να δώσει μία λογική εξήγηση. Δεν ήταν μαύρη τρύπα μήτε κάποιος κομήτης. Άξαφνα το βλέμμα του έπεσε πάνω σε μία παράγραφο, που μιλούσε για την ύπαρξη παράλληλων διαστάσεων.
«Σαν να κοιτάζουμε μέσα από έναν καθρέφτη…» μουρμούρισε.
«Τι ακριβώς σημαίνει αυτό;» τον ρώτησε ο Θοδωρής.
            «Σημαίνει… Πως υπάρχει μία περίπτωση να μην είμαστε μόνοι μας σε αυτόν τον κόσμο και μάλιστα… η παρέα μας ίσως και να μας μοιάζει πολύ περισσότερο από όσο πραγματικά φανταζόμαστε».
Την ώρα εκείνη ένοιωσα να με κατακλύζει ένας σιωπηλός ενθουσιασμός, ενώ κάτι τέτοιο δε φαινόταν να ισχύει  και για τον Μιχάλη, του οποίου η έκφραση φανέρωνε τρόμο, λες και μόλις είχε ακούσει το πιο άσχημο νέο.
«Θείε, αλήθεια θα σου πω,  μην εμπιστεύεσαι και πολύ την οποιαδήποτε θεωρία γράφεται μέσα στα επιστημονικά βιβλία, αν δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις. Μία μνεία σε ένα οποιοδήποτε βιβλίο δεν αποτελεί καν ένδειξη» παρατήρησε ο Θοδωρής.
«Για την ώρα ας το αφήσουμε. Έχεις απόλυτο δίκιο. Δε χρειάζεται να φορτώνουμε τους εαυτούς μας με περισσότερες έγνοιες. Θαρρώ πως η οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα μας είναι αρκετά βαρύ φορτίο» είπε ο θείος του. «Είναι μονάχα αβάσιμες εικασίες και τίποτα παραπάνω».
Στο άκουσμα αυτής της κουβέντας, ο Μιχάλης χτύπησε τον θείο του Θοδωρή υποστηρικτικά στην πλάτη και χαρούμενος τους ανακοίνωσε πως έπρεπε να φύγει, καθώς η ώρα ήταν περασμένη και έτσι ο ίδιος θα αναγκαζόταν να πάρει ταξί. Ωστόσο, ο Παναγιώτης και ο Θοδωρής  δεν έμοιαζαν  έτοιμοι να παραδώσουν τα όπλα έτσι απλά. Θα αναζητούσαν την αλήθεια και μάλιστα σύντομα πίσω από εκείνο το πρωτότυπο και συνάμα απόκοσμο θέαμα.


Ιφιγένεια Μπακογιάννη