Κρυστάλλινες Αλυσίδες (Κεφάλαιο 6) - Το στίγμα

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2007: Η Φαίδρα ήταν έγκυος τριών μηνών. Έστρωσε το στρογγυλό ξύλινο τραπέζι της κουζίνας. Έφτιαξε χυμό πορτοκάλι και έβαλε σε δύο ψηλά γυάλινα ποτήρια, για εκείνη και την Κρυσταλλία. Έφτιαξε δύο ψημένα τοστ και τα έβαλε σε μικρά λευκά πιάτα. Στόλισε στο τραπέζι ένα βάζο με κίτρινα τριαντάφυλλα, που είχαν πάρει από τη λαϊκή και κάθισε να φάει.
Η Κρυσταλλία και η Φαίδρα τα πήγαιναν καλύτερα από ποτέ όσο ήταν έγκυος. Ήταν σαν καλές φίλες. Αυτήν τη σχέση ήθελε η Κρυσταλλία να έχουν και πίστευε πως επιτέλους θα την είχε. Έτρωγαν πρωινό και μαζί ονειρεύονταν το μέλλον τους με το νέο μέλος.
Η Κρυσταλλία έφυγε για το σχολείο, μιας και πήγαινε στην Πρώτη Λυκείου. Η Φαίδρα ήταν μόνη της στο πατρικό τους, καθώς οι γονείς της είχαν πάει για ψώνια στο σουπερμάρκετ. Η Φαίδρα έκατσε στον καναπέ και έβλεπε τις πρωινές εκπομπές. Κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο, που βρισκόταν στο κομοδίνο του υπνοδωματίου των γονιών της, και σηκώθηκε από τον καναπέ για να πάει να το απαντήσει
Πηγαίνοντας προς τα εκεί ένιωσε έναν πόνο και ζαλίστηκε. Μετά έσβησαν όλα. Το επόμενο πράγμα που είδε είναι την Αναστασία να προσπαθεί να την συνεφέρει. Βρισκόταν μέσα σε ένα ασθενοφόρο και πήγαινε στο νοσοκομείο. Είχε μια αιμορραγία και λιποθύμησε. Οι εξετάσεις έδειξαν ότι η Φαίδρα και το μωρό ήταν υγιείς, όμως έπρεπε να προσέχει πολύ. Είχε μια δύσκολη εγκυμοσύνη.
1990: Όταν η Κρυσταλλία συνήλθε από το χειρουργείο, οι γιατροί που την εξέτασαν επέμεναν πως δεν έπρεπε να είχε γίνει το χειρουργείο, και πως στη δική της περίπτωση θα πρέπει να αποφεύγει κάποια πράγματα για να μην χειροτερέψει η κατάσταση της.
Οι απαγορεύσεις την περιόριζαν σαν παιδί. Θα την περιόριζαν και ως ενήλικα, καθώς δεν μπορεί να εργασθεί σε πολλές δουλειές. Ένιωθε φυλακισμένη μέσα σε ένα μικρό κλουβί, αν και αρκετές ήταν οι φορές που δεν ήθελε να απομακρυνθεί από το σπίτι της.
 Οι απαγορεύσεις της την στιγμάτισαν και της είχαν δημιουργήσει φόβο και ανασφάλεια. Πολλές εμπειρίες της ζωής εκείνη τις απέφευγε για να είναι ασφαλής. Όμως χωρίς τις εμπειρίες και τα ρίσκα, που οι άλλοι είχαν ζήσει, ήταν απροστάτευτη από τις απαιτήσεις της ίδιας της ζωής.
2000: Ο Νίκος, ο αδερφός του Δαμιανού, εδώ και πέντε χρόνια ονειρεύεται ακόμη εκείνη την μέρα που πήγε στο σπίτι του Δαμιανού και έμεινε μόνος με την Κρυσταλλία. Πολλές φορές του είχε περάσει από το μυαλό να το ξανακάνει. Ήθελε να την κλέψει και να την έχει μόνο δική του.
Ήταν η μοναδική που μπορούσε να πλησιάσει τόσο, γιατί η Φαίδρα έλεγε τα πάντα στους γονείς της. Μια μέρα, και όταν η Φαίδρα ήταν τεσσάρων, πήγε στο σπίτι κρυφά και προσπάθησε να φέρει την Φαίδρα πιο κοντά του. Κρατούσε ένα λουλούδι και την καλούσε να πλησιάσει για να το μυρίσει, εκείνη το άρπαξε και έτρεξε στην κρεβατοκάμαρα που κοιμόταν η Αναστασία.
Άρχισε να φωνάζει «Κοίτα μαμά τι μου έδωσε ο θείος Νίκος». Έτσι κατάλαβε πως δεν έπρεπε να το επιχειρήσει μαζί της. Προσποιήθηκε πως έκανε έκπληξη την επίσκεψή του. Πολλά χρόνια τώρα είχε αυτό το άρρωστο όνειρο. Δεν θυμάται πότε ξεκίνησε.
Προσπαθούσε καθημερινά να βρει τρόπο να επαναλάβει εκείνη τη στιγμή, ακόμη και με συμμαθήτριες του γιου του. Μια μέρα πέρασε από το μυαλό του σαν θύμα ο ίδιος του ο γιος.... Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Έπιασε τον εαυτό του να αισθάνεται αηδία και αποφάσισε να φύγει από αυτήν την κόλαση.
Έπρεπε να ζητήσει βοήθεια χωρίς να το μάθει κανένας από την οικογένεια ή τους φίλους του. Ξεκίνησε κρυφά ψυχολόγο και οι συζητήσεις διήρκησαν αρκετό καιρό. Δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να ξανακυλήσει πίσω στις σκέψεις αυτές.
Μια φωνή του έλεγε να συνεχίσει αλλά εκείνος πάλευε να σταματήσει. Από μικρός φερόταν περίεργα στις κούκλες που έπαιζαν οι ξαδέρφες του. Η μητέρα του τα έβλεπε όλα φυσιολογικά όμως ένας οικογενειακός φίλος, που ήταν ειδικός, διέγνωσε μια ιδιαίτερη ψυχική διαταραχή.
Δεν ήξεραν γιατί συνέβαινε αυτό. Έψαχναν να βρουν εάν είχε γίνει κάτι κατά τη διάρκεια της κύησης. Όμως τίποτα δεν φαινόταν να είναι η αιτία. Έτσι είχε γεννηθεί και η θεραπεία θα ήταν αρκετά δύσκολη για ένα μικρό παιδί. Η μητέρα του σκέφτηκε πως μεγαλώνοντας θα το ξεπεράσει και δεν ακολούθησε τη θεραπεία.
Αυτό ήταν το μεγαλύτερο λάθος που θα τον στιγμάτιζε όλη του τη ζωή. Όσο περνούσε ο καιρός τόσο πιο δύσκολο γινόταν να το νικήσει. Ένα βράδυ μπήκε στο αμάξι και ξεκίνησε χωρίς προορισμό. Καθώς οδηγούσε έπινε την μια μπύρα μετά την άλλη. Άρχισε να ζαλίζεται και προσπάθησε να κάνει στην άκρη το αμάξι για να κατέβει, όμως δεν κατάλαβε ότι είχε μπει στο αντίθετο ρεύμα. Ένα φορτηγό περνούσε με ταχύτητα και δεν πρόλαβε να σταματήσει....


Δέσποινα Τ.