Στη Λήθη του Μπερθ- Κιουμπέρτο (10 πρώτες σελίδες)


Διαβάστε τις δέκα πρώτες σελίδες του βιβλίου "Στη Λήθη του Μπερθ- Κιουμπέρτο" των Beatrice Ray και Nick Storm. Διαβάστε τη συνέντευξη του Nick Storm στο Moonlight Tales εδώ.

Ποντικοπαγίδα 

«Φωτιά! Φωτιά!»
Πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι της. Μια απίστευτη οχλοβοή επικρατούσε στον πάντα γαλήνιο ναό. Οι καμπάνες χτυπούσαν ξέφρενα, ακούγονταν τρεχαλητά και έντρομες κραυγές και ουρλιαχτά.
«Φωτιά!»
Ένας παρατεταμένος βρόντος, ο εκκωφαντικός θόρυβος τοίχου που καταρρέει έκανε τις φωνές να δυναμώσουν κι άλλο, σε ένα σπαραχτικό κρεσέντο. Η καμαρούλα της ήταν ζεστή, ανυπόφορα ζεστή κι από τη χαραμάδα της πόρτας πυκνός καπνός τρύπωνε ύπουλα και σερνόταν προς το μέρος της. Γλίστρησε το χέρι της κάτω απ’ το μαξιλάρι και τράβηξε το ημερολόγιό της. Το παράχωσε σε ένα σακίδιο κι από πάνω πέταξε τα λιγοστά υπάρχοντά της: δυο παπύρους, ένα πουγκί με χρυσόσκονη, λίγα ξερά βοτάνια και μερικά νομίσματα. Μούλιασε βιαστικά το μαντήλι της στη λεκάνη με το νερό, άρπαξε τον κεφαλοθραύστη της και όρμησε έξω από την κάμαρη.
Όλα ήταν εκτυφλωτικά πορτοκαλί και κίτρινα και κόκκινα. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνιχτική, γεμάτη με τη μυρωδιά καμένης σάρκας, γεμάτη αποκαΐδια. Άρχισε να βήχει ανεξέλεγκτα και πίεσε το μαντήλι πάνω στο στόμα της.
«Ο… Έλντιρ;», κατόρθωσε να αρθρώσει.
Ο ιερέας που πέρασε από μπροστά της, με ρούχα και μαλλιά καψαλισμένα, δε στάθηκε καν ν’ ακούσει τι τον ρώταγε. Έτρεξε στο φαρδύ διάδρομο, γεμάτη αγωνία, προσπαθώντας να καταλαγιάσει το βήχα που την έπνιγε. Στο κεφαλόσκαλο, το μέγεθος του ναού και της καταστροφής του ανοίχτηκαν μπροστά της. Οι ανάγλυφες βελούδινες κουρτίνες, τα βαριά σκαλιστά τραπέζια, οι βαρυφορτωμένες βιβλιοθήκες, ακόμα και οι μαρμάρινοι βωμοί καίγονταν τριζοβολώντας. Φλόγες έγλειφαν τους τοίχους και χόρευαν στο ταβάνι και σέρνονταν στο πάτωμα, ένα οργισμένο καμίνι αποφασισμένο να καταπιεί και να εξαφανίσει τα πάντα. Συνέχισε να προχωρά ενώ, δεξιά κι αριστερά της, άλλοι ιερείς και παραγιοί και μάγειρες έτρεχαν πανικόβλητοι, σκυμμένοι στα δύο, προς την αντίθετη κατεύθυνση. Προς την έξοδο.
Μέσα στο δωμάτιο του Έλντιρ, Μέγα Ιερέα του Πρωινού Φωτός του Ήλιου, τα πάντα ήταν σκοτεινά. Ανέπαφα, ήσυχα και σκοτεινά. Ή τουλάχιστον έτσι της φάνηκε, μετά τη φωτιά και την καταστροφή που λυσσομανούσαν απ’ έξω.
«Δάσκαλε;»
Τον είδε μόλις τα μάτια της προσαρμόστηκαν στο μισοσκόταδο. Τον ξεχώρισε ανάμεσα στους καπνούς και τις σκιές, ήδη σκιά και ο ίδιος του εαυτού του. Στεκόταν, όχι, ίπτατο ορθός, πολύ πιο ορθός απ’ ό,τι τον είχε δει εδώ και χρόνια, αν και πολύ πιο καταβεβλημένος. Πιο σωστά, ήταν τεντωμένος, με τα χέρια απλωμένα στα πλευρά του, τα δάχτυλα γεμάτα ένταση ανοιχτά, τα πόδια διάπλατα και τα μάτια γουρλωμένα. Και ολόκληρο το σώμα του δονούνταν και σπαρταρούσε καθώς τέσσερις πυκνές στήλες καπνού, τέσσερα κατάμαυρα ερπετά φτιαγμένα από σκιές και σύννεφα τον είχαν ζώσει. Τυλίγονταν γύρω απ’ το κορμί του, διαπερνούσαν τα μπράτσα και το λαιμό του, έβγαιναν απ’ το στόμα και τα ρουθούνια του και τυλίγονταν σα στέμμα γύρω απ’ το κεφάλι του, πριν χωθούν στο κρανίο. Και με κάθε σπείρα που διέγραφαν, με κάθε νέα τρύπα που τρυπούσαν, έμοιαζαν να ρουφάνε τη σάρκα του, τους λιγοστούς μυς κάτω απ’ το γέρικο δέρμα του, να απαιτούν ολάκερη την υπόστασή του.
«Δάσκαλε;»
Έπεσε στα γόνατα μπροστά του, μουδιασμένη, ανήμπορη ν’ αντιδράσει. Τα χείλη του Έλντιρ κινούνταν συνέχεια, σχηματίζοντας άηχες λέξεις.
«Δεν είμαι εγώ, δεν είμαι εγώ, δεν είμαι εγώ, δεν είμαι εγώ…», της φάνηκε πως έλεγαν.
Οι σκιές δεν του έδιναν σημασία, ούτε σε κείνον ούτε στη συντετριμμένη μαθήτρια στα πόδια του, μόνο συνέχιζαν να ρουφούν. Και ο γέροντας συνέχιζε να φθίνει.
Όταν την πρόσεξε, η προσπάθεια να εστιάσει πάνω της τον έκανε σχεδόν να καταρρεύσει. Τα μάτια του, που είχαν αρχίσει αργά να σβήνουν, στυλώθηκαν πάνω της. Και τα χείλη άλλαξαν την κίνησή τους.
«Αρέλυα…».
Η κοπέλα έγνεψε, κλαίγοντας σιωπηλά.
«Γύρισε πίσω…».
Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Έπρεπε να παλέψει, να υπερασπιστεί εκείνον που την είχε σώσει από την άγνοια, εκείνον που την είχε κάνει αυτό που ήταν σήμερα, ενήλικη, ιέρεια του Αέλιον…
Έπρεπε. Μα δε μπορούσε. Πίσω απ’ τα θολά της μάτια ο Έλντιρ μαράζωσε, μαράθηκε, ξεράθηκε σαν παγιδευμένο φυλλαράκι. Μόνο μια λέξη, μια τελευταία λέξη πρόλαβε να σχηματίσει με άπειρη προσοχή, με όση δύναμη είχε απομείνει στο ρουφηγμένο κουφάρι του… κι ύστερα θρυμματίστηκε, έγινε ένας μικρός σωρός φρύγανα που πήραν μαζί τους οι σκιές καθώς αποτραβήχτηκαν χορτασμένες.
Τίποτα δεν απέμεινε από τον Έλντιρ. Όπως τίποτα δε θα απέμενε απ’ το ναό, απ’ τις ήρεμες κι ευτυχισμένες μέρες, από τις πρωινές προσευχές στη μαρμάρινη αυλή και τη μελέτη στην ησυχία του απομεσήμερου. Η ζωή της εκεί είχε τελειώσει, η ζωή που ήξερε είχε γίνει στάχτη και καπνός.
Ο Έλντιρ είχε δίκιο. Έπρεπε να γυρίσει πίσω, στη ζωή που θυμόταν, πίσω στις ρίζες της. Δεν ήταν πια ένα μικρό, αδύναμο κοριτσάκι.
Μόνο μια λέξη, μια τελευταία λέξη πρόλαβε να σχηματίσει με άπειρη προσοχή, συλλαβιστά, ολοκάθαρα. Μια τελευταία συμβουλή και η Αρέλυα ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Πού έπρεπε να πάει.
Στην Πράγκμηρ. 

«Ξύπνα, Αλίσυς!»
Καμία απάντηση. Ούτε καν ένα αναμαλλιασμένο, παραπονιάρικο μουρμουρητό.
«Ξύπνα, υπναρού!»
Η Μαμούλα άρχισε να κοπανάει τα τεντζερέδια και τις κουτάλες της, δήθεν τακτοποιώντας. Η κοπέλα πάνω στο κρεβάτι, ακριβώς δίπλα στην υποτυπώδη κουζίνα, ούτε που άλλαξε πλευρό. Το όνειρο που έβλεπε την είχε γραπώσει τόσο γερά που δεν υπήρχε περίπτωση να ξυπνήσει πριν τελειώσει.
Ήταν καβάλα σ’ ένα τεράστιο πουλί και πετούσε ψηλά, πολύ ψηλά, εκεί που ο αέρας ήταν τόσο παγωμένος και δυνατός που έκανε τα μάτια να τσούζουν και τα μαλλιά και τα ρούχα να ανεμίζουν και να μαστιγώνουν. Τούφες σύννεφα ξέφτιζαν καθώς περνούσε ξυστά από πάνω τους, τσιρίζοντας ενθουσιασμένη. Κάπου πίσω της, μικρά σημαδάκια στον ορίζοντα την ακολουθούσαν.
«Ξύπνα, κουναβάκι μου!»
Ξαφνικά άρχισε να πέφτει και να στροβιλίζεται και πολλές εικόνες, μπερδεμένες εικόνες, στροβιλίστηκαν μαζί της, ακολουθώντας τον ρυθμό της καρδιάς της που χτυπούσε όλο και πιο γοργά. Πράγματα που ήξερε καλά και άλλα, πρωτόφαντα θαύματα και εφιάλτες, και τα πρόσωπα των αγαπημένων της και μάσκες τρομαχτικές και γκρίζα χείλη που ψιθύριζαν ξανά και ξανά και ξανά την ίδια λέξη. Κόντευε να φτάσει στο έδαφος. Τα χείλη ψιθύριζαν. Θα γινόταν χίλια κομμάτια. Τα χείλη ψιθύριζαν. Λίγο ακόμα…
Άνοιξε τα μάτια. Το φως του ήλιου από την ανοιχτή πόρτα και οι γνώριμοι ήχοι του νοικοκυριού και η θαλπωρή την τύλιξαν και την προσγείωσαν απαλά.
Κι αμέσως ξέχασε το όνειρο που είχε μόλις δει.
«Ξύπνησες; Άντε να σε χαρώ! Κοντεύει μεσημέρι!»
Το κορίτσι ανακάθισε και χασμουρήθηκε με στόμφο.
«Και τι πειράζει;», γκρίνιαξε. «Όταν ταξιδεύαμε ξυπνούσα ό,τι ώρα ήθελα».
Η Μαμούλα προτίμησε, αντί για απάντηση, να δώσει μια γερή με το μπρίκι στη μεγάλη κατσαρόλα.
«Πού είναι οι άλλοι;»
«Έξω». Η γυναικούλα χαμογέλασε. «Δεν ακούς; Κάνουν διαγωνισμό ρεψίματος».
Η κοπέλα έστησε αυτί.
«Δεν ακούω τίποτα. Δε θα πηγαίνει και πολύ καλά», αποφάνθηκε.
«Λες και δεν τους ξέρεις». Το χαμόγελο έγινε πιο πλατύ. «Πάλι ο Μπένο θα γυρίσει μες στα νεύρα γιατί θα κερδίσει ο Μπαμπούλης σας!»
Η κοπέλα σηκώθηκε, γραμμή για τη μεγάλη κανάτα.
«Κάτσε να βάλω μια κούπα γάλα και θα σου πω εγώ ποιος θα κερδίσει!»
Σα δε ντρέπονταν, να διασκεδάζουν χωρίς εκείνη! Αλλά δε φταίγανε αυτοί, η ίδια έφταιγε που, ε, σα να παρακοιμήθηκε, ψέματα, τα όνειρα που έβλεπε φταίγανε, που την κράτησαν με το ζόρι στο κρεβάτι και δεν τα θυμόταν κιόλας…
Κοντοστάθηκε.
«Μαμούλα;»
«Ε;»
«Θυμάσαι… πώς μου ‘ρθε τώρα… θυμάσαι κατά πού πέφτει η… Πράγκμηρ;» 

***

Το σούρουπο έπεφτε πάνω στις στέγες της Πράγκμηρ. Ήταν αρχές του μήνα του Κιουμπέρτο μα ο καιρός ήταν ακόμα γλυκός και τα πιτσιρίκια δεν έλεγαν να μαζευτούν στα σπίτια τους. Μια χούφτα αγόρια έτρεχαν στα δρομάκια τσιρίζοντας και κραδαίνοντας ξύλινα σπαθάκια. «Εμείς θα πετσοκόψουμε τα Ορκ!!!», πληροφόρησαν τους δύο φρουρούς που διέσχιζαν τη μικρή πλατεία του χωριού. Εκείνοι τους έκλεισαν συνωμοτικά το μάτι και συνέχισαν, κάπως ράθυμα, το δρόμο τους. Στην επόμενη γωνιά ένας νέος άντρας καθισμένος στο κατώφλι του χαιρέτησε αδιάφορα τους φρουρούς, με μια κίνηση του κεφαλιού. Μετά το δείπνο η απλή, ξύλινη πίπα του είχε πιο πολύ ενδιαφέρον από δυο καμαρωτούς αργόσχολους. Αναρωτήθηκε αν θα ‘βρισκε τη δύναμη να συρθεί ως την ταβέρνα για ένα, έστω, ποτήρι.  «Ανάθεμα το Χιονόδασος και όλα του τα δέντρα. Κάθε ξύλο που κόβω το πρωί πέφτει βαρύ στους ώμους μου το βράδυ». Άφησε να του ξεφύγει μια χαμηλόφωνη βλαστήμια και τράβηξε άλλη μια βαθιά ρουφηξιά καπνό. Τελικά το πήρε απόφαση να σηκωθεί. Ίσιωσε την πουκαμίσα του και με αδέξιες κινήσεις προσπάθησε να βάλει τάξη στ’ αναστατωμένα του μαλλιά. Έχωσε το ένα χέρι στην τσέπη, κουδουνίζοντας λίγα χάλκινα. «Δε βαριέσαι, θα φτάσουν…». Χωρίς φανάρι, με τη συνήθεια για οδηγό, πήρε το σκοτεινό σοκάκι που θα τον έβγαζε στην ταβέρνα.
Με τον ερχομό της νύχτας μια ψύχρα απ’ τα ανατολικά τρύπωσε ύπουλα από τις χαραμάδες και τα πανωφόρια των περαστικών. Η ψηλή φιγούρα στην είσοδο του χωριού έσφιξε γύρω της τον σμαραγδί της μανδύα. Κατέβασε λίγο ακόμα την κουκούλα και, με βήμα σταθερό, ακολούθησε το ίδιο σοκάκι για το καπηλειό. Από μακριά ακόμα μπορούσε ν’ ακούσει κακαριστά γέλια, λαγούτα ξεκούρδιστα και ακατάληπτες φωνές και βρισιές. Φτάνοντας στην ταβέρνα κοντοστάθηκε και σήκωσε αργά το κεφάλι. Η ταμπέλα πρέπει κάποτε να ήταν καλογυαλισμένη και περίτεχνη μα τώρα βρώμα και μούχλα πάλευαν να σκεπάσουν και τα τελευταία της σκαλίσματα. Εκεί που κάποτε υπήρχε ένα αστέρι κάποιος είχε μπήξει μια σκουριασμένη λεπίδα. «Το Ξεκυλιασμένο Γουρούνη», ανακοίνωναν δυο σειρές κόκκινα ορνιθοσκαλίσματα. Οι φωνές είχαν γίνει πιο δυνατές και η παράφωνη μουσική ανυπόφορη. Με μια βαθιά ανάσα η φιγούρα άνοιξε την πόρτα.


Η είσοδος ενός ακόμα πελάτη πέρασε στην αρχή απαρατήρητη. Όλα τα τραπέζια ήταν γεμάτα ιδρωμένους, μισομεθυσμένους θαμώνες, πολύ απασχολημένους να πίνουν και να γελάνε με χοντροκομμένα αστεία. Μόλις όμως η νεοφερμένη κατέβασε την κουκούλα της, όλα τα βλέμματα καρφώθηκαν πάνω της. Η κοπέλα δεν είχε καμία σχέση με τις μισόγυμνες πόρνες που χαϊδολογούσαν ένας, δύο ή και τρεις μαζί. Το πρόσωπό της ήταν καθαρό και όμορφο και τα γαλανά της μάτια πρόδιδαν ωριμότητα και σύνεση. Οι μακριές πύρινες μπούκλες της την έκαναν ακόμα πιο εντυπωσιακή αλλά όχι λιγότερο σοβαρή. Ήταν φανερό πως, αν και είχε το παράστημα ώριμου πολεμιστή, ήταν πολύ νέα. Ενώ κατευθυνόταν προς τον πάγκο του ταβερνιάρη, πολλά στόματα έχασκαν στάζοντας μπύρα και ο κακομούτσουνος ανθρωπάκος που γκάριζε αγκαλιά μ’ έναν οργανοπαίχτη έχασε τα λόγια του τραγουδιού και, επιτέλους, σταμάτησε. Μόνο ένας ξανθός, κοκκινογένης νάνος, τύφλα στο μεθύσι, συνέχισε απτόητος να ξερνοβολάει στη γωνιά του.
Η νεαρή κάθισε σε ένα σκαμνί και άφησε τον μανδύα της ν’ ανοίξει. Οι άντρες στα πιο κοντινά τραπέζια ξερόβηξαν και γύρισαν να κοιτάξουν τα ποτήρια τους με ανανεωμένο ενδιαφέρον. Στο λαιμό της κοπέλας κρεμόταν το σύμβολο του Αέλιον, του Θεού του Πρωινού Ήλιου. Όσο μεθυσμένος και άξεστος κι αν ήσουν, ήξερες ότι το να πειράξεις μια ιέρεια ήταν μεγάλη ασέβεια. Και όταν η συγκεκριμένη ιέρεια φορούσε ατσάλινη πανοπλία και κουβαλούσε έναν τεράστιο κεφαλοθραύστη ε, τότε ήταν ασέβεια σε συνδυασμό με αυτοκτονικές τάσεις. Μετά από λίγη ώρα ο μόνος που είχε μείνει να την περιεργάζεται ήταν ο χοντρός, γουρουνομούρης άντρας πίσω από τον πάγκο.
«Τι θες;», της πέταξε αγριωπά. Η ανάσα του έζεχνε σαν υπόνομος.
«Φαγητό. Ψωμί και κρέας.» Μια νέα μπόχα υπονόμου βγήκε από την πόρτα της κουζίνας που άνοιξε ένας κουρελής πιτσιρίκος. Κουβαλούσε με κόπο ένα λιγδιασμένο δίσκο με κάτι που ήταν είτε η μυστική συνταγή του μάγειρα είτε το σαπισμένο πτώμα του. Μια γρήγορη ματιά στο δίσκο έκανε την κοπέλα ν’ αλλάξει γνώμη. «Μάλλον… Καλύτερα μια μπύρα».
Ο ταβερνιάρης ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Ε, χαζο-Νικ, βάλε μια μπύρα στην κυρά», φώναξε στον μικρό. «Πώς απ’ τα μέρη μας; Έχεις ξανάρθει εδώ;»
Η ιέρεια του είχε ήδη γυρίσει την πλάτη. Παρατήρησε με προσοχή την αίθουσα, τους μεθυσμένους πελάτες, τους παράφωνους μουσικούς και τις ξεδοντιάρες πόρνες. Κούνησε το κεφάλι.
«Όχι. Σε αυτήν την ταβέρνα δεν έχω ξαναέρθει.»
Ο ταβερνιάρης έβγαλε ένα μουγκρητό κι άρχισε να τρίβει τον βρώμικο πάγκο μ’ ένα ακόμα πιο βρώμικο κουρέλι. Σε λίγο έβαλε πάλι τις φωνές.
«Χαζο-Νικ, τεμπέλαρε! Ακόμα η μπύρα;»
«Ε, μάστορα! Είμαι και γω εδώ», ακούστηκε μια ζωηρή φωνούλα.
Μια Μισαδένια είχε τρυπώσει στην ταβέρνα και στεκόταν δίπλα στην ιέρεια. Ήταν μόλις ένα μέτρο ψηλή (ή κοντή, όπως το πάρει κανείς), πολύχρωμα ντυμένη κατά το συνήθειο του λαού της. Κουβαλούσε σπαθάκι και σακίδιο και έμοιαζε κουρασμένη από ταξίδι. Τα μάτια της, πάντως, έλαμπαν από πονηριά και στο στόμα είχε ένα περιπαικτικό χαμόγελο. Η διπλανή της έσφιξε ασυναίσθητα πάνω της το πουγκί της. Ήξερε πως τα δάχτυλα αυτών των πλασμάτων έτρεχαν πιο γρήγορα κι από τη γλώσσα τους. Η μικρούλα, μ’ ένα επιδέξιο σάλτο, στρογγυλοκάθισε καμαρωτή στο διπλανό σκαμνί.
«Τι θες του λόγου σου;» γρύλισε ο ταβερνιάρης.
Η Μισαδένια δεν πτοήθηκε. «Φέρε μια μπύρα κι από δω. Απ’ την καλή, ε;»
«Νικ, άχρηστε μικρέ, τσακίσου στο κελάρι, αλλιώς…»
Πριν προλάβει να τελειώσει την απειλή του, το τρομοκρατημένο αγόρι ήρθε τρέχοντας, φορτωμένο πιάτα με αποφάγια. «Ναι, μαστρο-Ένταρ… τώρα πάω μαστρο-Ένταρ… αμέσως… αμέσως…» μουρμούρισε σα χαμένο.
Ώστε Ένταρ… αυτό ήταν το όνομα του ταβερνιάρη. Η κοκκινομάλλα ανασήκωσε το ένα φρύδι. Ένταρ, βασανιστής ανήμπορων παιδιών και ιδιοκτήτης ταβέρνας. Μιας βρωμερής, άθλιας τρύπας, χειρότερης και από λάκκο με «γουρούνηα». Σαν για να επιβεβαιώσει τις σκέψεις της, ο Ένταρ πήρε μια κούπα, έφτυσε μέσα και άρχισε να την καθαρίζει με ζήλο. Η Μισαδένια, που δεν είχε σταματήσει να περιεργάζεται την εντυπωσιακή ιέρεια, τη σκούντηξε με τον αγκώνα.
«Κάτι μου λέει πως η μπύρα εδώ δεν είναι ούτε να τη φτύσεις!», ψιθύρισε.
Η ψηλή κοπέλα κατάφερε σχεδόν να χαμογελάσει. «Φοβάμαι πως έχεις δίκιο.» Έριξε μια ματιά στη χαριτωμένη μικρή. «Και το φαΐ δε φαίνεται καλύτερο», συμπλήρωσε.
«Είχα την ελπίδα να κοιμηθώ σε κρεβάτι απόψε αλλά μπα… Ούτε αχυρόστρωμα με ψύλλους δε βλέπω να υπάρχει». Η Μισαδένια στράβωσε τα μούτρα και αναστέναξε. «Και για μπάνιο ούτε λόγος, φυσικά…»
Εκείνη τη στιγμή ο χαζο-Νικ επέστρεψε τρέμοντας από το κελάρι. Το ένα χεράκι του ήταν καταματωμένο και το κρατούσε με τόση προσοχή που ‘λεγες πως θα του ’πεφτε αν τ’ άφηνε.
«Ηλίθιε, τι έπαθες πάλι; Πιάστηκες σε κάνα καρφί; Στραβούλιακα!» ούρλιαξε από πάνω του ο Ένταρ.
Ο μικρός ζάρωσε στον τοίχο, τρέμοντας ακόμα περισσότερο.
«Οοο… όοχι μμμάστρο-Ένταρ… αλλάαα στο κελάρι… στο, στο μεγάλο βαρέλι… από πίσω… να ένας αρουραίος… τόοοσο μεγάλος… με μάτια τόοοσα κόκκινα… και να… με δάγκωσε».
Ο Ένταρ άρπαξε το μικρό από το σβέρκο. Ο Νικ τσίριξε από πόνο και φόβο και η κοκκινομάλλα μισοσηκώθηκε, γεμάτη ένταση.
«Σκάσε βλάκα», είπε πνιχτά ο ταβερνιάρης. «Θέλεις ν’ ακούσουν όλοι πως έχουμε ποντίκια; Να το μάθουν και οι φρουροί; Σκάσε σου λέω». Ο Ένταρ παράτησε τον μικρό και έφυγε φουρκισμένος.
«Για έλα εδώ, μικρέ μου», του είπε γλυκά η ιέρεια. Ο πιτσιρίκος πλησίασε διστακτικά, κρατώντας ακόμα τα ματωμένα του δάχτυλα. Το χέρι τής κοπέλας απλώθηκε αργά προς την πληγή και εκείνη είπε σιγανά μια προσευχή. Μέχρι να τελειώσει, στη θέση της πληγής είχε μείνει μόνο ένα αχνό, λευκό σημαδάκι. Η Μισαδένια σφύριξε με θαυμασμό κι ο χαζο-Νικ βάλθηκε να χάσκει με τόσο δέος που ξέχασε να φοβηθεί όταν ξαναεμφανίστηκε ο Ένταρ. Ο ταβερνιάρης στάθηκε μπροστά στη μικρόσωμη νέα, έβγαλε ένα χρυσό νόμισμα και άρχισε να το παίζει επιδεικτικά ανάμεσα στα δάχτυλά του.
«Λοιπόν, εσείς οι Μισαδένιοι…»
«Ναι;», είπε η μικρή που πλέον είχε μάτια μόνο για το νόμισμα.
«…είναι γνωστό πως είστε επιδέξιοι με τα λεφτά των άλλων…»
«Με προσβάλλεις…»
Ο γουρουνομούρης της χάρισε μια γκριμάτσα που θεωρούσε πως έμοιαζε με φιλικό χαμόγελο.
«Εννοώ πως τα βγάζετε πέρα στα δύσκολα για μια καλή αμοιβή.»
«Α, εντάξει τότε…»
«Και συ έχεις και σπαθί, βλέπω…». Το χαμόγελό του πλάτυνε ενθαρρυντικά.
«Για να το βλέπεις, θα το έχω…»
«Λοιπόν, τι λες; Ένα χρυσό να πας να ξεφορτωθείς εκείνον τον αρουραίο…»
«Αν είναι για ένα χρυσό, να πάω!..», είπε η μικρή και του ανταπέδωσε το χαμόγελο.
«Κι αν βρεις και τίποτε άλλα ποντίκια εκεί κάτω…»
Το χαμόγελο της Μισαδένιας μεταμορφώθηκε σε θιγμένη, χιλιοβασανισμένη έκφραση πόνου και αδικίας.
«Ε, όπα μάστορα! Μου τα χαλάς. Είπαμε: ένα χρυσό, ένας αρουραίος. Για το σόι του δεν είπαμε τίποτα.»
Ο Ένταρ ξεφύσηξε. «Καλά, κοίτα. Εκεί κάτω υπάρχει και ένα δωμάτιο του παλιού ιδιοκτήτη. Γεμάτο περγαμηνές και τέτοια». Η ψηλή κοκκινομάλλα τεντώθηκε ανεπαίσθητα. «Το ψάχνεις και ό,τι βρεις δικό σου. Θα με βγάλεις κι απ’ τον κόπο να το συμμαζέψω… Τι λες;»
«Σε βοηθάω και γω, αν θες…», προσφέρθηκε βιαστικά η ιέρεια.
«Γιατί; Να πάρεις μερίδιο απ’ το χρυσό; Τι μας λες!»
«Δε με νοιάζει ο χρυσός». Η μικρή την κοίταξε δύσπιστα και η άλλη κοπέλα χαμογέλασε. «Δε με νοιάζει! Αλλά οι περγαμηνές… Ίσως βρω ενδιαφέροντα πράγματα εκεί.»
«Και το χρυσό δικό μου!».
«Και το χρυσό δικό σου», την καθησύχασε.

Τα σκαλοπάτια για το κελάρι ήταν σκονισμένα και ξεχαρβαλωμένα. Έτριζαν και βογκούσαν κάτω από το βάρος των δύο νεαρών γυναικών. Κάποτε ήταν γερά και καθαρά, σκέφτηκε η κοκκινομάλλα. Τα κατέβαινες τρέχοντας για να βρεις το πιο λαχταριστό τυρί, τα πιο μοσχομυριστά λουκάνικα και το καλύτερο κρασί ταξιδεμένο από τη Νίφαρυς. Τώρα το κελάρι βρωμούσε ξινισμένη μπύρα και μούχλα. Τίποτα δεν ήταν όπως τότε…
Η Μισαδένια είχε σουφρώσει τη μύτη της. Κοίταζε τις σειρές με τα βαρέλια και άκρη δεν έβγαζε. Άντε να βρεις τον ποντικό εδώ μέσα… Η άλλη κοπέλα της έκανε νόημα. Στον απέναντι τοίχο, κάτω από ένα θεόρατο βαρέλι, δυο κόκκινα μάτια τις παρακολουθούσαν. Πριν καν προλάβει να γνέψει καταφατικά, ένας πελώριος μαύρος αρουραίος όρμησε στη μικρή. Με τις τρίχες ορθωμένες και το στόμα ορθάνοιχτο της δάγκωσε με λύσσα το πόδι. Η άλλη κοπέλα του κατάφερε ένα γερό χτύπημα που, αντί να τον ζαλίσει, τον εξαγρίωσε ακόμα περισσότερο. Και απ’ τις γωνιές άλλα, μικρότερα ποντίκια, ξεθάρρεψαν και όρμησαν κι αυτά. Η ευλύγιστη μικρή τα απέφυγε και τρύπησε τον αρουραίο με το σπαθάκι της. Ο κεφαλοθραύστης της ιέρειας σηκώθηκε με δύναμη και αποτέλειωσε το κακάσχημο πλάσμα. Τα ποντίκια χάθηκαν πανικόβλητα στις τρύπες τους και η Μισαδένια πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Σίχαμα, ε;» είπε και κλώτσησε τον αρουραίο. Με το δαγκωμένο πόδι, για να μάθει! «Ξέρεις, μου θυμίζει την αρχή του Baltars Crate, δεν ξέρω αν έχει τύχει να το δεις! Στην πρώτη σκηνή  του έργου, οι ήρωες βρίσκουν…».
Μα η άλλη κοπέλα δεν την άκουγε. Έψαχνε το χώρο με το βλέμμα, η καρδιά της χτυπούσε δυνατά.
«Δεν βλέπω πουθενά το δωμάτιο…», μονολόγησε.
«Α, ναι! Έχουμε κι αυτό! Άσε να ψάξουμε λίγο…»
Η μικρόσωμη κοπέλα άρχισε να τριγυρίζει τα βαρέλια. Έκανε να δοκιμάσει μια σταγόνα και έφτυσε αηδιασμένη. «Φτου! Ξύδι! Μπλιάχ!» Ψηλάφισε το επόμενο βαρέλι, και το επόμενο… «Αλλιώς το θυμόμουνα εγώ», μονολόγησε. Η ιέρεια την κοίταξε ξαφνιασμένη. «Ξέρεις, κάποτε εδώ…» Μα δεν κατάφερε να τελειώσει την κουβέντα της. Ένα βαρέλι ήταν άδειο και πίσω του ανακάλυψε ένα καλά κρυμμένο μοχλό. «Σε βρήκα!», φώναξε όλο έξαψη. Κατέβασε το μοχλό χωρίς να το πολυσκεφτεί και μια κρυφή πόρτα στον τοίχο άνοιξε διάπλατα. Οι δυο νέες μπήκαν σ’ ένα αραχνιασμένο, σκοτεινό δωμάτιο.
Λίγα σκονισμένα έπιπλα, λιωμένες περγαμηνές και χαρτιά κάθε λογής… Η ψηλή κοπέλα τα παρατηρούσε όλα τρέμοντας από συγκίνηση. Το δωμάτιο αυτό δεν το θυμόταν, δεν το ’χε ξαναδεί. Ήταν όμως εδώ, ήταν μπροστά της, ήταν δικό της.
 Ένας θόρυβος απ’ το κελάρι τής τράβηξε την προσοχή.
«Κάποιος κλειδαμπάρωσε την πόρτα», ψιθύρισε η μικρή. «Τι στο καλό;..»
Βγαίνοντας τρεχάτες απ’ το δωμάτιο βρέθηκαν μπροστά σε τρεις μεγαλόσωμους Ορκ. Μόλις είχαν εμφανιστεί κάτω απ’ τη σκάλα γρυλίζοντας με άγριες διαθέσεις. Οι μαυριδερές τους μούρες και οι απειλητικοί  τους χαυλιόδοντες θα τρόμαζαν τις δυο κοπέλες ακόμα κι αν δεν κουβαλούσαν εκείνα τα τεράστια ρόπαλα.
«Μμμμ! Όμορφες είναι! Γλυκοαίματες!», είπε ο ένας τους ευχαριστημένος.
«Παιδιά, ψυχραιμία… Να το κουβεντιάσουμε…», είπε η κοκκινομάλλα μαζεύοντας το κουράγιο της.
«Δεν είναι ώρα για κουβέντες, ομορφούλα».
«Ίσως αν μιλάγαμε για χρυσό…»
Οι Ορκ πλησίασαν επικίνδυνα.
«Ό,τι και να πεις δε γλυτώνεις».
«Μα θα σας δώσω…»
Ο αρχηγός τους τη διέκοψε αγριεμένος.
«Τη ζωή μου μπορείς να μου τη δώσεις;»
«Μπορώ να σε προστατέψω απ’ όποιον σε…»
Το ρόπαλο έπεσε βαρύ στο κεφάλι της. Η ιέρεια σωριάστηκε, αφήνοντας εκτεθειμένη τη Μισαδένια που πάλευε να κρυφτεί πίσω της.
«Εντάξει, μη βαράτε…», παρακάλεσε απλώνοντας τα χέρια.
Το ρόπαλο έπεσε για δεύτερη φορά.


Τα χοντρά του δάχτυλα δεν είχαν φτιαχτεί για τέτοιες λεπτοδουλειές. Τα χέρια του έτρεμαν καθώς έχυνε το αίμα στο χωνί. Ακόμα και μία σταγόνα αν έπεφτε απ’ έξω, μπορεί ο Αφέντης να το καταλάβαινε. Μπορεί και όχι, αλλά ο Γκόρλουνγκχ δεν είχε καμία διάθεση να το ρισκάρει.
Ξεκίνησε να ψέλνει. Το κόκκινο του αίματος άρχισε να ξεθωριάζει και ένα γλυκερό ροζ πήρε τη θέση του. Κράτησε σφιχτά τη φιάλη, την έτριψε ανάμεσα στις παλάμες του για να τη ζεστάνει. Δεν είχε ιδέα γιατί. Αυτά του είχε πει, αυτά έκανε.
Μέχρι να τελειώσει όλη την τελετουργία, είχε απομείνει μόνο λίγο υγρό κάτω κάτω, ξασπρισμένο και κοκκώδες. Φυσικά και δεν το είχε δοκιμάσει ποτέ του! Άλλωστε, ήταν πολύ ευχαριστημένος με τη μούρη του! Η Πάλλευκη, πάλι, όλο ζητούσε κι άλλο, κι άλλο και αν της έλεγε όχι θα ήταν σα να έλεγε όχι στον ίδιο τον Αφέντη.
Όπως είχαν τα πράγματα, η ζωή του άξιζε όσο και ο πάτος ενός μπουκαλιού.
Πήρε ένα φιαλίδιο, το γέμισε μέχρι επάνω και το τάπωσε με προσοχή. Άλλα δύο και θα ήταν έτοιμος. Μα έπρεπε να βιαστεί, να της τα στείλει όσο πιο γρήγορα γινόταν.
Έπιασε τη γαβάθα με το αίμα και την έγειρε αργά. Ανάθεμα στα χοντροδάχτυλά του! Ανάθεμα και σ’ αυτά και στο φόβο του που τα έκανε να τρέμουν! Ανάθεμα και στον…  
Σταμάτησε τρομοκρατημένος. Κι αν μπορούσε να διαβάσει ακόμα και τις σκέψεις; Συγκεντρώθηκε στο αίμα μπροστά του, στο ζεστό κόκκινο χρώμα του. Χωρίς να σκέφτεται. Και συνέχισε τη δουλειά του.
 ________________________________________________________________________

Οι σελίδες που διαβάσατε αποτελούν το πρώτο κεφάλαιο του έπους φαντασίας «Στη Λήθη του Μπερθ».
Για περισσότερα αποσπάσματα, πληροφορίες και εικόνες για τον κόσμο του Μπερθ μπορείτε να μπείτε στην ιστοσελίδα μας: